Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου



Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.

Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 330 στην Αριανζό, στο υποστατικό του πατέρα του κοντά στη Ναζιανζό, «στη μικρότερη από τις πόλεις» της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Ο πατέρας του, που στη νεότητά του ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων, ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα τού Γρηγορίου ήταν η κυριαρχούσα μορφή στην οικογένεια. Υπήρξε ο «δάσκαλος της ευσέβειας» για τον άνδρα της και «επέβαλε αυτή τη χρυσή αλυσίδα» στα παιδιά της. Και η κληρονομικότητα και η εκπαίδευσή του ενίσχυσαν τον συναισθηματισμό, την ικανότητα διεγέρσεως αισθημάτων, και την ικανότητα άμεσου εντυπωσιασμού του Γρηγορίου, καθώς και την αποφασιστικότητά του και τη δύναμη της θελήσεώς του. Διατηρούσε πάντα θερμές και στενές σχέσεις με τους συγγενείς του και συχνά τους θυμότανε.

Από τα παιδικά του χρόνια ο Γρηγόριος διακρίνονταν από μιά «φλογερή αγάπη για τη μελέτη». «Προσπαθούσα να κάνω τις ανήθικες επιστήμες να υπηρετήσουν τις καλές», έλεγε. Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων εκείνων, τα χρόνια σπουδής τού Γρηγορίου ήταν χρόνια περιπλανήσεως. 

Έλαβε πλήρη μόρφωση στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην πατρίδα του Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια, και τέλος στην Αθήνα. Ανέβαλλε το βάπτισμά του ως ότου έγινε ώριμος άνδρας.

Στην Αλεξάνδρεια ο Γρηγόριος είχε πιθανώς δάσκαλο τον Δίδυμο. Στην Αθήνα συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Βασίλειο, τον οποίον είχε νωρίτερα συναντήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, και ο οποίος ήταν ακριβώς στα χρόνια του. Ο Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια εκείνα στην Αθήνα με ευχαρίστηση: «Αθήναι και παίδευσις». Όπως έγραψε αργότερα, ήταν στην Αθήνα που αυτός, όπως ο Σαούλ, «ζήτησε τη γνώση και βρήκε την ευτυχία». Αυτή η ευτυχία ήταν η φιλία του με τον Βασίλειο, που του έδωσε περισσότερη χαρά και περισσότερο πόνο από οποιονδήποτε άλλον. «Γίναμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είμαστε ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, αδέλφια· η αγάπη μας για τη μάθηση ήταν ο μοναδικός σκοπός μας. Και η αγάπη του ενός για τον άλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τα είχαμε όλα κοινά, και είχαμε μια ψυχή που ήταν σε δυό χωριστά σώματα». Η ενότητά τους ήταν ενότητα εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι πειρασμοί των «βλαβερών Αθηνών» δεν τους απέσπασαν Ήξεραν μόνο δυο δρόμους. Εναν που οδηγούσε στην εκκλησία και τους θρησκευτικούς διδασκάλους τους. Και έναν άλλον που οδηγούσε στους διδασκάλους των κοσμικών επιστημών. Θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο πράγμα το να είναι και να ονομάζονται Χριστιανοί. «Είχαμε και οι δυο μια μόνη επιδίωξη, την αρετή, και ένα μόνο σκοπό, που ήταν να απαρνηθούμε τον κόσμο όσο θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα σ' αυτόν, και να ζούμε για τη μέλλουσα ζωή». Κατά την περίοδο αυτήν της ασκητικής ζωής σπούδασαν τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.

