π. Δημητρίου Μπόκου
Οἱ ἅγιοι Πάντες, ὅλοι δηλ. οἱ ἅγιοι, τιμῶνται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. «Ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος» τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύουν μὲ τὴ λάμψη τους τὴ διαχρονικὴ ζωοποιὸ ἀειφορία τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐξόχως ἐξαίρεται στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, ὡς καίριο χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς τους, ποὺ τοὺς διαχωρίζει ἀπὸ τὴ χλιαρὴ ὀγκώδη μάζα τῶν συνήθων Χριστιανῶν, ἡ ἀπόλυτη αὐτοπαράδοσή τους, μὲ βαθειὰ ἐμπιστοσύνη, στὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ ἁπλᾶ ὀνομάζουμε πίστη. Ὄχι σὰν μιὰ ἀδιάφορη ἀποδοχὴ κάποιων ἰδεολογικῶν σχημάτων, ποὺ δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ὅρια μιᾶς ἐγκεφαλικῆς διεργασίας. Ἀλλὰ σὰν μιὰ ριζικὴ καὶ ἐκ βαθέων ἀνατρεπτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ζωῆς, ὥστε αὐτὴ νὰ προσανατολισθεῖ εὐθέως πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ συγκλονιστικὰ παραδείγματα τέτοιας πίστης, ποὺ ἀναπροσδιορίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγώντας τον σὲ πλήρη ἀλλαγὴ πλεύσης, ξεχωρίζει ἡ μορφὴ τοῦ μεγάλου πατριάρχου Ἀβραάμ. Κάποτε ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Φύγε ἀπὸ τὴ χώρα σου, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου κι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου, καὶ πήγαινε σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω. Θὰ κάνω ἀπὸ σένα ἕνα μεγάλο ἔθνος καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω» (Γεν. 12, 1-2).
«Λόγῳ τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε, ὅταν κλήθηκε νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάει στὸν τόπο ποὺ ἔμελλε νὰ λάβει κληρονομία. Καὶ ἐξῆλθε, χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Χάρη στὴν πίστη του ἔμεινε στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς θεωρώντας την ὡς ξένη. Καὶ κατοίκησε σὲ σκηνὲς μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τοὺς συγκληρονόμους τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ». Χάρη στὴν πίστη του αὐτὴ δέχτηκε νὰ προσφέρει θυσία στὸν Θεὸ τὸν υἱό του Ἰσαὰκ καὶ ἐπέδειξε σὲ ὅλα ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Θεὸ (Ἑβρ. 11, 8 ἑξ.).
Μιὰ τέτοια πίστη ποὺ ἀναδιατάσσει ἐκ θεμελίων τὸν ἄνθρωπο, εἶναι τὸ πάντοτε ζητούμενο. Πῶς γεννιέται; Γιατί δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἴδιο δεκτικοὶ ἀπέναντί της; Πολλοὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ καὶ τὰ θαύματά του, δὲν πίστεψαν ὅμως ὅλοι σ’ Αὐτόν. Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ δὲν ἐπενεργεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μηχανικά, αὐτόματα, σὲ ὅλους. Φαίνεται πὼς καὶ ἡ πίστη χρειάζεται κάποιες προϋποθέσεις.
«Ὅταν ἤμουν ἕντεκα-δώδεκα χρόνων, γράφει μιὰ νεαρὴ Ἑβραία καὶ τώρα Ὀρθόδοξη Χριστιανή, τότε ποὺ περνοῦσα τὰ πιὸ δυστυχισμένα χρόνια τῆς ζωῆς μου, θυμᾶμαι ὅτι ἔμεινα ἄφωνη μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. …Τὸ μόνο πράγμα ποὺ θυμᾶμαι εἶναι τὰ μάτια Του. Τόσο σοβαρά, τόσο βαθιά, τόσο γεμάτα ἀγάπη, ποὺ μὲ συγκλόνισαν ὣς τὰ κατάβαθα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἤμουν πολὺ ἐχθρικὴ πρὸς τὴ θρησκεία καὶ κυρίως πρὸς τὴ χριστιανικὴ πίστη. Κάτι ὅμως σ’ ἐκείνη τὴν εἰκόνα μὲ ἔκανε νὰ πονῶ – χωρὶς νὰ ξέρω τὸ γιατί, χωρὶς νὰ καταλαβαίνω. Ἤμουν λυπημένη καὶ ἀξιολύπητη, κι ἐκεῖνο τὸ βλέμμα μὲ ἔκανε κομμάτια».
Πολὺ προκατειλημμένη ἀπέναντι στὸν Χριστό, ἔχοντας ὑποστεῖ πλύση ἐγκεφάλου νὰ Τὸν μισεῖ, ἡ νεαρὴ Ἑβραία Μάρτζορυ Κόρμπμαν λέει, πὼς ἀνήκει σὲ μιὰ γενιὰ ξεριζωμένη, χαοτική, ἐξουθενωμένη, ποὺ ἔχει πετάξει τὰ πάντα καὶ εἶναι συνεχῶς μὲ ἄδεια χέρια.
«Κι ἐκεῖ ἀκριβῶς, στὴν ἄρνησή μας νὰ δεχθοῦμε ὁτιδήποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο ἀγαθό, μᾶς συναντᾶ ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔρχεται σ’ ἐμᾶς τὴν ὥρα τῆς ἀπόλυτης συντριβῆς μας. Ὁ Χριστὸς μὲ πλησίασε καταμεσῆς τοῦ σχολείου, ὅταν Τὸν εἶδα σὲ μιὰ εἰκόνα … Μᾶς ἔχουν ὀνομάσει ἄθεους, ἐπειδὴ δὲν ὁμολογοῦμε ἕνα πιστεύω, …ὅμως ὑπάρχει μέσα μας ἕνα αἴσθημα ἀπελπισίας, ὅτι σ’ αὐτὸν τὸν σκοτεινὸ κόσμο θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐλπίδα κι ἐμεῖς ἔχουμε ἀποδυθεῖ στὴν ξέφρενη ἀναζήτησή της. Ἀνοίχτηκα στὴν ἀλήθεια ποὺ πάντοτε ἀναζητοῦσα. Ὅταν μιλῶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἡλικίας μου, παρατηρῶ ὅτι ἀκοῦνε μὲ ἔνταση καὶ προσοχή. Ἐνδιαφέρονται μὲ γνησιότητα γιὰ τὸν Θεό. Τὸν περιμένουν» (Στὴ μέση τῆς ἐρήμου, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, σ. 25-31).
Μήπως ἡ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς πίστης συνοδεύει μόνο ἐκείνους, ποὺ ἀναζητοῦν ἀπελπισμένα καὶ μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ καὶ ὄχι ἐμᾶς, τοὺς συνηθισμένους Χριστιανούς, ποὺ βλέπουμε καὶ τὴν πίστη σὰν ἕνα ἀκόμα ἐργαλεῖο γιὰ μιὰ καλύτερη βόλεψη μέσα στὸν κόσμο;
πηγή:(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 347, Ἰούνιος 2012)
http://fdathanasiou.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου