Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Οι εφηβικοί έρωτες και η στάση της Οικογένειας





Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η κοινωνία μας διακρίνεται από μία αντιφατική στάση έναντι του έρωτα. Από την μία τον θεοποιεί και τον προβάλλει ως δικαίωμα του ανθρώπου και από την άλλη τον υποβαθμίζει στο σαρκικό επίπεδο, τονίζει την επιθυμία ως συστατικό του στοιχείο και δεν διδάσκει την αγάπη ως κυρίαρχο συστατικό και τελικό στόχο του έρωτα.
Αυτή η ιδεολογική αντίφαση έναντι του έρωτα πηγάζει ίσως από καταπιεσμένες ψυχολογικές καταστάσεις, από θρησκευτικές φοβίες και προκαταλήψεις, αλλά και από το γεγονός ότι σήμερα έχουμε θεοποιήσει όχι την έννοια της ελευθερίας, κάτι που θα ήταν κατανοητό, αλλά την έννοια του «δικαιώματος», κάτι που αφήνει στο περιθώριο οποιαδήποτε οριοθέτηση.
Γιατί, τελικά, το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε, πρέπει, θέλουμε, επιδιώκουμε τον έρωτα, αλλά ποιό είναι το περιεχόμενο που του δίνουμε και, κυρίως, ως που τον αφήνουμε να φτάσει. 
Είμαι κληρικός. Μεγάλωσα σε θρησκευτικό περιβάλλον το οποίο ασκούσε, στα πλαίσια της παραδοσιακής οικογένειας και της κοινωνικής παρουσίας της θρησκείας, μία ιδιαίτερη πίεση στο θέμα του έρωτα.
Εβλεπα στην εφηβεία μου τους συμμαθητές μου και τις συμμαθήτριές μου να ερωτεύονται ελεύθερα και να εκφράζουν τον έρωτά τους, μόνο με το σχετικό άγχος μην χάσουν την ταμπέλα του «καλού παιδιού» ή να μην το μάθουν οι γονείς ή να μην τους επηρεάσουν οι σχέσεις στην πορεία τους προς το Πανεπιστήμιο και τη ζωή. Κανείς όμως, πέρα από τις όποιες τηλεοπτικές σειρές και τις λεγόμενες αισθηματικές ταινίες, δεν μας είχε μιλήσει για την αγάπη.

Για πολλούς, βέβαια, είναι αρκετό το να βλέπεις την αγάπη να βιώνεται στο οικογενειακό σου περιβάλλον, μεταξύ των γονέων, ή να την εκφράζουν συγγενείς και φίλοι προς το πρόσωπό σου. Καμιά φορά άλλωστε, το βίωμα έχει περισσότερη αξία από ο,τι τα λόγια.  Ωστόσο, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι στην καθημερινή εκκλησιαστική συμπεριφορά και ευσέβεια, οι έννοιες «έρωτας», περισσότερο, και «αγάπη», λιγότερο, στις ανθρώπινες σχέσεις ταυτίζονται με τον θεσμό του γάμου και ελάχιστα γίνεται ουσιαστικός θετικός λόγος γι’ αυτές στην εφηβεία και στην νεότητα εν γένει στην εφηβική και νεανική ηλικία.  Ο έρωτας θεωρείται η απαγορευμένη υπόθεση στα αυστηρά περιβάλλοντα ή κάτι που επιβάλλεται από τους ρυθμούς της ζωής, μολονότι οι μεγαλύτεροι δεν θα ήθελαν να συμβεί, στους μικρότερους. 