Ο Γρηγόριος παρέμεινε πάντα ένας «εραστής της παιδεύσεως». «Είμαι ο πρώτος των εραστών της σοφίας», έλεγε. «Τίποτε δεν προτιμώ περισσότερο από τις σπουδές μου, και δεν θέλω η Σοφία να με ονομάσει φτωχό δάσκαλο». Ονομάζει τη φιλοσοφία ως τον «αγώνα να κερδίσει κανείς ό,τι είναι πιο πολύτιμο από όλα». Σ' αυτήν περιλάμβανε και την «θύραθεν» παίδευση:

«παίρνουμε κάτι χρήσιμο για την ορθοδοξία μας ακόμα και από τις κοσμικές Επιστήμες. 'Από εκείνο που είναι κατώτερο μαθαίνουμε για κείνο που είναι ανώτερο, και μετατρέπουμε αυτήν την αδυναμία σε δύναμη της διδασκαλίας μας. Ο Γρηγόριος εξακολούθησε να υπερασπίζεται την πολυμάθεια και αργότερα στη ζωή του. «Καθένας που έχει μυαλό θα αναγνωρίζει ότι η "παίδευσις" είναι για μας "το πρώτον των αγαθών". Και δεν εννοώ μόνον την ευγενέστερη και δική μας (χριστιανική) παίδευση, η οποία περιφρονεί τον εξωραϊσμό και το μακρόσυρτο του λόγου και ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία και τη θεωρία του κάλλους, αλλά και την κοσμική (την «έξωθεν») παίδευση, την οποία πολλοί Χριστιανοί κακώς απεχθάνονται ως ψεύτικη, επικίνδυνη, και απέχουσα από του Θεού. Αλλά δεν θα προτάξουμε τη δημιουργία έναντι του Δημιουργού της. Η παίδευση δεν πρέπει να περιφρονείται, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα, θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι που έχουν τέτοια γνώμη είναι ανόητοι και αμαθείς. Θέλουν καθένας να είναι σαν κι αυτούς, ώστε μέσα στη γενική αμάθεια να μη φαίνεται η δική τους άγνοια». Αυτά ειπώθηκαν από τον Γρηγόριο στην κηδεία του Βασιλείου. Δεν ήθελε να ξεχάσει ποτέ τα μαθήματα των Αθηνών, και αργότερα κατήγγειλε τον Ιουλιανό τον Αποστάτη γιατί απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν ρητορική και κοσμικές Επιστήμες.

Στην Αθήνα ο Γρηγόριος είχε διδασκάλους τον Ιμέριον και τον Προαιρέσιον, ο οποίος ήταν πιθανώς Χριστιανός. Πιθανότατα δεν υπήρξε μαθητής του Λιβανίου. Σπούδασε αρχαία φιλολογία, ρητορική, ιστορία, και ιδιαίτερα φιλοσοφία. Το 358 ή 359 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο Βασίλειος είχε ήδη φύγει από την Αθήνα, και η πόλη είχε αδειάσει και είχε περιπέσει σε κατάπτωση. Ο Γρηγόριος βαφτίστηκε, και αποφάσισε να απαρνηθεί τη σταδιοδρομία του ρήτορος. Τον προσήλκυσε το ιδεώδες της σιωπής και ονειρευόταν την καταφυγή του στα βουνα ή την έρημο. Ήθελε να «έλθει σε στενή κοινωνία με τον Θεό και να φωτιστεί πλήρως από τις ακτίνες του Πνεύματος, χωρίς τίποτε το γήινο να σκιάζει ή να εμποδίζει το Θείο φως, και να προσεγγίσει την Πηγή της εξαίσιας λάμψεως και να σταματήσει όλες τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες. Με αυτόν τον τρόπο οι φαντασιώσεις μας αντικαθίστανται από την αλήθεια». Oι μορφές του Ηλία και του Ιωάννη του Βαπτιστή προκαλούσαν τον θαυμασμό του. Αλλά ταυτόχρονα νικήθηκε από «την αγάπη του για τα Θεία βιβλία και το φως του Πνεύματος, που αποκτάται με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Τέτοιες μελέτες είναι αδύνατες στη σιωπή της ερήμου». Εκτός, όμως, από αυτό, εκείνο που κράτησε τον Γρηγόριο μέσα στον κόσμο ήταν ότι αγαπούσε τους γονείς του και θεωρούσε καθήκον του να τους βοηθήσει. «Αυτή η αγάπη ήταν βαρύ φορτίο που με κρατούσε στη γη».

Ο Γρηγόριος εξακολουθούσε να ζει μια αυστηρή ασκητική ζωή ακόμα και μέσα στις κοσμικές διασπάσεις του πατρικού του σπιτιού. Προσπαθούσε να συνδυάσει μια ζωή αδέσμευτης (καθαρής) θεωρίας με μια ζωή προσφοράς στην κοινωνία, και περνούσε τον καιρό του με νηστεία, μελέτη του Λόγου του Θεού, προσευχή, μετάνοια, και αγρυπνία. Όλο και πιο πολύ τον τραβούσε η έρημος του Πόντου, όπου ο Βασίλειος ζούσε μια αυστηρή ασκητική ζωή. Καθώς πλησίαζε τον Θεό, ο Βασίλειος του φαίνονταν να «καλύπτεται με σύννεφα, όπως οι σοφοί άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης». Ο Βασίλειος κάλεσε τον Γρηγόριο να συμμεριστεί τους σιωπηλούς αγώνες του, αλλά ο Γρηγόριος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει αμέσως την επιθυμία του. Ακόμα και ύστερα η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Αργότερα αναλογίζονταν με χαρά και ανέμελη διάθεση το χρόνο που πέρασε στον Πόντο, μια χρονική περίοδο στερήσεων, αγρυπνίας, ψαλμωδίας, και μελέτης. Οι δυο φίλοι διάβασαν την Αγία Γραφή και τα έργα τού Ωριγένη καθώς τα χρόνια της μαθήσεώς τους συνεχίζονταν.

Οι σπουδές του Γρηγορίου τέλειωσαν όταν γύρισε από τον Πόντο. Ο πατέρας του, ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος, μόλις και με δυσκολία κατάφερνε να ασκεί τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Δεν είχε ούτε τα πνευματικά εφόδια ούτε τη δύναμη θελήσεως που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει τις λογομαχίες και αντιθέσεις που οργίαζαν ολόγυρά του. Χρειάζονταν κάποιον να τον βοηθήσει, και διάλεξε το γυιό του. Αυτό ήταν μια «τρομερή καταιγίδα» για τον νεώτερο Γρηγόριο. Ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος είχε εξουσία επάνω του και ως πατέρας του και ως επίσκοπός του. Και τώρα έδεσε το γυό του μαζί του με ακόμα πιο γερά πνευματικά δεσμά. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε βίαια και «παρά την θέλησή του» από τον πατέρα του. «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγάριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Τα αισθήματα πικρίας που είχε καταπραύνθηκαν με τον χρόνο.

Η χειροτονία του Γρηγορίου έγινε τα Χριστούγεννα του 361, αλλά γύρισε στη Ναζιανζό μόνο κατά το Πάσχα του 362. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρεσβύτερος διαβάζοντας το περίφημο κήρυγμά του που αρχίζει με τις λέξεις: «Αυτή είναι η ημέρα της αναστάσεως... Ας φωτιστούμε από αυτήν την εορτή». Σ΄ αυτό το κήρυγμα περιέγραψε το υψηλό ιδανικό που είχε για την ιερωσύνη. Ο Γρηγόριος είχε την αίσθηση ότι οι σύγχρονοί του ιεράρχες απείχαν πολύ από αυτό το ιδεώδες, αφού οι περισσότεροί τους έβλεπαν τή θέση τους ως «μέσον συντηρήσεως. Φαίνονταν ότι αναμένονταν λιγότερα από τους ποιμένες των ψυχών παρά από τους ποιμένες ζώων. Ήταν αυτή η συνείδηση των υψηλών απαιτήσεων από τους κληρικούς, που έκανε τον Γρηγόριο να επιχειρήσει να αποφύγει τα καθήκοντα που θεωρούσε ότι ήταν ανάξιος και ανίκανος να εκπληρώσει.

Ο Γρηγόριος παρέμεινε στη Ναζιανζό ως βοηθός του πατέρα του σχεδόν δέκα χρόνια, ελπίζοντας ότι θα τα κατάφερνε να αποφύγει να κληθεί να γίνει επίσκοπος. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Το 372, για μια ακόμα φορά χωρίς τη θέλησή του, ο Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Σασίμων, «ενός μέρους χωρίς νερό ή βλάστηση, χωρίς καμιά ευκολία, ενός πληκτικού και στενόχωρου μικρού χωριού. Υπάρχει σκόνη παντού, θόρυβοι αρμάτων, θρήνοι, στεναγμοί, πράκτορες, όργανα βασανισμού, και αλυσίδες. Οι κάτοικοι είναι περαστικοί ξένοι και πλάνητες».

Η πικρία που ο Γρηγόριος δοκίμασε με τη νέα αυτή τυραννική ενέργεια, που ήταν αντίθετη με την επιθυμία του να ζήσει σε απομόνωση, μεγάλωσε από το γεγονός ότι αυτή επικυρώθηκε από τον στενότερο φίλο του, τον Βασίλειο. Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη, και γιατί τον υποχρέωσε να εμπλακεί στον αγώνα του να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του. Ο Βασίλειος είχε συστήσει την επισκοπή Σασίμων για να ισχυροποίησει τη θέση του έναντι του Ανθίμου Τυανέων. «Με κατηγορείς για νωθρότητα και αδράνεια», έγραφε ο Γρηγόριος ενοχλημένος στον Βασίλειο, «γιατί δεν κατέλαβα τη θέση των Σασίμων, γιατί δεν δρω ως επίσκοπος, και γιατί δεν οπλίζομαι να πολεμήσω στο πλευρό σου κατά τον τρόπον που τα σκυλιά, όταν τους ρίξουν ένα κόκκαλο, μάχονται μεταξύ τους». Ο Γρηγόριος δέχτηκε την εκλογή του με λύπη και χωρίς να το θέλει. Υποχώρησα στη βία, όχι στις πεποιθήσεις μου». «Για μια ακόμη φορά καθαγιάστηκα και το Πνεύμα εκχύθηκε επάνω μου, και κλαίω πάλι και θρηνώ».

Η χαρά του Γρηγορίου γι' αυτήν τη φιλία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Πολύ αργότερα στην κηδεία του Πατέρα του παραπονιόταν, παρόντος του Βασιλείου, ότι «κάνοντάς με ιερέα με παραδώσατε στην ταραχώδη και επίβουλο αγορά των ψυχών, για να υποστώ τις δυστυχίες της ζωής». Επέπληξε τον Βασίλειο εντονότερα, λέγοντας: «Αυτό είναι το αποτέλεσμα των Αθηνών, η κοινή μελέτη μας, η ζωή μας κάτω από την ίδια στέγη, η συντροφιά μας στο ίδιο τραπέζι, η ομοψυχία των δυο μας, τα θαυμάσια της Ελλάδος, και οι κοινοί όρκοι μας να αρνηθούμε τον κόσμο. Όλα καταστράφηκαν! Όλα γκρεμίστηκαν! Ας χαθεί από τον κόσμο ο νόμος της φιλίας, αφού τόσο λίγο σέβεται τη φιλία». Ο Γρηγόριος τελικά πήγε στα Σάσιμα. αλλά. όπως παραδέχεται ο ίδιος, «δεν επισκέφτηκα την εκκλησία που μου δόθηκε, δεν λειτούργησα εκεί, δεν προσευχήθηκα με τον λαό, και δεν χειροτόνησα ούτε έναν κληρικό».

Ο Γρηγόριος επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από παράκληση του πατέρα του για να τον βοηθήσει στα επισκοπικά του καθήκοντα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διαποίμανση της ορφανεμένης εκκλησίας. Όταν τελικά μπόρεσε να ξεφύγει από το ποιμαντικό έργο του, «πήγε σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια της Ισαυρίας. Έμεινε στο ναό της Αγίας Θέκλας και αφιερώθηκε στην προσευχή και την πνευματική ενατένιση. Αλλά για μία ακόμα φορά η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Στη Σελεύκεια έμαθε τα νέα για το θάνατο του Βασιλείου, και αυτό το ειρηντκό διάλειμμα τέλειωσε όταν κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να μετάσχει στον αγώνα κατά των Αρειανών.

Όταν ο Γρηγόριος πήγε στην Κωνσταντινούπολη ως υπερασπιστής του Λόγου, ήταν για μια ακόμη φορά «χωρίς τη θέλησή του, αλλά με την πίεση των άλλων». Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη ήταν δύσκολο. «Η Εκκλησία είναι χωρίς ποιμένες, το καλό χάθηκε και το κακό είναι παντού. Είναι ανάγκη να πλέω τη νύχτα και δεν υπάρχουν φωτιές που να δείχνουν το δρόμο. Ο Χριστός κοιμάται. Η επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν για αρκετό καιρό στα χέρια των Αρειανών. Ο Γρηγόριος έγραψε ότι εκείνο που βρήκε εκεί «δεν ήταν ένα ποίμνιο, αλλά μόνο μικρά ίχνη και μικρά τμήματα ενός ποιμνίου, χωρίς τάξη και επίβλεψη».

Ο Γρηγόριος άρχισε το έργο του σ΄ ένα ιδιωτικό σπίτι, το οποίο αργότερα έκανε Εκκλησία και του έδωσε το όνομα "Ανάστασις» για να συμβολίζει την «Ανάσταση της ορθοδοξίας». Εδώ εξεφώνησε τους περίφημους «Πέντε θεολογικούς Λόγους» του. Ο αγώνας του με τους Αρειανούς ήταν συχνά βίαιος. Του επετέθηκαν κακούργοι να τον σκοτώσουν, η εκκλησία του υπέστη επιθέσεις από τους όχλους, πετροβολήθηκε ο ίδιος, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη. Το κήρυγμά του, όμως. δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. «Στην αρχή η πόλη επαναστάτησε», έγραφε. «Ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και ισχυρίζονταν ότι κήρυττα πολλούς θεούς και όχι έναν Θεό, γιατί δεν γνώριζαν την ορθόδοξη διδασκαλία κατά την οποία η Μονάδα θεωρείται ως τρία, και η Τριάδα ως ένα». Ο Γρηγόριος νίκησε με τη δύναμη της ρητορικής του, και προς τα τέλη του 380 ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος μπήκε στην πόλη και απέδωσε όλες τις εκκλησίες στους ορθοδόξους.

Ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να αγωνιστεί όχι μόνο κατά των Αρειανών, αλλά και κατά των υπερασπιστών του Απολλιναρίου. Αντιμετώπισε επίσης την αντίθεση ορθοδόξων ιεραρχών. Ιδιαίτερα του Πέτρου Αλεξανδρείας και των επισκόπων της Αιγύπτου. Αυτοί στην αρχή τον δέχτηκαν, αλλά υστέρα χειροτόνησαν παράνομα τον Μάξιμο τον Κυνικό ως επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα ο Γρηγόριος θυμόταν με πικρία την «Αιγυπτιακήν πληγήν» και την διπλοπροσωπία του Πέτρου. Ο Μάξιμος απομακρύνθηκε αλλά βρήκε για λίγο καταφύγιο στη Ρώμη από τον Πάπα Δάμασον. που είχε ελάχιστη γνώση για τα πράγματα της Ανατολής. Υπακούοντας σε απαίτηση του λαού, ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διεύθυνση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως ότου συγκληθεί μια Εκκλησιαστική σύνοδος. Θέλησε να αποτραβηχθεί, αλλά ο λαός τον έφερε πίσω: «Θα πάρεις μαζί σου την Αγία Τριάδα», του είπαν.

Στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, που άρχισε τον Μάϊο του 381 υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας, ο Γρηγόριος εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Και χάρηκε και λυπήθηκε για την τοποθέτησή του στην επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως, «η οποία δεν ήταν τελείως νόμιμη». Ο Μελέτιος πέθανε ενώ ακόμα η Σύνοδος συνέχιζε τις εργασίες της. Και ο Γρηγόριος τον αντικατέστησε ως πρόεδρος. Ο Γρηγόριος διαφώνησε με την πλειονότητα των Ιεραρχών πάνω στο θέμα του λεγόμενου «Αντιοχειανού Σχίσματος», και πήρε το μέρος του Παυλίνου. Η δυσαρέσκεια, που από καιρό αναπτύσσονταν εναντίον του, ξαφνικά ξέσπασε. Μερικοί κληρικοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ηπιότητά του, επειδή δεν είχε ζητήσει τη βοήθεια των πολιτικών Αρχών κατά των Αρειανών. Ο Γρηγόριος καθοδηγείτο πάντοτε από την αρχή ότι «το μυστήριο της σωτηρίας είναι για κείνους που το επιθυμούν, και όχι για κείνους που πιέζονται να το δεχτούν». Άλλοι ιεράρχες ενοχλήθηκαν από την έλλειψη ευελιξίας στις δογματικές πεποιθήσεις του, και ιδιαίτερα από την αδιάλλακτη ομολογία του για την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Άλλοι ακόμα θεωρούσαν ότι η διαγωγή του ήταν ανάρμοστη στην αξιοπρέπεια του βαθμού του. «Δεν ήξερα», έλεγε ο Γρηγόριος ειρωνικά, «ότι θα έπρεπε να ιππεύω ευγενή άλογα, ή να κάνω λαμπρή εμφάνιση καθισμένος πάνω σε άμαξα, ή ότι αυτοί που με συναντούν θα όφειλαν να μου φέρονται με δουλοπρέπεια, ή ότι όλοι θα έπρεπε να παραμερίζουν για μένα σαν να ήμουνα άγριο θηρίο». Ετέθη επίσης στη Σύνοδο το θέμα της νομιμότητος της μεταθέσεως του Γρηγορίου από τα Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτό ήταν μια πρόφαση για ραδιουργία εναντίον του. Με πολλή θλίψη και απογοήτευση ο Γρηγόριος αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκαταλείψει τη Σύνοδο. Ήταν πικραμένος γιατί άφηνε τον «τόπον της νίκης μας» και το ποίμνιό του, που το κέρδισε στην αλήθεια με τα έργα του και τους λόγους του. Αυτή η πικρία δεν τον άφησε ποτέ.

Εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Επέστρεψε στην πατρίδα εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά και γεμάτος με πικρές αναμνήσεις. «Δυο φορές έπεσα στις παγίδες σας και δυο φορές εξαπατήθηκα». Ο Γρηγόριος αναζήτησε ανάπαυση και απομόνωση, αλλά ακόμα μια φορά αναγκάστηκε να αναλάβει τη διαποίμανση της χειρεύουσας εκκλησίας της Ναζιανζού, «πιεζόμενος από τις περιστάσεις και φοβούμενος την επίθεση των εχθρών». Έπρεπε να πολεμήσει κατά των Απολλιναριστών οι οποίοι είχαν παράνομα ιδρύσει επισκοπή δική τους στη Ναζιανζό, και έτσι άρχισαν πάλι τις ραδιουργίες και τις διαμάχες.

Απεγνωσμένα ο Γρηγόριος ζήτησε από τον Θεόδωρο, μητροπολίτη Τυάνων, να τον αντικαταστήσει με έναν νέον επίσκοπο, και να πάρει από πάνω του αυτό το φορτίο που ήταν ανώτερο από τις δυνάμεις του. Αρνήθηκε να μετάσχει σε οποιαδήποτε πια σύνοδο. «Πρόθεσή μου είναι να αποφύγω όλες τις συνόδους Επίσκοπων, γιατί δεν έχω μέχρι τώρα δει ένα παραγωγικό αποτέλεσμα καμιάς συνόδου, ή καμιά σύνοδο που να μην έχει αυξήσει τα κακά αντί να τα μειώσει». Έγραφε στον Θεόδωρο, «χαιρετώ τις συνόδους και τις συνελεύσεις, αλλά μόνο εξ αποστάσεως γιατί έχω δοκιμάσει πολύ κακό απ΄ αυτές». Ο Γρηγόριος δεν απέκτησε αμέσως την ελευθερία του. Χάρηκε πάρα πολύ όταν ο εξάδελφός του Ευλάλιος εκλέχτηκε τελικά επίσκοπος Ναζιανζού, και αποσύρθηκε από τον κόσμο για να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του στη συγγραφή. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ' άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Τα λυρικά έπη που έγραψε στά γεράματά του είναι γεμάτα θλίψη. Ο Γρηγόριος πέθανε το 389 ή το 390.

-------------------------------------------------------------
π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, "Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα", μετάφρ. Παναγιώτου Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη.

Πηγή:http://paterikakeimena.blogspot.gr/2012/01/blog-post_24.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου