Τοῦ Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μάρκου
Στή χαρά τοῦ νέου ἔτους, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ψηλαφεῖ τήν παρέμβαση τοῦ ἄχρονου Θεοῦ στήν δική μας μετρούμενη ροή καί διαδοχή τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη μέ τήν φθορά καί τήν ματαιότητα. Ὁ Χριστός ἔρχεται νά ἀνακαινίσει τήν διάσταση τοῦ χρόνου, ἐλευθερώνοντάς τήν ἀπό τήν περατότητα καί τήν φθοροποιό φορά. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ χρόνος φθάνει στό «πλήρωμά» του, ἀποκτώντας μίαν ἐντελῶς νέα προοπτική. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, παύει νά ἀποτελεῖ πιά ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ὁριοθετεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὡς πρός τόν Θεό. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται ἐν χρόνῳ καί ὁ «ἀεί Ὤν» ἐνοικεῖ στό «νῦν». «Αἰώνια» ζωή δέν εἶναι, ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια καί μέ συμβατικούς ὅρους, ἡ χρονικά ἀτελεύτητη, ἀλλά ἡ «πλήρωση» τοῦ μετρητοῦ χρόνου μέ τήν βίωσή του ὡς διαρκοῦς καί ἀδιάστατου παρόντος κοινωνίας μέ τόν Θεό.
Ὁ χρόνος, τόν ὁποῖο βιώνουμε, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχή, δηλαδή αἰτιώδη ἔναρξη, καί δέν εἶναι «ἄναρχος». Ἐπίσης εἶναι πεπερασμένος καί ἔχει ὅρια, δέν εἶναι οὔτε ἄπειρος οὔτε αἰώνιος («οὐκ ἀΐδιος»). Ὁ χρόνος ξεκινᾶ μέ τή Δημιουργία καί πορεύεται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίση σέ ἕνα σκοπό, στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ὁλοκλήρωσή τους στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ καινή κτίση, πού ἀποτελεῖ τήν προσμονή τῶν πιστῶν καί εἶναι ἑτοιμασμένη «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34), βρίσκεται ἤδη παροῦσα «ἐν μυστηρίῳ» στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σωστό νά τήν νιώθουμε ἀπομακρυσμένη σ’ ἔνα ἀπροσδιόριστο τέλος τοῦ κόσμου, γιατί ἔτσι ἡ πίστη μας καί ἡ προσδοκία τῆς «ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀτονοῦν καί δέν νιώθουμε τήν πληρότητα τῶν λέξεων «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου».
Ὅσον ἀφορᾶ στήν φύση τοῦ χρόνου, οἱ φωτισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας προηγήθηκαν κατά αἰῶνες τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ὅταν δίδασκαν ὅτι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος εἶναι ἄρρηκτα συμφυεῖς, συνιστώντας μίαν ἑνιαία πραγματικότητα. Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «τό συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (Κατά Εὐνομίου, PG 29, στ. 560): Δέν θά μποροῦσε νά βρεῖ κανείς τελειότερη διατύπωση γιά τήν διαστολή τοῦ κοσμικοῦ χωροχρόνου, σύμφωνα μέ τίς πιστοποιήσεις τῆς σύγχρονης φυσικῆς.