Θυμάμαι από την εφηβεία μου ότι ο έρωτας είναι κάτι που δεν γεννιέται επειδή διαβάζεις γι’ αυτόν ή επειδή τον προγραμματίζεις. Ξαφνικά ξυπνάς ένα πρωί και στο μυαλό σου και στην σκέψη σου είναι κάποιο πρόσωπο, συνήθως του δικού σου κοινωνικού περιβάλλοντος. Είναι το «ξύπνημα» του ανθρώπου, η πορεία από την παιδικότητα στην ωρίμαση. Είναι μία απολύτως φυσιολογική κατάσταση, που τουλάχιστον εσωτερικά, δεν μπορεί κανείς να περιορίσει την εμφάνισή της. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος.  Η αντίθετη στάση, χαρακτηριστικό ηθικιστικών συμπεριφορών και αντιλήψεων ξένων προς την ορθόδοξη παράδοση, αλλά και την ψυχική εξέλιξη του ανθρώπου, αποτελεί ένδειξη συμπλεγματικών ανθρώπων. Μπορεί οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι να έζησαν καταπιεσμένες εφηβείες, να αναρωτιόνταν για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, να προσπαθούσαν γιατί «έπρεπε» να περιορίσουν το «κακό» που ξυπνούσε μέσα τους, να διαφυλάξουν τον εαυτό τους «άσπιλο και αμόλυντο», με μοναδικό σκοπό να γευτούν όχι την χαρά του έρωτα, αλλά την συγκατάβαση στην ανθρώπινη αδυναμία, την ώρα του γάμου, και με αποκλειστικό γνώμονα την παιδοποιία και την καταξίωση στην κοινωνία, αυτά όμως δεν μαρτυρούν υγιή στάση. 
Η εποχή μας καυχάται για την σεξουαλική απελευθέρωση που έχει προσφέρει στον κόσμο. Καυχάται για το γεγονός ότι δεν καταπιέζονται τα αισθήματά μας, η διάθεσή μας να είμαστε κοντά με τον άλλο, να έχουμε ελευθερία σχέσεων.  Ωστόσο, η απενοχοποίηση από καταπιεσμένες καταστάσεις του περιβάλλοντος, όπου ο γάμος θεωρούνταν ο μοναδικός χώρος στον οποίο επιτρέπονταν η ερωτική ικανοποίηση, στην ουσία έχει οδηγήσει σε πλήρη διαστρέβλωση της αγάπης και στην απουσία ορίων, που ιδιαίτερα για τους εφήβους είναι απαραίτητα.
Στα δικά μας περιβάλλοντα η πρόταση που κυριαρχούσε είναι «προσπάθησε να μην ερωτευτείς γιατί θα αμαρτήσεις σαρκικά.  Οποιος ερωτεύεται, κινδυνεύει να χάσει την αγνότητα του σώματός του, και επομένως να εμπέσει στην πορνεία».  Επομένως, η όποια συζήτηση γι’ αυτό το θέμα ουσιαστικά δεν γινόταν.  Οταν μάλιστα η ύλη των Θρησκευτικών στο σχολείο περιελάμβανε συζήτηση για τις σχέσεις των δυό φύλων στην Γ´ Λυκείου, όταν δηλαδή ο έφηβος ουσιαστικά έβγαινε από την εφηβεία του και περνούσε στο στάδιο της ενηλικίωσης, ενώ στα κατηχητικά σχολεία η όποια αναφορά ήταν αφοριστική, γίνεται κατανοητό ότι μοναδική πηγή προβληματισμού για έναν τέτοιο θέμα ήταν οι φίλοι και οι ίδιες οι σχέσεις όταν συνέβαιναν η, σπανιότερα, οι γονείς που είχαν ανοιχτό νου και ήθελαν να προφυλάξουν τα παιδιά τους από τους όποιους κινδύνους. Βέβαια, τα κορίτσια, έχουν ένα πλεονέκτημα, λόγω της εμμήνου ρύσεως, οπότε και η μητέρα συνήθως αναγκάζεται να πει ορισμένα στοιχεία για την γενετήσια λειτουργία, χωρίς να σημαίνει αυτό πάντοτε ότι όλα τα θέματα συζητούνται. 
Σε αρκετά μεγάλο βαθμό η Εκκλησία έχει ευαισθητοποιηθεί περισσότερο στις μέρες μας και, αν μη τι άλλο, δεν αρνείται να συζητήσει το θέμα του έρωτα.  Υπάρχει βεβαίως η δυσκολία της προκατάληψης των εκτός αυτής, οι οποίοι νομίζουν ότι η  Εκκλησία εξακολουθεί να λειτουργεί στην λογική των απαγορεύσεων, στην αφύσικη, κατ’ αυτούς άρνηση των προγαμιαίων σχέσεων και σε μία άνευ προηγουμένου θρησκευτική έως πουριτανική υποκρισία, που περιλαμβάνεται στην ετικέτα «η Εκκλησία είναι ο φύλακας της ηθικής της κοινωνίας», άρα είναι αυτή που λέει ΟΧΙ σε όλα που έχουν να κάνουν με τον έρωτα και την εφηβεία. 
«Και ποιός την ρωτάει;» θα μπορούσε να έρθει εύλογα το ερώτημα. Θα πρόσθετα· «Και τι έγινε που παλαιότερα η  Εκκλησία βροντοφώναζε την άρνησή της, την συντηρητικότητά της, διεκδικούσε ρόλο στην εκπαίδευση και αγωγή των νέων;  Υπῆρχαν ουσιαστικά αποτελέσματα;» Μήπως παλαιότερα δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένος ο αριθμός των εκτρώσεων, ιδίως στην εφηβεία; Μήπως δεν γίνονταν ζευγαρώματα παιδιών, όχι ίσως μέσα στο σχολείο, αλλά εκτός; Μήπως δεν υπήρχαν ερωτικά τραγούδια και κινηματογράφοι που λειτουργούσαν αποκλειστικά με ταινίες σεξουαλικού περιεχομένου; Δεν θεωρούνταν ενηλικίωση για το αγόρι ο πατέρας του να το πάει σε πορνείο για να γευτεί τον έρωτα και να γίνει «άντρας»;  Απλῶς, σήμερα καταργήσαμε την υποκρισία και θριαμβεύει πλέον η ασυδοσία. 
Η εποχή μας αποϊεροποίησε τον κόσμο και την ζωή. Δεν θέλει να σέβεται τίποτα στο όνομα της ελευθερίας. Είναι εύλογη η δυσαρέσκεια για την ηθικιστική λειτουργία στο παρελθόν θεσμών όπως η  Εκκλησία, η οικογένεια, η δικαιοσύνη, ακόμη και η εκπαίδευση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτοί οι θεσμοί δεν πρέπει να θεωρούνται ιεροί για τον άνθρωπο και τον κόσμο.  Ιερός δεν σημαίνει μαγικός ή ανεξέλεγκτος.  Ιερός σημαίνει άξιος σεβασμού. Και ο σεβασμός δεν επιβάλλεται από τον νόμο. Διδάσκεται με το παράδειγμα των προηγούμενων γενεών. Είναι κανόνας της παράδοσης. Είναι κανόνας της ταυτότητας ενός λαού, της ιστορίας και του πολιτισμού του. Πολιτισμός χωρίς ιερότητα είναι πολιτισμός καταδικασμένος στην ισοπέδωση και την εξαφάνιση. 
Ιερότητα πάλι δεν σημαίνει άρνηση της αλήθειας, απουσία κριτικής. Τα πρόσωπα δεν ταυτίζονται με τους θεσμούς. Τα λάθη τους, οι αποτυχίες τους, οι αμαρτίες τους είναι αναγκαίο να κρίνονται και να αντιμετωπίζονται κάτω από άπλετο φως.  Οφείλουμε όμως να διακρίνουμε την αληθινή αξία του θεσμού, την σημασία που η λειτουργία του έχει για την ομαλή πορεία μιας κοινωνίας στην πρόοδο και να αντιδιαστείλουμε όποιες παρεκτροπές των προσώπων, που είναι αυτονόητο ότι δεν εκφράζουν το πνεύμα ενός θεσμού. 
Σε ο,τι αφορά στον έρωτα, η αποϊεροποίησή του και ο ξεπεσμός του στο επίπεδό της σαρκικής απόλαυσης και μόνο, οφείλεται στην αποϊεροποίηση του ανθρώπινου σώματος. Το σώμα σήμερα θεωρείται κτήμα του ανθρώπου. Δεν θεωρείται άνθρωπος. Θεωρείται ότι ανήκει στο «έχειν» του ανθρώπου και όχι στο «είναι» του.  Ο,τι έχω είναι δικό μου, το κάνω ο,τι θέλω.  Αρα, μπορώ να το χρησιμοποιήσω κατά την βούλησή μου, και κυρίως, στην λογική της ικανοποίησης των επιθυμιών μου. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις των φεμινιστριών, οι οποίες αυτό ακριβώς επισημαίνουν, ακόμη και για την εγκυμοσύνη. Το σώμα τους ανήκει και αυτές θα κρίνουν αν θα πρέπει να κρατήσουν ένα παιδί ή όχι. 
Στο δικαίωμα αυτό έρχεται να συμβάλει ο φιλελευθερισμός και η μοντέρνα αστική δημοκρατία, η οποία στην ουσία είναι κυριαρχία των ολίγων που έχουν στα χέρια τους τα ΜΜΕ, την διαχείριση του χρήματος, αλλά και την δυνατότητα να συνασπίζουν κοντά τους ανθρώπους που κρίνουν με βάση το συμφέρον τους. Γι’ αυτό και στην σύγχρονη δημοκρατία η συζήτηση περί ηθικής είναι εντελώς υποκριτική. Το δόγμα «όλοι το ίδιο είναι» η αλλιώς, ο καβαφικός στίχος «Βλάπτουν και οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο» (« Ας φρόντιζαν») μαρτυρεί ότι η κοινωνία μας σήμερα δεν πορεύεται βάσει αρχών και αξιών, αλλά βάσει των ανθρώπινων ιδιοτελειών.  Ολα είναι δικαίωμα του καθενός, αρκεί να μη σε συλλάβουν να προκαλείς το κοινό αίσθημα, το οποίο κι αυτό διαμορφώνεται. Κι εδώ ισχύει ένας άλλος καβαφικός στίχος· « Αν ήμουν ακαλαίσθητος κι αν μυστικά το είχα προστάξει, θα έβγαζαν πρώτο οι κόλακες και το κουτσό μου αμάξι» («Εύνοια του  Αλεξάνδρου Βάλα»).  Επομένως, η συζήτηση δεν γίνεται για την ουσία της ηθικής, δηλαδή για το αν υπάρχει καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, συνείδηση ή όχι, αλλά για την επιφάνειά της.  Η δημοκρατία μας στηρίζεται στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι». 
Αρα, και η συζήτηση περί του έρωτα μένει αναγκαστικά στο επίπεδο του «φαίνεσθαι». Σιωπηρά ή ξεκάθαρα έχουμε αποδεχτεί ότι έρωτας είναι η σαρκική έκφραση επιθυμίας του ενός προς τον άλλο και όχι η αρχή της αγάπης. 
Το ανθρώπινο σώμα δεν είναι ιερό για την κοινωνία μας.  Η  Εκκλησία θεωρεί το σώμα ναό του Αγίου Πνεύματος, γιατί θεωρεί πως ο όλος άνθρωπος είναι ναός του  Αγίου Πνεύματος. Στο ανθρώπινο σώμα κατοικεί ο Θεός δια της Θείας Κοινωνίας, διδάσκει η  Εκκλησία.  Αρα, και το σώμα είναι δώρο του Θεού για να υπάρξει ο άνθρωπος, αποτελεί συνδημιούργημα Θεού και ανθρώπου, καρπό αγάπης, που οφείλουμε με αγάπη να του φερόμαστε, με σεβασμό να το αντιμετωπίζουμε και να ζητούμε γι’ αυτό όχι να υποτάσσεται στην επιθυμία, αλλά να συναντά με χαρά την ζωή. Και η ελευθερία του σώματος πηγάζει από την ελευθερία του ανθρώπου.  Οπως ο άνθρωπος χρειάζεται να βάζει ο ίδιος όρια στην ελευθερία του, έτσι βάζει και όρια στον τρόπο που το σώμα του βιώνει την ελευθερία. Αλλιῶς, θα ζούσαμε και σε μία ζούγκλα σωμάτων, όχι μόνο σε ζούγκλα ανθρώπων. 
Φαίνεται όμως πως πλέον οδηγούμαστε σε μία τέτοια ζούγκλα. Γιατί, καταργώντας τα όρια ή συμπνίγοντάς τα ουσιαστικά μέχρι το τέλος της παιδικής ηλικίας, στην ουσία οδηγούμαστε προς τα εκεί.  Ανήθικες και παράνομες πράξεις και καταστάσεις. Θεωρούνται σήμερα μόνο η παιδεραστία και ο βιασμός. Δηλαδή όπου δεν υπάρχει ολοκληρωμένη ικανότητα διαχείρισης της ελευθερίας, όπως στα παιδιά ή τους ανθρώπους που υποχρεώνονται σε ερωτικές πράξεις παρά τη θέλησή τους.  Η εφηβεία έχει εξαιρεθεί από τον χαρακτηρισμό «ανήθικος», «παράνομος», «ανίερος» σε ο,τι αφορά στον έρωτα.  Επιφύλαξη υπάρχει μόνο όταν οι έφηβοι λειτουργούν ερωτικά με πολύ μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους.  Αν είναι κοντά στην ηλικία τους ή στην ίδια και δεν υπάρχει φυσικός εξαναγκασμός, τότε όλα είναι δικαιώματα των εφήβων. 
Κάναμε όλη αυτή την μεγάλη αναφορά, γιατί θέλουμε να δείξουμε την υποκρισία της κοινωνίας και της εποχής μας. Παλαιότερα, θεωρούσαμε υποκριτικά πως δεν είναι δυνατόν να έχουμε ερωτικά σκιρτήματα στην εφηβεία η, αν τα αφήναμε να εκδηλωθούν, κινδυνεύαμε να αμαρτήσουμε και να χάσουμε την καθαρότητά μας, με αποτέλεσμα τον προσωπικό, ηθικό ή και, ενίοτε, τον κοινωνικό στιγματισμό. Σήμερα, φτάσαμε στο άλλο άκρο.  Ολα επιτρέπονται και είναι δικαίωμά μας, αρκεί να το θέλουμε και να προσέχουμε να μην κινδυνεύσει η υγεία μας.  Εξ ου και η μεγάλη διαφήμιση υπέρ των προφυλακτικών. 
Χωρίς να θέλω να είμαι απόλυτος, φοβάμαι ότι στην καταπιεσμένη πραγματικότητα που μεγαλώναμε η κινδυνολογία για τον έρωτα διέσωζε κάποιον σεβασμό στην ιερότητά του και, αν μη τι άλλο, απευθυνόταν με περισσότερο σεβασμό στην ελευθερία μας.  Εμεῖς καλούμασταν να επιλέξουμε αν θα εκδηλώναμε τον έρωτά μας ή όχι, και, κυρίως, μας αφηνόταν ένα περιθώριο να λειτουργήσουν τα συναισθήματά μας, τα καρδιοχτύπια μας, ποθούσαμε, αλλά και περιμέναμε ταυτόχρονα. Είχαμε γνώση των συνεπειών των επιλογών μας και λειτουργούσε το αίσθημα της ενοχής και η ανάγκη της μετάνοιας. 
Σήμερα, φοβάμαι πως ενώ οι έφηβοι λειτουργούν χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις στο θέμα του έρωτα, δεν έχουν πολλά περιθώρια ελευθερίας.  Ο,τι σου δίδεται ως δικαίωμα, αναρωτιέσαι εύλογα γιατί να μην το εξασκήσεις.  Αν μάλιστα, γνωρίζεις ότι όχι μόνο δεν υφίστασαι καμία συνέπεια, αλλά και γίνεσαι περισσότερο αποδεκτός από τους άλλους συνομηλίκους σου, ως «γόης», «επιτυχημένος εραστής», «κούκλος», «περιζήτητος» η, απλώς, «νέος της εποχής σου», τότε ο πειρασμός γίνεται ακόμη πιο μεγάλος. 
Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε ως γονείς στα παιδιά μας σε σχέση με τους εφηβικούς έρωτες; 
Κατ’ αρχάς θεωρώ πως είναι πολύ σπουδαίο να ενημερώσουμε τα παιδιά μας, θα έλεγα από την Δ´ – Ε´ Δημοτικού ακόμη, δηλαδή από την προεφηβική ηλικία, σχετικά με τις διαφυλικές σχέσεις. Με απλότητα, σοβαρότητα και αγάπη να τους τονίσουμε ότι το σώμα τους είναι συστατικό στοιχείο της ύπαρξής τους και ότι ο Θεός το έχει ευλογήσει, ώστε να μπορούν να ζούνε και να Τον δοξάζουνε μέσα από αυτό.  Οτι τους δόθηκε για να αγαπούνε τον συνάνθρωπο μέσα από την σκέψη, την καρδιά τους, τις αισθήσεις τους, κάθε τι.  Οτι ο έρωτας δεν είναι αμαρτία και κακό, αλλά ευλογία του Θεού. Μόνο που σε όλα οφείλουμε να βάζουμε κάποια όρια, όχι γιατί μ’ αυτά κάτι θα αλλάξει από πλευράς αισθήσεων, αλλά γιατί όλα απαιτούν μία ωριμότητα στη χρήση τους. 
Οταν τα παιδιά μας μπούνε στην εφηβεία, να επιμείνουμε στην αγάπη. 0 έρωτας είναι η βάση της αγάπης, αλλά χωρίς αυτήν δεν έχει ουσιαστικό νόημα. Να τονίσουμε ότι η θεοποίηση της επιθυμίας για τον άλλο και η δυνατότητα ικανοποίησής της, δεν αφήνουν περιθώριο στα συναισθήματα να ωριμάσουν, να δούμε άλλες πτυχές του ανθρώπου ο οποίος μας ενδιαφέρει.  Αν νοιάζεται, αν έχει ενδιαφέροντα στην ζωή του, αν καλύπτει αυτό που θέλουμε, αν έχει την ωριμότητα να κουβεντιάσει μαζί μας, να χαρεί την παρέα μας, να μας σεβαστεί. Το ίδιο και από την δική μας πλευρά. 
Ενα άλλο σημείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι το ότι έρωτας χωρίς ευθύνη δεν μπορεί να νοηθεί.  Η ευθύνη δεν βρίσκεται μόνο στην χρήση προφυλακτικών, αλλά στην δυνατότητα να μπορείς να ζήσεις για τον άλλο και να του προσφέρεις τον εαυτό σου. Το ίδιο χρειάζεται να συμβεί και από την δική του πλευρά. Ζω για τον άλλο σημαίνει ότι έχω την ανεξαρτησία να το κάνω, από τα μικρά και καθημερινά πρακτικά πράγματα, όπως είναι η δυνατότητα να του παρέχω τροφή, ενδυμασία, κατοικία, μέχρι τα πιο σπουδαία, να τον καλύψω συναισθηματικά, να τον ανεχτώ για τις αδυναμίες του, να του προσφέρω ασφάλεια.  Αν δεν υπάρχει αμοιβαιότητα σ’ αυτά, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για έρωτα πραγματικό και ολοκληρωμένο. 
Η έννοια του χρόνου και της ωριμότητας είναι εξίσου σπουδαία. 0 έφηβος χρειάζεται να καταλάβει ότι η ζωή είναι μπροστά του, ότι δεν θα πάθει τίποτε αν περιμένει προτού συνάψει σχέση και μάλιστα ολοκληρώσει και σωματικά στα πλαίσια της. Να κατανοήσει ότι υπάρχουν σπουδαιότερα στην εποχή της εφηβείας, που είναι η καταβολή κόπου, όπερ απαιτεί συγκέντρωση δυνάμεων και αφιέρωση, προκειμένου να βρει ο έφηβος την ταυτότητά του, να προχωρήσει στο σχολείο και στο Πανεπιστήμιο, να κάνει κάτι για τον εαυτό του, που θα τον βοηθήσει να βρει νόημα στην ζωή του. 
Αλλά και το συναίσθημα παίζει ρόλο στην εφηβεία. 0 έρωτας απαιτεί συναισθηματικό δόσιμο.  Ο κίνδυνος του πληγώματος είναι μεγάλος.  Οπως επίσης, και η ανωριμότητα που συναντούν οι έφηβοι στο άλλο φύλο.  Ιδίως οι κοπέλες πέφτουν θύματα της επιθυμίας των αγοριών να μεγαλώσουν, να φανούν μάγκες, να επιδειχθούν έναντι των φίλων τους ότι μπορούν και δεν είναι ανέραστοι και όλα τα άλλα τα οποία χαρακτηρίζουν την εφηβεία.  Επίσης, της φοβίας ότι δεν είναι αρκετά όμορφες ώστε να προσελκύουν αγόρια, ιδίως αν η σωματική τους εμφάνιση απέχει από αυτό το οποίο λέμε «ἔχω πέραση». Αυτό τις κάνει σήμερα να λειτουργούν επιθετικά προς τα αγόρια. Το ίδιο και τα αγόρια που έχουν ως πρώτη ερωτική εμπειρία την χυδαιότητα του πορνείου, που καταστρέφει την αίσθηση της ιερότητας και την δύναμη και τρυφερότητα του συναισθήματος. 
Ως γονείς οφείλουμε να κουβεντιάζουμε με τα παιδιά μας για τις παρέες που έχουν. Θα ήταν σπουδαίο μάλιστα αν παροτρύναμε τα παιδιά μας να μας γνωρίσουν τις παρέες τους, όχι για να τα ελέγξουμε, αλλά για να δούμε την ποιότητά τους και να προσέξουμε πως ακριβώς αντιδρούν τα παιδιά σ’ αυτές. Σπουδαίο θα ήταν να γνωρίζαμε και τους γονείς των φίλων των παιδιών μας. 
Εδώ παίζει ρόλο και το αξιακό σύστημα με το οποίο μεγαλώσαμε τα παιδιά μας.  Αν ξέρουν τα παιδιά μας ότι η σχέση των γονέων τους είναι σχέση γνήσιας αγάπης, ανοχής και υπομονής.  Αν καταλαβαίνουν ότι ο γάμος δεν σκότωσε τον έρωτά τους, αλλά τον έκανε δημιουργική αγάπη, ζωή, χαρά.  Αν βιώνουν κέφι στην οικογένεια, ζεστασιά, κοινή πορεία. Σπουδαίο όμως είναι και το αν δείξαμε και δείχνουμε αγάπη προς αυτά.  Αν τα αγκαλιάσαμε εγκαίρως στην παιδική τους ηλικία.  Αν παίξαμε μαζί τους.  Αν ξέρουν ότι τα αγαπούμε και είναι χορτάτα από την δική μας την αγάπη.  Αν τους το είπαμε και τους το λέμε ότι τα αγαπούμε.  Αν θέλουμε να λειτουργούμε και φιλικά μαζί τους και να ελέγχουμε τις αντιδράσεις μας, ώστε να μην επαναστατούμε και νευριάζουμε όταν μας λένε κάτι που δεν μας αρέσει. Και πρωτίστως, αν έχουμε την διάθεση να τα αφήσουμε και ελεύθερα και δεν λειτουργούμε υπερπροστατευτικά έναντί τους, που σημαίνει ότι δεν τα έχουμε εμπιστοσύνη. 
Πλαίσια και κανόνες σε ο,τι αφορά στις εξόδους τους και την συνέπεια στις υποχρεώσεις που έχουν τα παιδιά, βοηθούν ώστε οι εφηβικοί έρωτες να μην γίνουν αφορμή εκτροχιασμού των παιδιών από την πορεία τους στην ζωή και υπονόμευσης των δυνατοτήτων τους. Χωρίς να είμαστε υπερβολικοί, ας συμφωνούμε από πριν με τα παιδιά μας που θα είναι και πότε θα γυρίσουν, τηρώντας επακριβώς τα ωράρια και επιβάλλοντας ποινές εφαρμόσιμες, όπως στέρηση εξόδου για μία φορά, αφαίρεση τηλεφώνου για κάποιο διάστημα (εν επιγνώσει θεωρώ ότι το κινητό μάλλον βλάπτει παρά ωφελεί, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Γυμνασίου), κλείσιμο του υπολογιστή, προσφορά εργασίας στο σπίτι και συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, τον ιερέα, τον γονέα του φίλου η της φίλης του παιδιού μας. 
Η παρουσία του πνευματικού- ιερέα στη ζωή του παιδιού μας έχει αξία, ιδίως στην εφηβεία.  Ο πνευματικός δίνει μία πιο νηφάλια για το παιδί γνώμη στα όποια εφηβικά του σκιρτήματα και κυρίως, διατηρεί μία γέφυρα εμπιστοσύνης, την οποία πολλές φορές οι γονείς δεν έχουν την ευκαιρία να κρατήσουν, γιατί πονάνε λόγω του ότι είναι γονείς, για τυχόν αντίθετες με τις επιθυμίες τους συμπεριφορές του παιδιού. Γι’ αυτό αξίζει εγκαίρως να βρούμε για τα παιδιά μας πνευματικό, ο οποίος να μπορεί να κατανοήσει την ψυχοσύνθεσή τους και να δείξει σ’ αυτά ότι τα αγαπά, ανεξαρτήτως του «ορθού» ή του «λανθασμένου» της συμπεριφοράς τους. 
Η διδασκαλία της  Εκκλησίας για τον γάμο και την οικογένεια πρέπει να διδάσκεται στα παιδιά.  Οχι στην βάση της τρομοκρατίας και της ενοχής.  Αλλά στην βάση της ιερότητας των σχέσεων.  Οτι μία σχέση θα δώσει ζωή κι αγάπη στον άνθρωπο, εφόσον έχει την ευλογία του Θεού, όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά.  Αν τα παιδιά μας πιστεύουν στον Θεό, τότε θα προβληματισθούν και θα αγωνιστούν να κρατήσουν την ιερότητα του σώματός τους, σκεπτόμενα τον γάμο όχι ως λύτρωση των σαρκικών επιθυμιών, αλλά ως έκφραση της πραγματικής αγάπης που γίνεται ζωή, χαρά και δημιουργία. 
Οι έφηβοι που ασκούνται και εγκρατεύονται σήμερα είναι ήρωες και, θα έλεγα, μάρτυρες. Οι γονείς που μιλούν στα παιδιά τους για τον πνευματικό αγώνα και προσπαθούν να τους δώσουν μηνύματα στήριξης και αγάπης, δια της προσευχής και του διαλόγου, που δεν ενθαρρύνουν ανεξέλεγκτες σχέσεις, δεν τις θεωρούν δικαίωμα των παιδιών τους, αλλά προνόμιο αγάπης και υπομονής, επιλογή ωριμότητας και όχι αποτέλεσμα του «έτσι κάνουν όλοι», θα κρατήσουν τα παιδιά τους. Κι εκεί που δεν μπορούν οι ίδιοι, ας αφήσουν τον Θεό. Ξέρει τελικά Εκεῖνος για όλους.

Από το βιβλίο του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού “Η αγάπη είναι απλή μα θέλει κόπο” 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου