Το ευλογημένο χριστιανικό ζεύγος Ανδρόνικος και Αθανασία έζησε περί τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνος στην Αντιόχεια. Ο Ανδρόνικος, αργυροπράτης, δηλ. αργυραμοιβός το επάγγελμα., ήτανε εύπορος με αρκετή περιουσία πού έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν σ' αυτήν προστέθηκε και η προίκα της γυναίκας του Αθανασίας. Η σύζυγος του, ενάρετη χριστιανή νέα, ήταν κληρονόμος μεγάλης περιουσίας των γονέων της. Ο πιο πολύτιμος πλούτος, όμως, ήτανε οι χριστιανικές αρετές της, η βαθειά χριστιανική της πίστη. Ανάλογο ψυχικό πλούτο αρετών και πίστεως είχε και ο Ανδρόνικος. Έτσι ο γάμος τους ήτανε ταιριαστός. Ήταν ευλογία, Θεού.
Επιδόθηκαν σε έργα αγάπης
Η συνένωση του πλούτου του Ανδρόνικου με τον πλούτο της γυναίκας του Αθανασίας, δεν αύξησε την αγάπη στα υλικά πράγματα, αλλά οι δυο τους βάλανε σ' ενέργεια τρόπους να ευεργετηθούν συνάνθρωποι. Μετά από συζήτηση και σκέψη κάμανε μια θεάρεστη, ευλογημένη και φιλάνθρωπο συμφωνία. Η συμφωνία τους ήτανε να μοιράζουν τα κέρδη, πού αποκομίζανε από την περιουσία και την εργασία τους, σε τρία μέρη.
Το πρώτο μέρος να το διαθέτουν για τους φτωχούς. Να διανέμεται σε ελεημοσύνη στους αρρώστους, στους γέροντες, στους αναπήρους, στα ορφανά, στους αδυνάτους πού για διαφόρους λόγους εστερούντο και πεινούσαν.
Το Δεύτερο μέρος των εσόδων τους αποφασίσανε να διαθέτουν για κοινωνικούς σκοπούς. Για δάνεια χωρίς τόκους προκείμενου να μπορέσουν να βοηθηθούν οικογένειες, οικονομικά αδύνατες να στεριώσουν τη ζωή τους.
Το Τρίτο μέρος των εισπράξεων το προγραμμάτισαν να το διαχειρίζονται για τις ανάγκες κινήσεως και λειτουργίας του αργυροπρατηρίου, για τις ανάγκες του προσωπικού και την συντήρησή τους.