. Ἀντιστοίχως, ὁ ἐκκλησιαστικός χρόνος δέν βιώνεται ἐκτός τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου πού ζοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐπίγεια διάστασή της, ἀποδέχεται καί ἀγκαλιάζει τή ροή τοῦ χρόνου, παρά τή φθαρτότητα καί τή συμβατικότητα, οἱ ὁποῖες τήν συνοδεύουν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ, στήν ἐτήσια κυκλική ὀργάνωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τά χρονικά μέτρα, τά ὁποῖα ὁρίζονται μέ βάση τά ἀστρονομικά στοιχεῖα καί ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές ἡμερολογιακές συμβάσεις. Ὅμως, ταυτοχρόνως ὑπερβαίνει αὐτή τήν κατάτμηση τοῦ χρόνου, ὅπως καί τήν διάκρισή του σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Στήν Ἐκκλησία μας οἱ ἡμέρες συναντοῦν τά ἱερά γεγονότα, καθιστώντας δυνατή τήν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτά. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό παρελθόν γίνεται συγχρόνως ἑορταστικό, ἀλλά καί συμμετοχικό παρόν, γεγονός πού δηλώνεται μέ τήν διαρκή ὑμνολογική χρήση τοῦ ἐνεστωτικοῦ «Σήμερον» στίς λειτουργικές συναθροίσεις (ὅπως, «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τέμνεται τήν σάρκα ὡς βρέφος, πληρῶν τόν Νόμον», «Σήμερον ὁ Δεσπότης σαρκί περιετμήθη, καί Ἰησοῦς ἐκλήθη», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τό βάπτισμα λαμβάνει»). Ὁ Θεός γίνεται σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε ὥρα, ἡμέρα καί ἑορτή, ὥστε κάθε στιγμή τοῦ χρόνου μας νά εἶναι γεμάτη μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί ὁ χρόνος «τοῦ παρόντος βίου» νά γίνεται «ἐνιαυτός Κυρίου δεκτός».
Στήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία μας ὁ χρόνος αὐτός δέν εἶναι κάτι τελείως διακριτό ἀπό ἐκεῖνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά περικλείει τήν προτύπωση καί τήν πρόγευσή του. Μέ τόν Χριστό ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἐντός τῆς ἱστορίας καί τό ἔσχατον προσφέρεται στό παρόν, μέ τήν προοπτική τῆς «αἰωνιότητος». Αὐτό φανερώνει καί ἡ δοξολογική ἀναφορά μέ τήν ὁποία ἀρχίζει κάθε Θεία Λειτουργία: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Τό χρονικό κορυφώνεται στό αἰώνιο ἤδη ἐδῶ καί τώρα, μέ τήν Ἐκκλησία μας νά γίνεται ὁ μαζί μέ ἐμᾶς καί «ὅλῳ τῷ κόσμῳ συμπαρεκτεινόμενος» Χριστός στόν χρόνο καί τήν ἱστορία. Ὁ χρόνος, πού ἔλαβε τήν ἀρχή ἀπό τόν Δημιουργό Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται, καί βρίσκει τό τέλος καί τό πλήρωμά του στόν ἴδιο ὡς σαρκωθέντα Χριστό, τόν «Ἐμμανουήλ» «Θεόν μεθ’ ἡμῶν» καί «πάλιν ἐρχόμενον». Στό Πρόσωπό Του, ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται «νέος τῶν ἐσχάτων χρόνων», καί ὁ προαιώνιος καί ὑπεράχρονος Θεός Λόγος, ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως.
Στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χρονικές συναρτήσεις, τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, χωρίς νά καταλύονται, συναιροῦνται σέ διαρκές παρόν τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη τοῦ παρελθόντος καί ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος συνδέονται καί βιώνονται μέ τήν ἀγάπη στό παρόν. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἄχρονος χρόνος τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Ἄν ὁ ἐπίγειος χρόνος γίνεται παλαιός, γερνᾶ καί φθείρει, ἡ βαθύτερη ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνεπηρέαστη κατά τήν δυναμική ἀνταπόκρισης στήν σχέση του μέ τόν Θεό. Γιατί «ἄν ὁ ἐξωτερικός σ’ ἐμᾶς ἄνθρωπος φθείρεται, ὁ ἐσωτερικός ἀνανεώνεται ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα» (ἀλλ’ εἰ καί ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ»), μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Κορ. Β΄, δ´ 16). Μέ τήν ἐνσάρκωσή Του ὁ Κύριός μας καινοτομεῖ τόν χρόνο, γιά νά χορηγήσει «ζωήν τήν ἄχρονον τοῖς ἐν γῇ καί λῆξιν αἰώνιον καί δόξαν τήν ἀκήρατον».
ΠΗΓΗ: imchiou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου