Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Ο Θείος έρως κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο




Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η πρώτη καί μεγάλη εντολή είναι η αγάπη πρός τόν Θεό καί η δεύτερη η αγάπη πρός τόν πλησίον. Δέν είναι δυνατόν νά αγαπά κανείς τόν Θεό καί νά μήν ενδιαφέρεται γιά τόν πλησίον του, αλλά ούτε νά αγαπά τόν πλησίον καί νά αγνοή τόν Θεό. Η ζωή τού Χριστιανού χαρακτηρίζεται από τήν κατακόρυφη διάσταση πρός τόν Θεό καί τήν οριζόντια μέ τούς ανθρώπους. Τό ενδιαφέρον γιά τούς ανθρώπους δέν προέρχεται από κάποια κοινωνική καί πολιτική ιδεολογία καί από έναν ουμανιστικό αλτρουϊσμό, αλλά είναι έκφραση τής αγάπης πρός τόν Θεό καί τήν αίσθηση τής αγάπης τού Θεού πρός τόν άνθρωπο.

Μεγάλη σημασία στήν Χριστιανική ζωή έχει η αγάπη πρός τόν Θεό. Όποιος αγαπά τόν Θεό αγαπά καί ό,τι αγαπά ο Θεός. Αυτήν τήν αγάπη οι άγιοι Πατέρες τήν ονομάζουν έρωτα, καί, γιά νά τόν αντιδιαστείλουν από κάθε άλλο ψευδή έρωτα, κάνουν λόγο γιά θείο έρωτα. Σέ αυτόν τόν θείο έρωτα αναφέρεται πολλές φορές ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καί παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά του. Θά γίνη μιά μικρή αναφορά σέ αυτό τό θέμα γιά νά φανή καί εδώ ο συνδυασμός μεταξύ νηπτικότητας καί κοινωνικότητας πού παρητηρείται στήν διδασκαλία του.

Κατ αρχάς ομιλεί γιά τήν αγάπη τού Θεού πρός τόν άνθρωπο. Ένα από τά πιό χαρακτηριστικά χωρία του είναι εκείνο πού αναφέρεται στό έργο τού Χριστού. Θέτει στό στόμα τού Χριστού νά λέγη στόν άνθρωπο: «εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, πάν όπερ άν θέλης εγώ μηδενός εν χρεία καταστής…. εγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή, καί αδελφός, καί αδελφή, καί μήτηρ, πάντα εγώ μόνον οικείως έχε πρός εμέ. Εγώ πένης διά σέ καί αλήτης διά σέ επί σταυρού διά σέ επί τάφου διά σέ άνω υπέρ σού εντυγχάνω τώ Πατρί, κάτω υπέρ σού πρεσβευτής παραγέγονα παρά τού Πατρός. Πάντα μοί σύ, καί αδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;».

Σέ κάποια άλλη ομιλία του, μιλώντας γιά τήν επιθυμία τού Θεού νά μάς συνάψη μαζί Του, χρησιμοποιεί τήν εικόνα τού εραστού καί ονομάζει τόν Θεό εραστή. Ο Θεός ομοιάζει «καθάπερ τις εραστής σφοδρός, μάλλον δέ παντός εραστού σφοδρότερος ών». Ο Χριστιανός πού αποκτά αυτήν τήν αίσθηση τής αγάπης τού Χριστού, αγαπά περισσότερο τόν Θεό καί αυτή η αγάπη λέγεται έρως.

Στίς ομιλίες του κάνει λόγο γιά τόν έρωτα στά ανθρώπινα πράγματα καί πολλές φορές τόν συγκρίνει καί τόν αντιπαραβάλλει μέ τόν θείο έρωτα, τόν έρωτα πρός τόν Θεό.

Εκείνος πού ευφραίνεται μέ τόν Θεό αποβάλλει κάθε «βιωτικήν ηδονήν». Στήν πραγματικότητα υπερβαίνει τήν εγκόσμια ηδονή μέ τήν θεία ηδονή καί, όταν έχη αυτήν τήν ηδονή, δέν θέλει νά αισθάνεται άλλη σωματική καί εγκόσμια ηδονή.

Ο θείος έρωτας δέν είναι ανθρωπίνης προέλευσης, αλλά θεϊκής, γι αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί γιά τρώση τού ανθρώπου από τόν Θεό: «Ο γάρ τρωθείς τώ πρός τόν Θεόν πόθω…». Επομένως, ο θείος έρωτας δέν είναι ψυχολογικής προελεύσεως, ούτε αναμεμειγμένος μέ τόν σωματικό έρωτα, αλλά είναι ενέργεια τής Χάριτος τού Θεού, είναι άλλης προελεύσεως, είναι αποτέλεσμα τής καθαρότητος τού ανθρώπου καί τής αρπαγής τού νού του από τόν Θεό.
Υπάρχουν πολλές μορφές μέ τίς οποίες εκφράζεται ο έρωτας τού ανθρώπου πρός τόν Θεό. Μιά τέτοια μορφή είναι ο πόθος. Ο άνθρωπος αισθάνεται αφόρητο πόθο πρός τόν Θεό καί θέλει νά ενωθή μαζί Του, όπως τό είδαμε στό χωρίο πού παραθέσαμε πρό ολίγου: «Ο γάρ τρωθείς τώ πρός τόν Θεόν πόθω…». Ο θείος αυτός έρωτας είναι μιά «κατάσχεση»-κυρίευση από τόν πόθο τής ουράνιας Ιερουσαλήμ καί έρωτας τών αιωνίων αγαθών.

Ο πόθος αυτός εκφράζεται μέ πύρ - φωτιά. Ο άνθρωπος πού αγαπά τόν Θεό αισθάνεται μέσα του μιά φλόγα πού κατακαίει τήν καρδιά του. Σέ μιά ομιλία του αναφέρεται σέ αυτήν τήν πραγματικότητα. Λέγει: «Επειδάν τις πυρωθή τώ πρός τόν Θεόν πόθω,…». Τά λόγια τού Ψαλμωδού: «Εδίψησέ σε η ψυχή μου» θεωρούνται «πεπυρωμένης ψυχής ρήματα».

Τό πνευματικό αυτό πύρ τού έρωτος δημιουργεί θερμότητα στήν καρδιά. «Η γάρ τού πυρός εκείνου θερμότης εις τήν ψυχήν εισιούσα» διώχνει κάθε νωθρότητα καί κάνει τόν άνθρωπο νά περιφρονή όλα τά εγκόσμια. Ο άνθρωπος αυτός ζή διαρκώς μέ κατάνυξη καί δάκρυα «πηγάς συνεχείς αφιείς δακρύων, καί πολλήν εντεύθεν καρπούμενος τήν ηδονήν». Τά πεπυρωμένα αυτά δάκρυα ενώνουν τόν άνθρωπο μέ τόν Θεό, μέ αποτέλεσμα, ενώ κατοικεί μέσα στίς πόλεις, νά αισθάνεται ότι βρίσκεται στά όρη καί τά βουνά καί «ουδένα τών παρόντων ορών,...». Πρόκειται γιά μιά προσωπική του ασφαλώς εμπειρία.

Ερμηνεύοντας τό χωρίο τού ψαλμού «ερώ τώ Θεώ, αντιλήπτωρ μου εί», λέγει ότι τά ρήματα αυτά είναι ρήματα «ψυχής γάρ ζεούσης καί θερμής καί διακαιομένης υπό τού πόθου».

Ο θείος αυτός έρως είναι συνεχής καί αδιάλειπτος, «ακμάζει διηνεκώς καί ανθεί» καί δέν γνωρίζει γεράματα, ούτε δέχεται τήν παλαιότητα, ούτε κάποια μεταβολή καί τροπή τού μέλλοντος. Οι άγιοι διακατέχονταν από αυτόν τόν θείο έρωτα καί γι αυτό δέν αισθάνονταν κατάνυξη μιά, δυό ή τρείς ημέρες, «αλλά καί διηνεκώς καί καθ εκάστην ημέραν ερώντες διετέλουν μετ ευλαβείας, καί τήν αγάπην επέτεινον».

Ένας τέτοιος πνευματικός έρωτας δέν είναι ανυπόστατος καί απρόσωπος, αλλά συνδέεται στενά μέ τό πρόσωπο τού Χριστού. Εκείνος πού θά καταληφθή από αυτόν τόν πόθο δέν βλέπει κανένα άλλον, «αλλά διηνεκώς εκείνον φαντάζεται τόν ποθούμενον, καί εν νυκτί, καί εν ημέρα, καί κοιταζόμενος, καί διανιστάμενος». Ο θείος αυτός έρωτας δέν έχει μεταπτώσεις, αλλά είναι «άπειρος, ατελεύτητος».

Η αγάπη - έρωτας πρός τόν Θεό έχει καί πολλές συνέπειες γιά τόν ερωμένο, αφού μετατρέπει ολόκληρη τήν ύπαρξή του καί τήν φέρει σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό, καί ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται ναός τού Παναγίου Πνεύματος.

Εκείνος πού ευφραίνεται μέ τόν Θεό αποβάλλει κάθε «βιωτικήν ηδονήν». Στήν πραγματικότητα υπερβαίνει τήν εγκόσμια ηδονή μέ τήν θεία ηδονή καί, όταν έχη αυτήν τήν ηδονή, δέν θέλει νά αισθάνεται άλλη σωματική καί εγκόσμια ηδονή. Αυτή η θεία ηδονή καθιστά τόν άνθρωπο «μετάρσιον» καί «πρός ουρανόν πτεροί» αυτόν.

Έπειτα, εκείνος πού καταλαμβάνεται από αυτόν τόν έρωτα καί τρέφεται μέ τίς ελπίδες τών αιωνίων αγαθών δέν καταποντίζεται σέ κανένα από τά παρόντα, ούτε παρασύρεται από τά λυπηρά τού παρόντος βίου. Η ψυχή πού πυρώνεται από τό θείο πύρ δέν επιθυμεί τίποτε τό εγκόσμιο. «Όταν πυρωθή ψυχή τώ πυρί τώ θείω, πρός ουδέν τών εν τή γή λοιπόν ορά, ου πρός δόξαν, ου πρός αισχύνην, αλλ ενός εστι μόνου, τής κατεχούσης αυτήν φλογός». Μάλιστα σέ μιά άλλη ομιλία του κάνει λόγο γιά τό ότι, όταν η ψυχή τού ερωμένου βαφή γνησίως από τόν θείο έρωτα, τότε «πρός ουδέν επιστρέφεται τών παρόντων».

Ακόμη, εκείνος πού αγαπά τόν Θεό τηρεί τίς εντολές Του όχι από τόν φόβο καί τήν απειλή τής κολάσεως, ούτε από τήν υπόσχεση τής Βασιλείας τών Ουρανών, αλλά «διά τόν νομοθετήσαντα», γιά τήν αγάπη τού νομοθέτου.

Όλες αυτές οι εκφράσεις πού χρησιμοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καί η ανάλυση τού θείου έρωτος, πού κάνει σέ διάφορες ομιλίες του πρός τό ποίμνιό του, δείχνουν ότι ο ίδιος είχε καταληφθή από αυτόν τόν θείο πόθο καί τόν πνευματικό έρωτα, η ψυχή του καί όλη η ύπαρξή του ήταν πεπυρακτωμένη από τό πνευματικό καί ουράνιο πύρ έτσι εξηγείται η όλη δράση του, αλλά καί οι ομιλίες του πού είναι απαύγασμα αυτού τού ουρανίου πόθου. Συγχρόνως δείχνει ότι μέ αυτό τό πρίσμα καί μέ αυτό τό «πνεύμα» ήθελε νά διαπαιδαγωγήση τούς Χριστιανούς, ακόμη καί αυτούς πού κατοικούσαν μέσα στίς πόλεις καί εργάζονταν τά συνήθη επαγγέλματα στούς οποίους συνήθως ομιλούσε. Γνώριζε ότι μέσα από τόν θείο έρωτα μπορεί νά αντιμετωπισθούν κατά τόν καλύτερο τρόπο όλα τά προσωπικά καί κοινωνικά προβλήματα.


πηγή:http://www.parembasis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου