Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Ναί, πόρνης· τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας λέγω. Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Καὶ ἄνθρωπος μέν, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δὲ πόρνης ἐπιθυμεῖ; Καὶ πάνυ. Πάλιν ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα γένηται πόρνος· Θεὸς δὲ ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα τὴν πόρνην παρθένον ἐργάσηται… Ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης; Καὶ τί; Ἵνα γένηται νυμφίος. Τί ποιεῖ; Οὐ πέμπει πρὸς αὐτὴν οὐδένα τῶν δούλων, οὐ πέμπει ἀρχάγγελον, οὐ πέμπει τὰ Χερουβίμ, οὐ πέμπει τὰ Σεραφίμ· ἀλλ᾿ αὐτὸς παραγίνεται ὁ ἐρῶν.
Ἐπεθύμησε πόρνης· καὶ τί ποιεῖ;… Ἐπειδὴ αὐτὴ οὐκ ἠδύνατο ἀναβῆναι ἄνω, αὐτὸς κατέβη κάτω. Πρὸς τὴν πόρνην ἔρχεται καὶ οὐκ αἰσχύνεται… Καὶ πῶς ἔρχεται; Οὐ γυμνῇ τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ γίνεται, ὅπερ ἦν ἡ πόρνη, οὐ τῇ γνώμῃ, ἀλλὰ τῇ φύσει… ἵνα μὴ ἰδοῦσα αὐτὸν πτοηθῇ, ἵνα μὴ ἀποπηδήσῃ, ἵνα μὴ φύγῃ. Ἔρχεται πρὸς τὴν πόρνην καὶ γίνεται ἄνθρωπος…Εἰς μήτραν κυοφορεῖται καί αὔξεται κατὰ μικρὸν…. Τίς; Ἡ οἰκονομία, οὐχ ἡ θεότης· ἡ τοῦ δούλου μορφή, οὐχ ἡ τοῦ Δεσπότου· ἡ σὰρξ ἡ ἐμὴ, οὐχ ἡ οὐσία ἐκείνου· αὔξεται κατὰ μικρόν καὶ μίγνυται ἀνθρώποις· καίτοι εὑρίσκει αὐτὴν ἐλκῶν γέμουσαν, ἐκτεθηριωμένην, ὑπὸ δαιμόνων πεφορτισμένην· καὶ τί ποιεῖ; Προσέρχεται αὐτῇ. Εἶδεν ἐκείνη καὶ ἔφυγε.
Καλεῖ μάγους. Τί φοβεῖσθε; Οὔκ εἰμι κριτής, ἀλλ᾿ ἰατρός· «οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον»… Κεῖται ἐν φάτνῃ ὁ τὴν οἰκουμένην βαστάζων, καὶ ἐσπαργάνωται ὁ πάντα περιέπων. Κεῖται ὁ ναός καὶ ἐνοκεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἔρχονται μάγοι, καὶ προσκυνοῦσιν εὐθέως· ἔρχεται τελώνης καὶ γίνεται εὐαγγελιστής· ἔρχεται πόρνη καὶ γίνεται παρθένος… Τοῦτο ἐρῶντος, τὸ μὴ ἀπαιτῆσαι εὐθύνας ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ συγχωρῆσαι παρανομήματα πλημμελημάτων. Καὶ τί ποιεῖ; Λαμβάνει αὐτήν, ἀρμόζεται αὐτήν. Καὶ τί αὐτῇ δίδωσι; Δακτύλιον. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον αὐτῇ δίδωσιν. Εἶτα φησίν· οὐκ εἰς παράδεισόν σε ἐφύτευσα; Λέγει, ναί. Καὶ πῶς ἐξέπεσες ἐκεῖθεν; Ἦλθεν ὁ διάβολος καὶ ἔλαβέ με ἀπὸ τοῦ παραδείσου. Ἐφυτεύθης ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἔβαλέ σε ἔξω· ἰδοὺ φυτεύω σε ἐν ἐμαυτῷ, ἐγὼ σε βαστάζω… Οὐδὲ εἰς τὸν οὐρανόν σε ἀνάγω· ἀλλὰ μεῖζον ἐνταῦθα τοῦ οὐρανοῦ… Ἀλλὰ ἁμαρτωλός εἰμι καὶ ἀκάθαρτος. Μὴ σοι μελέτω, ἰατρός εἰμι. Οἶδα τὸ σκεῦος τὸ ἐμὸν, οἶδα πῶς διεστράφη… Ἀναπλάττω νυν αὐτὸ διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας…
Ιωάννου Χρυσοστόμου, «Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη» (απόσπασμα)
Χριστούγεννα. Μετά από ένα τέτοιο εκπληκτικό μαργαριτάρι, πώς να μιλήσει κανείς σήμερα για πράγματα χοϊκά; Σήμερα ένας χαροποιός λυγμός, λυτήριος της θλίψης, καταυγάζει πυρεμφορούμενος τα σύμπαντα. Γένους γαρ βροτείου δερχθείς ποτνιωμένου, βροτός εδείχθη ο Παντεπόπτης Λόγος. Σήμερον τα επίγεια επληρώθησαν χαράς μετά δέους και τα υποχθόνια τω τρόμω εδονήθησαν. Η νερτέρα χθών νυν επικράνθη και ενεπαίχθη. Γιατί πίστευε βέβαια πως είναι κραταιά και πανσθενής. Μα τώρα η εξουσία της αποδείχτηκε φενάκη.
Χριστούγεννα. Πώς να γράψεις σήμερα για τα σκύβαλα του ανόητου καθημερινού μας μικρόκοσμου; Φαέθοντες δρόμοι σήμερον ανεφάνησαν άφνω εκ του σκότους. Ότι εν τη σκοτία το φως ετέχθη και το φως αρρήτως φαινον το σκότος μετήλλαξεν. Πυρ καινουργέον γαρ ην και τα πάντα καινά εποίησεν. Ποιος να φοβηθεί πια τη Νύχτα; Τα ερέβη είναι πλέον τηλαυγή. Φάος φαινον φαεινως εις τον αιώνα.
Χριστούγεννα. Σήμερον γίγνεται ο Ων. Πόρνης επεθύμησε και αυτός παραγίνεται ο ερών. Καταφτάνει αυτός ο ίδιος. Ο ίδιος ο ερωτευμένος. Και μίγνυται τη βροτησία μορφη, αυτός γεγώς αγχίβροτος, ίνα την πόρνην αγχίθεον αναδείξη. Τι άλλο να πει κανείς; Την ώρα που ο Άσαρκος σαρκούται, όλα τα υπόλοιπα φαντάζουν άδεια και ανούσια.
Έδυσε όμως και πάλι ο λογισμός εν Άδη κατωτάτω. Και γιατί όχι άραγε; Πού να βρει ανάπαυση δηλαδή; Όπου και να κοιτάξεις ολόγυρα, τα πάντα ανθυποσκύβαλα θλιβερά. Εξωστρέφεια και διασκόρπιση. Φώτα και ήχοι. Δώρα και ευχές. Γιατί ωστόσο δίνουμε δώρα και ευχές μια τέτοια μέρα, αυτή τη δήθεν «Μέρα της Αγάπης»; Εν ονόματι ποιας κρύας και άχρωμης αγάπης τελικά; Μήπως επειδή αναζητάμε απεγνωσμένα ένα αντίδοτο, ένα ξόρκι για τη μοναξιά μας; Αφού είμαστε πλέον μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ. Άοικοι οικήτορες υπόγειας πόλης, που αλαλάζουν περιφερόμενοι στους βύθιους δρόμους της και ανακυκλώνουν τα αδιέξοδα της ύπαρξής τους εις τον αιώνα. Περιφέρουμε τις ζωές μας εις το διηνεκές, απρόσωποι και διασπασμένοι, ανέστιοι οδίτες σ’ έναν ατελεύτητο φαύλο κύκλο, αδρανείς ρέκτες που γλεντούν τον θρήνο του κατακερματισμού τους.
Και τι σημασία βέβαια έχει που κρατάμε τουλάχιστον ακόμη τη λέξη «Χριστούγεννα» στο λεξιλόγιό μας (την ώρα που αλλού ακόμη και αυτή τελεί πλέον υπό απαγόρευση μπροστά στην ελεεινή νεοεποχίτικη χυδαιότητα των…φρικωδών «Winter Holidays»); Παραμένουμε και εμείς εξίσου βουβοί παρά τη φλυαρία, παραμένουμε εξίσου νηστικοί και διψασμένοι παρά τον κορεσμό. Οι ζωές μας αναλίσκονται απαύστως μέσα στην απόλυτη ζοφαλγία. Γιατί να μας αγγίξει δηλαδή αυτή ειδικά η μέρα; Τι να αισθανθούμε από αυτήν; Και γιατί να κλάψουμε, αναλογιζόμενοι τον έρωτα του Προ των Αιώνων για τη χθόνια πόρνη; Το μόνο που την κάνει πια να διαφέρει από τις άλλες μέρες, είναι οι φωταγωγημένοι δρόμοι και τα απαστράπτοντα μπαλκόνια. Μα τι να σκέφτονται άραγε όλα αυτά τα λαμπιόνια; Ποιαν ανάπαυση να προσφέρουν; Η κατήφεια εξακολουθεί πάντοτε να ορίζει τους λογισμούς μας. Και ο πόνος μας είναι πάντα εκεί. Αδυσώπητος και πανσθενουργός. Αγχιβαθώς αγάφθεγκτος.
Άδεια κι αυτά τα Χριστούγεννα λοιπόν. Εορτή ανέορτος. Άλογη δίχως τον Λόγο. Απάνθρωπη χωρίς τον Ενανθρωπήσαντα. Κενή χωρίς τον Κενωθέντα. Το Φάος ελήλυθεν, μα οι οφθαλμοί μας – πάντα σκοτισμένοι – τον Άδη πάλι ατενίζουνε ως ελευθερωτή. Τα όνειρά μας, βεβυσμένα εν σκότει και εν σκιά θανάτου, ένα έγιναν με την αχλύ της αποδυσπέτησης. Και οι πόθοι μας εν νεκροις λογισθέντες και αυτοί . σαν τη μοναξιά του συνωστισμού μέσα στα μπαρ . σαν την πανσθενή κατήφεια στον πανικό των ξενυχτάδικων . σαν τις φωνές μας που καταπνίγηκαν μέσα στον ζόφο. Τι να σκέφτονται άραγε αυτά τα λαμπιόνια; Μα τίποτε βέβαια δεν σκέφτονται, ούτε έχουν κάτι να προσφέρουν. Σκύβαλα είναι άλλωστε. Και να γιατί ακόμη και σήμερα πάλι για σκύβαλα καταλήξαμε τελικά να μιλάμε. Πάλι για σκουπίδια…
Νεκρός θα είναι τελικά κι αυτός ο Δεκέμβρης. Το φως του το άψυχο δεν θα κατορθώσει να φωτίσει τα αισθητά, ούτε καμμιά απόκριση θ’ αντηχήσει μες στην άμορφη πολυσχιδία των ήχων του. Σάπιες οι σάρκες του και πάλι θα ριχτούν – άξιον και δίκαιον – στην πυρά της λησμονιάς. Θα περάσει και θα φύγει ατελέσφορος. Σαν να μην ήρθε καν. Εκείνος όμως ήρθε. Ήρθε για την πόρνη. Επειδή ηράσθη την πόρνη μανικώς. Κι ας το ήξερε πως δύσκολο πολύ η πόρνη μέσα μας να ξαναγίνει παρθένα. Ίσως και να το ζήτησε, μα δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από τα λόγια. Ίσως και να ονείδισε τον εαυτό της, μα έμεινε στον ονειδισμό. Κι αν ακόμη νιώσαμε τελικά κάτι, η κατάνυξη ήταν μόνο για μια στιγμή. Γιατί ήρθε πάλι ο μανιασμένος άνεμος και στέγνωσε το δάκρυ μας, έλκοντάς μας ξανά πίσω στις εκμανείς Σκιές. Η Νύχτα κατάπιε πάλι την ανάσα μας και σκόρπισε τα λόγια μας. Και αν κάτι φαεινότροπο πάσχισε δειλά να ξεπηδήσει από μέσα μας, εκείνη το τράβηξε κι αυτό κοντά της ανελέητα. Όπως το μέταλλο ο μαγνήτης…
Πηγή: Αντιφωνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου