«Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι»
Ο Άγιος Φιλάρετος, ζούσε κατά τους χρόνους, που στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο Κωνσταντίνος και η Ειρήνη, περί το έτος 780 μ.Χ. Γεννήθηκε λίγο μετά το 700 μ.Χ. Καταγόταν από τα μέρη της Παφλαγονίας και από την πόλη Άμνειαν. Ήταν επίσημος και κατείχε το αξίωμα του Υπάτου. Ήταν όμως ο μακάριος και πραγματικά φιλάρετος. Ήταν και πολύ πλούσιος. Είχε πολλά ζώα. Είχε χωράφια, αμπέλια και άλλα κτήματα. Επίσης είχε πολλούς δούλους και υπηρέτες. Η γυναίκα του, η Θεοσεβή, ήταν ευγενική. Φοβόταν και σεβόταν τον Κύριο. Είχαν ένα αγόρι τον Ιωάννη και δύο θυγατέρες, την Υπατία και την Ευανθία. Ο Φιλάρετος ήταν πολύ ελεήμων, και φιλόξενος. Κάθε μέρα έδιδε άφθονα από τα πλούτη του στους φτωχούς, στους πεινασμένους, στους γυμνούς, στις χήρες και στα ορφανά. Η φήμη του ακούστηκε σ' όλη την Ανατολή. Έρχονταν, λοιπόν, οι φτωχοί και όσοι είχαν ανάγκην. Έπαιρναν από αυτόν άλλος χρήματα, άλλος ζώα, άλλος άλλο τι, ανάλογα με την ανάγκη που είχε ο καθένας. Το σπίτι του ευλογημένου Φιλαρέτου, ήταν πηγή ανεξάντλητος. Και όσο αυτός έδιδε με πρόσωπο χαρούμενο, τόσο ο πλουσιόδωρος Κύριος, πλήθυνε τα αγαθά του περισσότερο.
Γίνεται φτωχός
Ο μισόκαλος όμως φθόνησε την αρετή του Φιλαρέτο. Ο Φιλάρετος όμως πτώχευσε. Πτώχευσε διότι έδιδε κατά την συνήθειά του κάθε ημέρα ελεημοσύνη. Μοίραζε τα κτήνη του και την περιουσία του. Άλλα και διότι κλέφτες και κακοποιοί τον έκλεβαν και οι
δυνατότεροι του άρπαζαν την περιουσία. Δεν του έμειναν, παρά ένα ζευγάρι βόδια, ένας όνος, μια αγελάδα με το μοσχαράκι της και μερικά μελίσσια. Τα χωράφια του τα άρπαξαν με το έτσι θέλω οι γεωργοί και οι γείτονες, γιατί είδαν, ότι όταν πτώχευσε δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει. Έτσι λοιπόν άλλοι με τη βία και άλλοι παρακαλώντας, του τα πήραν όλα και δεν του άφησαν τίποτε παρά το σπίτι, όπου κατοικούσε. Από αυτά όλα, που έπαθε ο Φιλάρετος δεν λυπόταν καθόλου.