Παρά τας πηγάς των υδάτων
Ο Όσιος Ιωάννης, ο ονομαζόμενος Καλυβίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 460. Ο πατέρας του ήταν ένας πολύ πλούσιος άρχοντας και τον έλεγαν Ευτρόπιο. Είχε το αξίωμα του στρατηλάτου και του συγκλητικού. Η δε μητέρα του ονομαζόταν Θεοδώρα. Ήσαν ευσεβείς και οι δύο και διακρίνονταν, όχι μονάχα για την κοινωνική τους θέση, αλλά και τα χριστιανικά τους αισθήματα προς τους συνανθρώπους των. Αυτοί απέκτησαν τρία παιδιά. Στα δύο πρώτα τους δώσανε μεγάλα και λαμπρά αξιώματα, ώστε να ζήσουν μια ζωή ευτυχισμένη κατά κόσμο. Ο τρίτος, ο μικρότερος, ο λεγόμενος Ιωάννης, έμεινε κοντά στους γονείς του και φρόντιζε με πόθο πολύ και με λαχτάρα να σπουδάσει τα Ιερά γράμματα.
Ήθελε να πλουτίσει τις γνώσεις του με αυτά και να μήνη μακριά από τα πλούτη και τα κοσμικά αξιώματα.
Ποθεί την τελειότητα
Εκείνη την εποχή κάποιος Μοναχός, από το Μοναστήρι των Ακοιμήτων, που ήταν κοντά στη Βηθυνία, ποθούσε να πάει στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και πέρασε και από την Κωνσταντινούπολη για μια υπόθεση του. Το σπίτι, που έμενε προσωρινά ο Μοναχός, ήταν κοντά στο σπίτι του μικρού Ιωάννη. Μόλις τον είδε ο Ιωάννης, τον ρώτησε από που ήταν και που πήγαινε. Ο ζήλος του ήταν τόσος, που, ο Μοναχός τον θαύμασε και του είπε όλη την αλήθεια καθώς και του δίδαξε όσα ήθελε να μάθει για το Μοναστήρι και την τάξη των Μοναχών. Ο Ιωάννης παίρνει ιδιαιτέρως τον Μοναχό και τον παρακαλεί θερμά, όταν επιστρέψει στο Μοναστήρι των Ακοιμήτων, να τον πάρει κι’ αυτόν μαζί του, αλλά κρυφά, δίχως να το μάθουν οι γονείς του. Διότι του είπε ότι πίστευε, πως αυτό (να γίνει Μοναχός) είναι η αληθινή δόξα και τιμή και ο Αρραβώνας, για την μέλλουσα ζωή και μακαριότητα.
Το δώρο
Ενώ, λοιπόν, ζούσε μέσα σ’ αυτόν τον πνευματικόν κόσμο, σκέφτηκε μέσα του: Πριν φύγω από τον κόσμο, ας ζητήσω κάποια ευλογία από τους γονείς μου. Θα τους ζητήσω να έχω από τα χέρια τους ένα Ευαγγέλιο ως ενθύμιο και να μπορέσω να μάθω το θέλημα του Χριστού μου και τον Νόμον Του και να ζήσω σύμφωνα με αυτό. Τότε το Ευαγγέλιο ήτανε χειρόγραφο και δεν μπορούσε εύκολα κανείς να το αποκτήσει. Έτσι το ζήτησε από την Μητέρα του και αυτή με πολύ χαρά του υποσχέθηκε πως θα το πει στον πατέρα του να του φτιάξουν ένα. Ο πατέρας του αμέσως μόλις το έμαθε φώναξε έναν άριστο καλλιγράφο και επιτήδειο βιβλιοδέτη, ο οποίος έγραψε το Ευαγγέλιο, βάζοντας όλη του την τέχνη.
Του έδωσε δε πεντακόσια χρυσά φλουριά να το χρυσώσει και να το διακοσμήσει από έξω και από μέσα. Όταν το τελείωσε, κάλεσε τον υιό του, τον Ιωάννη και του λέγει;
—Πάρε, παιδί μου, το Ιερό τούτο Ευαγγέλιο και να γνωρίζεις, ότι για την αγάπη σου εξόδεψα και το στόλισα με χρυσάφι και με πολύτιμα πετράδια.
Ο Ιωάννης μόλις έλαβε το Ευαγγέλιο, πέταξε από τη χαρά του και αφού το ασπάστηκε ευλαβικά, φίλησε τα χέρια του πατέρα του και της μητέρας του. Από τη στιγμή εκείνη το έφερνε πάντοτε μαζί του και το μελετούσε με μεγάλο πόθο, δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τους γονείς του, διότι πραγματοποίησαν τον πόθο του.
Το τέχνασμα
Περίμενε τώρα, από ώρα σε ώρα, να επιστρέψει ο αββάς από τα Ιεροσόλυμα, δια να αναχωρήσουν. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο αββάς και τον είδε ο Ιωάννης, χάρηκε πολύ.
Ακολούθως, ο Ιωάννης με τον αββά κατέβηκαν κρυφά κάτω στην παραλία και αφού βρήκαν πλοίο ζήτησαν να μάθουν από τον πλοίαρχο πόσα λεφτά ήθελε για να τους πάει στο Μοναστήρι των Ακοιμήτων. Αυτός τους ζήτησε 100 φλουριά. Αλλά τα χρήματα ήταν πολλά και δεν τα είχαν ούτε ο Μοναχός, ούτε ο Ιωάννης. Περίμενέ μας, του λέγει ο Άγιος, και εγώ σε τρεις ημέρες θα σου δώσω τα ναύλα σου. Έτσι πήγε ο Άγιος και ζήτησε 100 φλουριά από την μητέρα του γιατί στο σχολείο τον φίλεψαν πολλές φορές οι φίλοι του, όμως αυτός ποτέ δεν δοκίμασε να το κάνει αυτό. Η μητέρα του, του υποσχέθηκε πως θα το πει στον πατέρα του και θα του δώσουν τα λεφτά για αυτό τον λόγο. Όταν γύρισε ο πατέρας από τα ανάκτορα του είπε η σύζυγος του την επιθυμία του μικρού τους παιδιού και εκείνος με πολύ χαρά του έδωσε τα λεφτά καθώς και ένα υπηρέτη για συνοδό. Ο Άγιος τότε κατευθύνθηκε στον πλοίαρχο του έδωσε τα λεφτά και του είπε ότι μόλις ο καιρός είναι κατάλληλος για να φύγουν να τους κάνει σήμα αλλά να το κρατήσει μυστικό. Την άλλη ημέρα λέγει ο Άγιος Ιωάννης:
—Ας πάμε στο γιαλό, να αγοράσουμε ψάρια.
Αφού κατέβηκαν στο γιαλό, με την βοήθεια του Θεού, έγινε καιρός ευνοϊκός και φυσούσε καλός άνεμος. Ο πλοίαρχος στεκόταν στο πλοίο και παρατηρούσε, μήπως και τους δει από πουθενά να έρχονται. Μόλις τους είδε από μακριά, τους έκανε νόημα για να πάνε προς τα εκεί. Εκείνοι, σαν είδαν τον καλό καιρό και τον πλοίαρχο να τους περιμένει για να αναχωρήσουν, σκέπτοντο πως να παραπλανήσουν τον υπηρέτη και να τον απομακρύνουν, για να μπουν στο πλοίο και να φύγουν.
Τότε λέγει ο Ιωάννης προς τον υπηρέτη, για να τον παραπλανήσει.
—Πετάξου, σε παρακαλώ, μια στιγμή στο Σχολείο να δεις τι κάνουν οι συμμαθητές μου και να επιστρέψεις πάλιν.
Ο υπηρέτης τράβηξε αμέσως κατά το Σχολείο, για να εξετάσει, όπως του είπαν. Αυτοί, όμως, αμέσως ανέβηκαν στο πλοίο, άνοιξαν πανιά και αναχώρησαν.
Τον αναζητούν
Γυρίζει ο υπηρέτης από το Σχολείο, άρχισε να τον ψάχνει μέχρι που έπεσε η νύχτα. Το βράδυ κατάκοπος επέστρεψε στο σπίτι, για να αναγγείλει στην μητέρα του Οσίου τα όσα συνέβησαν. Η μητέρα του, ταράχθηκε. Φοβήθηκε μήπως έπαθε κάτι κακό και αμέσως απέστειλε και άλλους υπηρέτες, δια να αναζητήσουν και να βρουν το παιδί της. Εκείνοι, αφού όργωσαν κυριολεκτικά ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη και δεν τον συνάντησαν πουθενά. Τότε οι γονείς του άπαρηγόρητοι άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν.
Στο Μοναστήρι των Ακοιμήτων
Εν τω μεταξύ το πλοίο, που μετέφερε τον Άγιο Ιωάννη με τον αββά, έφθασε έπειτα από τρεις ημέρες εις την Ιερά Μονή των Ακοιμήτων. Βγήκανε από το πλοίο, ήρθαν στο Μοναστήρι και πρώτα πήγαν στην Εκκλησία, για να προσκυνήσουν και να ασπαστούν τις Άγιες Εικόνες. Κατόπιν, επήγαν και έβαλαν μετάνοια στον Ηγούμενο και του φίλησαν το χέρι. Ο αββάς διηγήθηκε στον Ηγούμενο όλα τα σχετικά με τον Ιωάννη, ότι δηλ. κατάγεται εξ ευγενών γονέων και ότι έχει μεγάλο πόθο να λάβει το Αγγελικό Σχήμα. Ο Ηγούμενος, μόλις είδε τον Ιωάννη τόσον νέον, τον θαύμασε, αλλά εξεδήλωσε και τις αμφιβολίες του. Επειδή ήταν πολύ μικρός στην ηλικία. Όμως όταν είδε την επιμονή και την αγάπη του Ιωάννη να λάβει το Αγγελικό Σχήμα τον λυπήθηκε. Τον έκαμε Μοναχό και τον έντυσε το Αγγελικό Σχήμα και τον ευλόγησε.
Στάδιον ασκήσεως
Ποιός μπορεί να περιγραφή τις νηστείες, την εγκράτεια, την αγρυπνία, τις ολονύκτιες δεήσεις και προσευχές, τα δάκρυα και τις άλλες αρετές; Με λίγα λόγια τους έφτασε όλους εις την άσκηση και ξεπέρασε τους παλαιούς Μοναχούς σε κάθε αρετή. Εκάθησε ο Όσιος τρία χρόνια στο Μοναστήρι των Ακοιμήτων και από την πολλή εγκράτεια και την νηστεία έγινε αγνώριστος. Τον θαύμαζαν δε όλοι στο Μοναστήρι. Ο Ηγούμενος όμως, τον καθοδηγούσε και τον συμβούλευε.
Ο Ιωάννης έτρωγε μονάχα την Κυριακή, αφού μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, έπειτα έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό.
Ο πειρασμός
Βλέποντας, όμως, αυτά ο φθονερός διάβολος, δεν μπορούσε να υποφέρει, να καταπατιέται και να περιπαίζεται από έναν τέτοιον νέον και να νικάτε από έναν άνθρωπο. Γι’ αυτό, βάζει μέσα στην καρδιά του Άγιου την ενθύμηση των γονιών του και την επιθυμία να πάει να τους δει. Ήθελε να τον κάμει να παραβεί την Μοναχική αρετή της αποταγής και να πέσει στην φιλοσυγγένεια. Κάθε φορά, που του έφερνε τέτοιους λογισμούς, σηκωνόταν επάνω και προσευχόταν. Η φιλοστοργία του εξερράγη ακατάσχετη κυρίως, όταν πληροφορήθηκε, ότι η μητέρα του ήταν απαρηγόρητη για την εξαφάνιση του, ο δε πατέρας του το έριξε έξω, ζώντας ζωή κοσμική και ξοδεύοντας τα πλούτη του σε ματαιότητες και διασκεδάσεις.
Θέλησε να πάει κοντά τους, για να φέρει παρηγοριά στη μητέρα του, αλλά και να συντελέσει και στη μετάνοια του πάτερα του. Σκέφτηκε να επιστρέψει να ζήσει κοντά τους, χωρίς να φανερωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπον και τους γονείς του θα ωφελούσε ψυχικά περισσότερο με το δικό του παράδειγμα, αλλά και τον διάβολο θα νικούσε, πολεμώντας την επιθυμία, που του άναψε.
Ο αποχαιρετισμός
Ο Ηγούμενος, σαν ενάρετος και θεοφώτιστος άνθρωπος που ήταν, με την Χάριν του Χριστού, προείδε το μέλλον του Οσίου Ιωάννου και του επέτρεψε να πάει πίσω.
Τον λυπήθηκε και δάκρυσε, διότι τον αγαπούσε πολύ για τις αρετές του. Την επομένη ημέρα εσύναξε όλους τους Μοναχούς και τους ασκητές του Μοναστηρίου και έκαμαν Παράκληση εις τον Θεό υπέρ αυτού, δια να του δώσει δύναμιν και νίκη κατά του διαβόλου.
Έφυγε μετά τον χαιρετισμό με δάκρυα στα μάτια ο Άγιος. Όταν έφθασε στα μισά του δρόμου, ευρίσκει έναν πτωχό Μοναχό με παλαιά ράσα τους ζήτησε να βαδίσουν μαζί και του έδωσε τα δικά του ράσα και αυτός ο μακάριος πήρε τα παλιά ράσα. Όταν έφτασαν στο δρόμο όπου θα αποχωρίζονταν ευχήθηκαν ο ένας τον άλλον.
Η καλύβα
Ο Όσιος, όταν έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και είδε από μακριά το πατρικό του σπίτι. Όταν έφθασε στην πόρτα του σπιτιού του, ήταν πολύ αργά. Ήταν νύχτα κατασκότεινη.
Έπεσε τότε με το πρόσωπο στη γη και κλαίγοντας και προσευχόταν στον Κύριο να μην τον εγκαταλείψει. Την επόμενη μέρα το πρωί άνοιξε την πύλη ένας υπηρέτης και τον είδε τον Όσιο. Δεν κατάλαβε τον αφέντη του και προσπάθησε να τον διώξει.
Ο Όσιος όμως του είπε:
—Σε παρακαλώ, άνθρωπέ μου, για την αγάπη του Χριστού, άφησέ με εδώ σε μια γωνιά να παραμείνω και δεν θα σε εμποδίζω σε τίποτε. Να είσαι δε βέβαιος, πως θα έχεις μισθό από τον Δεσπότη Χριστό, διότι σώθηκε ένας πτωχός σ’ αυτή την αυλή.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, εκείνος τον ευσπλαγχνίσθηκε και τον άφησε να καθίσει σε μια γωνιά της αυλής.
Όταν ξύπνησαν οι γονείς του το πρωί και τους είδε ο Ιωάννης, αμέσως γέμισαν τα μάτια του δάκρυα και είπε μέσα του:
—Να, Ιωάννη, που είδες και τους γονείς σου με την δύναμη του Χριστού και Θεού σου, αλλ’ όμως αγωνίζου να καταπατήσεις τις ενέδρες και τις μεθοδείες του διαβόλου.
Βγαίνοντας, κατόπιν, ο πατέρας του, είδε τον Όσιο, φτωχό, ξεσχισμένο και ταλαιπωρημένο. Τον λυπήθηκε και του λέγει:
—Από που είσαι, φτωχέ μου άνθρωπε;
Ο Όσιος αποκρίθηκε προς τον πατέρα του:
—Ξένος είμαι και παρακαλώ την ευγένεια σου να μη με σιχαθείς, αλλά κάμε έλεος και άφησέ με να παραμένω εδώ κοντά στην εξώπορτα. Ο πατέρας του, ήταν πονόψυχος, η φρόνησης δε των λόγων του και η φυσιογνωμία του τον επέβαλαν στον πατέρα του.
Γι’ αυτό του λέγει:
—Έλα μέσα στην αυλή και κάθισε σε ένα δωμάτιο.
—Όχι. Και εδώ, που είμαι, καλά είμαι, του απαντά ο Ιωάννης. Μόνον, σε παρακαλώ αφού έχεις την καλοσύνη, να δώσεις εντολή σε ένα υπηρέτη, να μου φτιάξη μια καλύβα εκεί σε μια άκρη της αυλής.
Ο Ευτρόπιος διέταξε τότε και του έκαμαν την επιθυμία του. Το βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι του, μίλησε στη σύζυγο του γι’ αυτόν και της είπε:
—Πολύ λυπούμαι αυτόν τον φτωχό καλόγηρο, ο οποίος είναι έξω στη θύρα και υποφέρει τόσο ψύχος μέσα στη βαρυχειμωνιά. Ίσως όμως να τον έστειλε ο Θεός, για να σωθούμε και μείς, με τις προσευχές του.
Τον σιχαίνεται η μητέρα του
Μια ημέρα, που ήθελε η μητέρα του να βγει έξω, έτυχε ο Όσιος Ιωάννης να κάθεται έξω από την καλύβα. Μόλις τον είδε εκείνη είπε στους δούλους της:
—Πείτε σ αυτόν εκεί τον κουρελή να μπει μέσα στην καλύβα γιατί δεν μπορώ να τον βλέπω. Αμέσως έτρεξαν οι δούλοι και του είπαν να μπει μέσα. Από τότε δεν έβγαινε πια από την καλύβα του, παρά μόνον, όταν ήθελε να πάει στην Εκκλησία. Έτσι, λοιπόν, ο Όσιος Ιωάννης, το αρχοντόπουλο αυτό ζει σαν ζητιάνος, με ρούχα κουρελιασμένα και ξεσχισμένα. Έμενε μέσα σε μια καλύβα για να θυμάται τον μεγάλο Άρχοντα, τον Χριστό που άφησε τα Ανάκτορα του Ουρανού, για να γεννηθεί σε ένα στάβλο. Πλούσια ρούχα τον περίμεναν δίπλα του μέσα σε αρχοντικά σεντούκια. Αλλά αυτός φοράει κουρέλια, γυμνός και πεινασμένος για την αγάπη του Χριστού. Αντί για τις δόξες της αυτοκρατορικής αυλής, δοκιμάζει την καταφρόνια και της μάνας του ακόμη, που τον γέννησε.
Ο Όσιος Ιωάννης δεν έχει κι’ αυτός καμιά σχέση με τους δικούς του, αν και τους έχει δίπλα του, και ζει μια ζωή φτωχική, ακόμη πιο φτωχική και απ’ τον πιο φτωχό υπηρέτη. Γι’ αυτό και τον θαυμάζουμε μέσα μας πιο πολύ. Ο Όσιος προσπαθούσε να πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του σχεδίου του, που ήταν η μεταστροφή του πατέρα του.
Με δεξιοτεχνία κάποια μέρα, που του δόθηκε η ευκαιρία, ο Ιωάννης μίλησε με λόγια παρηγορητικά στη θλιμμένη μητέρα του. Εκείνη ενθουσιάστηκε και τον κάλεσε να έρχεται κάθε μέρα στο σπίτι. Ο πατέρας του τον συμπάθησε, εκτός των άλλων και για την ευεργετική επιρροή, που εξήσκησε στην ψυχή της συζύγου του. Και ο ίδιος ήθελε να τον ακούει. Μιλούσε ώρες ολόκληρες μαζί του, για πολλά ζητήματα. Δεν άλλαζε όμως αμέσως τις συνήθειές του. Αλλά η επιρροή του καλογήρου τον επηρέασε αρκετά. Ο πατέρας του πρόσταξε να του δίδουν κάθε η μέρα φαγητά και ποτά από το τραπέζι του. Ο μακάριος όμως δεν τα έτρωγε, αλλά τα μοίραζε στους δούλους και τους πτωχούς. Έτρωγε μόνον λίγο ψωμάκι και έπινε λίγο νερό, αφού κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τόσο δε πολύ ταλαιπωρήθηκε το σώμα του, ώστε εφαίνοντο όλα τα κόκκαλα και τα νεύρα από τα χέρια και τα πόδια του!
Τον καλεί ο Χριστός
Έμενε εκεί στην θύρα των γονέων του τρία ολόκληρα χρόνια. Το έργον επετύγχανε. Ο πατέρας του με τις συμβουλές του Μοναχού και τις παρακλήσεις της συζύγου του, άφηνε τους κοσμικούς φίλους. Έδειχνε τώρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, για τα πνευματικά, για την σωτηρία της ψυχής του. Τον απασχολούσαν πολύ τα πνευματικά, τα μετά θάνατον. Μετά τρία χρόνια παρουσιάζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στον ύπνο του και του λέγει:
—Χαίρε Ιωάννη, διότι άφησες όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα του κόσμου τούτου και γυμνός ακολούθησες Εμένα τον γυμνόν. Ναι. Πλησίασε τώρα ο καιρός της τελειώσεώς σου. Φθάνουν πλέον οι νηστείες και οι προσευχές σου. Φθάνουν οι ολονύκτιες αγρυπνίες σου και τα συνεχή δάκρυα. Φθάνει η υπομονή σου, η οποία πλήγωσε τον διάβολο και διέλυσε όλες τις πλεκτάνες και τις παγίδες του. Χαίρε, λοιπόν, από σήμερα και ευφραίνου, διότι ετελείωσες τον αγώνα σου. Χαίρε, διότι ενίκησες και καταπάτησες την κεφαλήν του δράκοντος. θα είσαι πραγματικά μακάριος και θα μείνει η ζωή σου, σαν παράδειγμα, εις τους αιώνας. Μετά τρεις ημέρες θα έλθεις κοντά Μου, για να χαίρεσαι με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους παντοτινά.
Όταν ξύπνησε ο Όσιος Ιωάννης, άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται στον Θεό και να τον ευχαριστεί.
Η υπόσχεση της μητέρας του - Της δωρίζει το Ιερό Ευαγγέλιο
Όταν τελείωσε την ευχή προσεκάλεσε τον δούλο εκείνον, ο οποίος τον δέχθηκε πρώτος και ο οποίος του έφτιαξε την καλύβι και του ζήτησε να πει στην κυρία του να πάει να του μιλήσει. Εκείνη έδωσε διαταγή να πάνε μερικοί δούλοι να τον σηκώσουν και να τον πάνε εκεί. Πηγαίνουν, λοιπόν και τον φέρνουν μπροστά της. Τότε ο Όσιος της ζήτησε να του υποσχεθεί στο Θεό πως θα κάμει αυτό που της ζητάει. Αυτή του υποσχέθηκε και τότε ο Όσιος της είπε:
—Πρόσεξε, κυρία μου, όταν θα πεθάνω να μη μου βγάλεις τα ρούχα, που φοράω, ούτε άλλο ένδυμα να μου φορέσεις, ούτε σε άλλον τόπον να με θάψεις, παρά μέσα σ’ αυτό το καλύβι. Μέσα σ’ αυτήν την καλύβα, πού νίκησα με την δύναμη του Θεού τον πονηρό διάβολο. Εκεί επιθυμώ να βρίσκομαι και μετά θάνατον.
Ακόμη, παρ’ όλη την φτώχεια μου, έχω ένα πολύτιμο δώρο να σου χαρίσω, για την καλοσύνη, που μου κάματε. Έβγαλε τότε από τον κόρφο του το Ιερόν Ευαγγέλιο και της το έδωσε. Όταν είδε η μητέρα του το Ευαγγέλιο κατάλαβε πως αυτό είναι το Ευαγγέλιο που χάρισαν στον υιό τους Ιωάννη. Όταν το είδε και ο Ευτρόπιος το αναγνώρισε και φώναξαν και τον γραφέα και τον χρυσοχόο οι οποίοι το επιβεβαίωσαν.
Τότε έρχονται σ’ αυτόν και του λέγουν:
-Αδελφέ και άνθρωπε του Θεού, σε ορκίζουμε στο Όνομα του Τριαδικού Θεού, του Θεού του Ουρανού και της Γης, να μη μας κρύψεις την αλήθεια. Πες μας ειλικρινά, που βρήκες αυτό το Ευαγγέλιο. Γιατί αυτό το είχαμε δώσει ημείς σ’ ένα παιδί μας, που το λέγανε Ιωάννη, και από τότε δεν ακούσαμε τίποτε γι’ αυτόν.
Για να βρίσκεται όμως το Ευαγγέλιο στα χέρια σου, ασφαλώς θα γνωρίζεις να μας πεις για το παιδί μας, τον πολυπόθητο Ιωάννη. Και λέγοντας αυτά έκλαιγαν.
Φανερώνεται στους γονείς του
Σαν είδε ο Όσιος τον πατέρα του και την μητέρα του να κλαίνε, δεν μπόρεσε να αντέξει και είπε μπροστά σε όλους δακρυσμένος, και με δυσκολία, μη μπορώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς:
-Εγώ, είμαι ο Ιωάννης, το παιδί σας! Και αυτό είναι το Ευαγγέλιο, που σας εζήτησα και μου κάματε. Το πόθησα και εβάστασα τον ζυγόν Του.
Τους διηγήθηκε κατόπιν με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Έμειναν τότε άφωνοι για αρκετή ώρα, σαν να έβλεπαν όνειρο. Σκηνή συγκινητική επακολούθησε. Όταν συνήλθαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Να ευφρανθούν για την εύρεση του παιδιού τους, ή να θρηνήσουν για τον θάνατό του; Τον πήραν τότε στην αγκαλιά τους και τον ασπάστηκαν.
Έκλαιγαν όμως και θρηνούσαν. Οι γονείς του επί τέσσερες ώρες έκλαιγαν και θρηνούσαν και του μιλούσαν και προ παντός η δυστυχής και πολυβασανισμένη μητέρα, η οποία σαν θυμόταν το άγνωστο μίσος και την περιφρόνηση, που έδειξε προς το παιδί της, τόσο περισσότερο θρηνούσε και τραβούσε τα μαλλιά της κεφαλής της. Χτυπούσε το στήθος της και μάτωνε το πρόσωπο της.
Η κοίμηση τού Αγίου
Το γεγονός μαθεύτηκε, σαν αστραπή, σ’ όλη την Πόλη και όλος ο κόσμος θλιβόταν και χαίρονταν. μαζί με τους γονείς του Οσίου. Συγχρόνως όμως θαύμαζαν για την τόσο μεγάλη υπομονή του, την απαράμιλλο και αμίμητο. Ο Άγιος ένιωσε ότι ήταν η ώρα να φύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Έδωσε πάλι εντολή να μην του βγάλουν τα ενδύματα του και να μην τον κηδεύσουν σε άλλο τόπο παρά μόνο σε αυτό που επιθυμούσε.Κατόπιν ύψωσε τα χέρια τους στους ουρανούς και ευχαρίστησε τον Κύριο. Και μετά το «Αμήν» παρέδωσε την Αγία του ψυχή εις τας χείρας του Θεού.
Θαύματα
Η μητέρα του νικήθηκε από την αγάπη του και λησμόνησε την παραγγελία και την υπόσχεση της. Του έβγαλε τα παλαιά ενδύματα και τον έντυσε με ενδύματα λαμπερά και χρυσοκέντητα. Αλλ’ ω του θαύματος! Ευθύς έγινε σεισμός μεγάλος και βροντή και ακούστηκε μια φωνή να λέγει:
-«Βάλε ξανά τα ρούχα, που έβγαλες για να μη σε βρουν μεγάλες τιμωρίες».
Η μητέρα του Άγιου έμεινε ακίνητη και άφωνη για πολλή ώρα. Έχασε τα λογικά της. Ο πατέρας όμως σαν την είδε παράλυτη και τελείως ακίνητη, θυμήθηκε την εντολή του παιδιού του και αμέσως διέταξε και του φόρεσαν πάλιν τα ξεσχισμένα παλιόρουχα. Τότε θεραπεύθηκε η μητέρα του! Έτσι το παιδί έγινε αφορμή να σωφρονισθούν οι γονείς του.
Την ήμερα, που ο Άγιος παρέδωσε στον Πλάστη του την αγία του ψυχή, έγιναν πολλά και μεγάλα θαύματα: Τυφλοί ξαναβρήκαν το φως τους, χωλοί περπάτησαν, και άλλοι ασθενείς θεραπεύθηκαν. Τότε συγκεντρώθηκε ολόκληρος η Πόλις και ο Βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος μαζί με τον Πατριάρχη και τους Ιερείς και ενταφίασαν τον Άγιο μέσα εις την καλύβι, καθώς ο ίδιος το εζήτησε, με μεγάλη τιμήν και ευλάβεια. Έκτισαν δε και Ιερόν Ναό οι γονείς του εις τον τάφο του και αφιέρωσαν εις αυτόν τη μισή περιουσία τους. Τα υπόλοιπα τα μοίρασαν εις τους πτωχούς.
Τον 9ον μ.Χ. αιώνα κτίσθηκε προς τιμήν του Οσίου Ναός και στη Ρώμη. Εις αυτόν τοποθέτησαν λείψανα του Αγίου, τα οποία μετέφεραν από την Πόλη, χωρίς κανείς να ξέρει πότε και πως τα μετέφεραν. Επίσης η τιμία κάρα Του μεταφέρθηκε στην Δύση από τους Σταυροφόρους....
πηγή:http://xristianos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου