Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ἡ μηλιὰ μὲ τὰ χρυσὰ μῆλα



  Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.

Γιατὶ ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ᾿ τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ᾿ ἁρπάζαν καὶ σ᾿ ἀμπαροκλείδωναν στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ᾿ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ᾿ ὅλη τὴ γῆς, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoῦσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα -ὤπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς...
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ᾿ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ -χράπ! σοῦ ῾κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Κι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν᾿ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ -αὐτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δύο κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατὶ οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα χλωμίαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.


Τότες λοιπὸν ἐφύτρωσε ἕνα Μεγάλο Δέντρο, κοντὰ στὸν ψηλὸ τοῖχο ποὺ χώριζε τὴ μία χώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ πρωὶ ἦταν ὥσαμε μία βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν τὸν παπποῦ, τ᾿ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κούνια νὰ παίξεις.
Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα λουλούδια καὶ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!... Τρία ὁλόχρυσα ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ᾿ τὰ κλώνια του!
Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή, τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο -τί νὰ δοῦν;!...
Ἡ μηλιὰ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιά της στ᾿ ἄλλου!...
Ε, τότες ἦταν π᾿ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ᾿ τὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:
- Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾶ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ Σκληρόκαρδο, γιατὶ στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.
- Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!
- Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.
- Δική μου εἶν᾿ ἡ Μηλιά... Κλέφτη!, μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.
Κι ὅπως τ᾿ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ᾿ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ σηκώνει μία πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾶ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.
Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τὶς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.
Ἐκεῖ νά ῾σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανᾶ, ν᾿ ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ Στενόμυαλου.
Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ῾κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τὸ ῾βαλαν ἀπάνου σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς φοβᾶται.
Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες βάψανε τὰ φέσια τους κόκκινα. Κι ἀπὸ τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα ἔχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, γυρνᾶ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ δική του πιὰ τὴ Μηλιά...
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ πέσει.
Τότε χαλᾶ τὸν κόσμο στὶς φωνές.
Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Μὰ πουθενὰ χρυσὰ μῆλα.
Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.
Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.
Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ τοὺς χρυσοὺς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ᾿ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.
Γιατὶ τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ δική του Μηλιά, τὴ Μηλιὰ-ποὺ-κάνει-τὰ-Χρυσὰ-Μῆλα.

Πηγή:http://www.orthodoxfathers.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου