Ο π. Ιάκωβος ήταν ψηλός, αδύνατος, ευθυτενής· και έβλεπε κανείς έναν «άρχοντα» στο βάδισμα, στο παρουσιαστικό, στα λόγια του, στην έκφραση του προσώπου του, στα μάτια που πάντα σχεδόν τα είχε στραμμένα προς τα κάτω και στον καθ’ όλον τρόπο της τέλεσης του μυστηρίου της θείας Λειτουργίας, στην καλή του άρθρωση και στην μουσική απαγγελία –αν και δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση– και ιδιαίτερα στην αξιοζήλευτη απλότητά του. Πάντοτε ερχόταν από το κελλί του στην εκκλησία φορώντας το επανωκαλύμμαυχό του, τον σταυρό του και την ράβδο του, και παρά την απλότητά του τηρούσε μια τάξη, σαν να πήγαινε σε κάποιον επίσημο χώρο.
Στο Ιερό Βήμα, αμίλητος σχεδόν, καθισμένος κάποιες φορές στα δεξιά της Ωραίας Πύλης και μιλώντας μόνο όταν θα έπρεπε να πη κάτι στον π. Κύριλλο ή να δώση την σειρά στους συλλειτουργούς του. Εντύπωση με έκανε, που όταν άρχιζε την θεία Λειτουργία, πριν από το «Ευλογημένη η Βασιλεία», έλεγε χαμηλόφωνα, «έλα, Χριστέ και Παναγιά».
Κάποτε, μου είπε ότι μία γυναίκα μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας τον πλησίασε και του είπε, «Παπά μ’ , τι ήταν αυτό το παιδάκι πάνω στην Αγία Τράπεζα με τα αίματα;» και δεν ήξερε τι να της πη. «Ακούς, π. Αργύριε, είναι παρών πραγματικά ο Χριστός μας την ώρα της θείας Λειτουργίας· δεν είναι φοβερό; και αυτό γίνεται σε κάθε θεία Λειτουργία».