Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η επιστολή του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς τον Επίσκοπο Κυριακό.



«Έλα να γιατρέψω και πάλι, την πληγή της λιποψυχίας σου, αδελφέ, να διαλύσω τους λογισμούς που θολώνουν το νου σου. Αλήθεια, τι είναι εκείνο που σε κάνει να στενοχωριέσαι και να αγωνιάς; Ότι βρήκε την Εκκλησία φοβερή συμφορά και ναυάγιο θλιβερό; Το ξέρω κι εγώ, και κανένας δεν μπορεί το αντίθετο να πει. Κι αν θέλεις μπορώ να σου τα παρουσιάσω με εικόνα φοβερή. Βλέπω να αναμοχλεύεται η θάλασσα σε βάθος πολύ. Βλέπω τους ναύτες αντί να κρατούν τα πηδάλια και τα κουπιά γερά, να έχουν δέσει τα χέρια γύρω από τα γόνατα, και να έχουν σαστίσει από το αναπότρεπτο κακό. Δε βλέπουν ουρανό, ούτε στο πέλαγο μακριά, ούτε διακρίνουν στεριά, έχουν ξαπλώσει στο κατάστρωμα, και θρηνούν, και κλαίνε με μαύρη απελπισιά! Αυτά διαδραματίζονται στη θάλασσα…

Στη θάλασσα της Εκκλησίας η αναταραχή είναι χειρότερη, η φουρτούνα πιο φοβερή. Γι’ αυτό να προσεύχεσαι και να παρακαλείς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που δεν επιβάλλεται στην τρικυμία δακτυλουργικά, μα την καταπαύει μ’ ένα νεύμα μοναχά. Κι αν τον παρακάλεσες ως τώρα πολλές φορές και δεν εισακούστηκες , μην αμελήσεις, συνέχισε, ο φιλάνθρωπος Θεός έτσι συνηθίζει να ενεργεί. Μη και δεν μπορούσε να γλιτώσει τους τρεις παίδες κάνοντας να μη ριχτούν στο καμίνι της φωτιάς; Όμως, άφησε να αιχμαλωτιστούν, να εξοριστούν σε βάρβαρη χώρα, να αποξενωθούν από την πατροπαράδοτη κληρονομιά, να απογοητευτούν από όλους, τίποτα να μην τους έχει απομείνει, και τότε ο Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, να κάνει το θαύμα , να σκορπίσει τη φωτιά. Να την κάνει, μη υποφέροντας των δικαίων εκείνων την αρετή, έξω από το καμίνι να βγει, και να κάψει όλους τους Χαλδαίους που ήταν συναγμένοι γύρω από εκεί.

Το καμίνι γι’ αυτούς ήταν η Εκκλησία απ’ όπου καλούσαν κι αγκάλιαζαν όλη την κτίση, ορατή και αόρατη, τους αγγέλους , τις δυνάμεις του ουρανού, και υμνούσαν . «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριο»- (Δαν. 3, 28). Βλέπεις πώς η υπομονή των δικαίων μετέβαλε τη φωτιά σε δροσιά, πώς ντρόπιασε τον τύραννο, πώς τον υποχρέωσε να στείλει γραφή που να λέει: «Μέγας ο Θεός των Σεδράχ, Μισάχ, και Αβδεναγώ», και αυστηρή διαταγή να δημεύεται το σπίτι, και να κατάσχονται τα υπάρχοντα όποιου μιλάει εναντίον αυτού;

Μη λιποψυχήσεις λοιπόν μήτε να εγκαταλείψεις την προσευχή Όταν εκδιώχτηκα από την πόλη δεν είχα ανησυχία ή μέριμνα καμιά, έλεγα μέσα μου. «Αν η βασίλισσα θέλει να με στείλει εξορία, ας με στείλει, «του Κυρίου είναι η γη, και ό,τι τη γεμίζει». Αν πάλι θέλει να με πριονίσει , έχω για παράδειγμα τον Ησαΐα. Αν να με πετάξει στο πέλαγο, φέρνω στο νου τον Ιωνά. Αν να με ρίξει στο καμίνι του πυρός, οι τρεις παίδες έπαθαν το ίδιο, είπα. Αν να με ρίξει στα θηρία, θυμήθηκα το Δανιήλ ριγμένο στο λάκκο των λεόντων. Αν να με λιθοβολήσει, ας το κάνει, έχω για παράδειγμα τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Αν να μου πάρει το κεφάλι, ας το πάρει, παράδειγμά μου, Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αν τα υπάρχοντά μου να πάρει, ας τα πάρει. «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1,2). Σύμβουλος ο Απόστολος , που λέει στην προς Γαλάτες Επιστολή. «Ο Θεός δεν ξεχωρίζει πρόσωπα»- (2,6). Αν λοιπόν επιζητούσα να αρέσω και να είμαι ευχάριστος στους ανθρώπους, δε θα ήμουν υπηρέτης του Χριστού- 1,10. Τέλος ο Δαυίδ με οπλίζει καλά λέγοντας. «Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες, και δεν θα ντροπιαστώ».

Πολλές σκευωρίες επινόησαν εις βάρος μου, πώς τάχα κοινώνησα κάποιους που είχαν φάει πριν. Αν βέβαια το έκανα αυτό, δεν έχει παρά να διαγραφεί το όνομά μου από το βιβλίο των επισκόπων , να μη γραφτεί στο βιβλίο της ορθόδοξης πίστης και Εκκλησίας, γιατί αν έκανα κάτι τέτοιο θα με αποβάλει από τη βασιλεία του ο Χριστός. Όμως μια και το διαδίδουν εις βάρος μου και φιλονικούν, ας καθαιρέσουν και τον Παύλο που μετά το δείπνο βάπτισε ολόκληρη οικογένεια, και τον ίδιο τον Κύριο βέβαια, που μετά το Μυστικό Δείπνο κοινώνησε τους Αποστόλους. Διαδίδουν ακόμα τη συκοφαντία πως κοιμήθηκα με γυναίκα. Γδύστε μου το σώμα, και θα βρείτε τη νέκρωση όλων των μελών μου»! Δε χωρεί αμφιβολία ότι από φθόνο τα διαδίδουν όλα αυτά.

Από την άλλη αδελφέ μου, στενοχωριέσαι, για το ότι αυτοί που με εξόρισαν έχουν το θράσος να εμφανίζονται και να μιλούν στην αγορά, και να τους ακολουθεί πλήθος πολύ; Για θυμήσου όμως τον πλούσιο και το Λάζαρο, ποιος από τους δύο δοκίμασε θλίψεις σε τούτη τη ζωή, και ποιος την πέρασε μέσα σε απολαύσεις υλικές. Σε τι έβλαψε η φτώχεια τον πρώτο; Δε μεταφέρθηκε ο αθλητής νικητής στην αγκαλιά του Αβραάμ; Και σε τι ωφέλησε ο πλούτος τον άλλο, που αναπαυόταν σε πορφυρά ρούχα και λινά; Πού πήγαν οι ραβδούχοι συνοδοί, πού οι σωματοφύλακες, πού τα άλογα με τα χρυσά χαλινάρια, πού οι υψηλοί ομοτράπεζοι και τα βασιλικά δείπνα; Δεν κατέβηκε στον τάφο, όπως ένας ληστής, ενώ έβγαινε η ψυχή του γυμνή, και κενή η φωνή. «Πατέρα μου Αβραάμ σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα γιατί τηγανίζομαι φοβερά»; 

Πώς όμως αποκαλείς πατέρα τον Αβραάμ , όταν το βίο του δεν έχεις μιμηθεί; Εκείνος στο σπίτι του φιλοξενούσε κάθε άνθρωπο, ενώ εσύ δεν φρόντισες ούτε ένα φτωχό. Δεν είναι να πενθεί και να κλαίει κανείς που αυτός με τα τόσα πλούτη του δε στάθηκε άξιος ούτε για μια σταγόνα νερό; Αφού ούτε τα ψίχουλα δεν έδωσε στον φτωχό, δεν έλαβε ούτε μια σταγόνα νερό. Αφού στη χειμωνιά του κόσμου , δεν έσπειρε ελεημοσύνη , στο καλοκαίρι του Θεού δεν είχε να θερίσει καρπό! Εδώ ακριβώς ,κύριέ μου, έγκειται η μεγάλη οικονομία του Κυρίου, ότι τοποθέτησε κατάντικρυ, την κόλαση για τους ασεβείς, και την ανάπαυση για τους δικαίους, να βλέπονται ο ένας με τον άλλο και να αναγνωρίζονται. Γιατί τότε αλήθεια κάθε μάρτυρας θα αναγνωρίσει το δικό του τύραννο, και κάθε τύραννος το μάρτυρα που είχε βασανίσει!...

… Να μη στενοχωριέσαι λοιπόν, αλλά να θυμάσαι τον προφήτη που λέει: « Οι προσβολές των ανθρώπων να μην σαν φοβίζουν, ούτε να σας ταράζουν οι ειρωνείες τους. Σαν ρούχο θα τους φάει το σκουλήκι, ο σκόρος θα τους φάει σαν το μαλλί»  (Ησ. 51,7). Σκέψου και τον Κύριό μας, που όλο τον κόσμο κρατεί, όντας στα σπάργανα ακόμα διωκόταν και εξοριζόταν σε βάρβαρη χώρα, αφήνοντας υπόδειγμα να μη λιποψυχούμε στις δοκιμασίες κι εμείς…

Θυμήσου ότι τον αποκαλούσαν δαιμονισμένο, λαίμαργο, ψευδοπροφήτη… του φόρεσαν χλαμύδα και αγκάθινο στεφάνι, τον προσκυνούσαν, τον κορόιδευαν, τον υπέβαλαν σε κάθε είδους εμπαιγμό, τον ράπιζαν , τον σταύρωσαν. Τον πότισαν ξύδι και χολή… ότι οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν , ο ένας τον είχε προδώσει, κι ο άλλος τον είχε αρνηθεί… και ότι ξεστόμισαν εναντίον του τη βαριά κατηγορία, πως τον έκλεψαν οι μαθητές του και δεν είχε αναστηθεί!

Θυμήσου τους Αποστόλους που διώχνονταν από παντού και κρύβονταν, και δεν μπορούσαν σε πόλη να φανούν. Θυμήσου που ο Πέτρος κρυβόταν στο σπίτι του Σίμωνα του βυρσοδέψη, κι ο Παύλος στο σπίτι της γυναίκας που ήταν έμπορος πορφυρών υφασμάτων, γιατί δεν είχαν το θάρρος να προσφύγουν σε πλούσιους. Όμως αργότερα όλα βγήκαν σε δρόμο ομαλό. Έτσι θα γίνει και τώρα, και να διώξεις την αθυμία που σε τυραννεί, γιατί άκουσα κι εγώ για εκείνο τον Αρσάκιο, που εγκατέστησε η βασίλισσα στο θρόνο, ότι πίεσε όλους τους αδελφούς που δεν ήθελαν να έχουν κοινωνία μαζί του. Και μάλιστα πολλοί από αυτούς πέθαναν για μένα στη φυλακή. Αλλά είναι λύκος με ένδυμα προβάτου, έχει βέβαια σχήμα επισκόπου, μα είναι μοιχός. Γιατί όπως η γυναίκα που συνάπτει σχέση με άλλον άνδρα, ενώ ο νόμιμος σύζυγός της ζει, έτσι κι αυτός είναι πνευματικός μοιχός , καθώς η στιγμή που εγώ ζω, άρπαξε τον επισκοπικό θρόνο μου…

… Γι’ αυτό σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πέφτω στα γόνατά σου, αποδίωξε το πένθος της αθυμίας σου, μην παραλείπεις να με θυμάσαι στις προσευχές σου, και γράφε μου τακτικά».







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου