Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Ἡ πίστη ποὺ συγκλονίζει




π. Δημητρίου Μπόκου    

Οἱ ἅ­γιοι Πάν­τες, ὅ­λοι δηλ. οἱ ἅ­γιοι, τι­μῶν­ται τὴν πρώ­τη Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. «Ἀστέρες πο­λύ­φω­τοι τοῦ νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­το­ς» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­δει­κνύ­ουν μὲ τὴ λάμ­ψη τους  τὴ δι­α­χρο­νι­κὴ ζω­ο­ποι­ὸ ἀ­ει­φο­ρί­α τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἐ­ξό­χως ἐ­ξαί­ρε­ται στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἡ­μέ­ρας, ὡς καί­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς ζω­ῆς τους, ποὺ τοὺς δι­α­χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὴ χλια­ρὴ ὀγ­κώ­δη μά­ζα τῶν συ­νή­θων Χρι­στια­νῶν, ἡ ἀ­πό­λυ­τη αὐ­το­πα­ρά­δο­σή τους, μὲ βα­θειὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη, στὸν Θε­ό. Αὐ­τὸ ποὺ ἁ­πλᾶ ὀ­νο­μά­ζου­με πί­στη. Ὄ­χι σὰν μιὰ ἀ­δι­ά­φο­ρη ἀ­πο­δο­χὴ κά­ποι­ων ἰ­δε­ο­λο­γι­κῶν σχη­μά­των, ποὺ δὲν ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια μιᾶς ἐγ­κε­φα­λι­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας. Ἀλ­λὰ σὰν μιὰ ρι­ζι­κὴ καὶ ἐκ βα­θέ­ων ἀ­να­τρε­πτι­κὴ ἀλ­λα­γὴ τοῦ τρό­που ζω­ῆς, ὥ­στε αὐ­τὴ νὰ προ­σα­να­το­λι­σθεῖ εὐ­θέ­ως πρὸς τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

Ἀ­πὸ τὰ συγ­κλο­νι­στι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα τέ­τοι­ας πί­στης, ποὺ ἀ­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει τὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ­δη­γών­τας τον σὲ πλή­ρη ἀλ­λα­γὴ πλεύ­σης, ξε­χω­ρί­ζει ἡ μορ­φὴ τοῦ με­γά­λου πα­τριά­ρχου Ἀ­βρα­άμ. Κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς τοῦ εἶ­πε: «Φύγε ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα σου, ἀ­πὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς σου κι ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα σου, καὶ πή­γαι­νε σὲ μιὰ χώ­ρα ποὺ ἐ­γὼ θὰ σοῦ δεί­ξω. Θὰ κά­νω ἀ­πὸ σέ­να ἕ­να με­γά­λο ἔ­θνος καὶ θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω­» (Γεν. 12, 1-2).

 «Λόγῳ τῆς πί­στε­ώς του ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὑ­πά­κου­σε, ὅ­ταν κλή­θη­κε νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ τὴν πα­τρί­δα του καὶ νὰ πά­ει στὸν τό­πο ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ λά­βει κλη­ρο­νο­μία. Καὶ ἐ­ξῆλ­θε, χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει ποῦ πη­γαί­νει. Χά­ρη στὴν πί­στη του ἔ­μει­νε στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς θε­ω­ρών­τας την ὡς ξέ­νη. Καὶ κα­τοί­κη­σε σὲ σκη­νὲς μὲ τὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ τὸν Ἰ­α­κώβ, τοὺς συγ­κλη­ρο­νό­μους τῆς ἴ­διας ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ­».  Χά­ρη στὴν πί­στη του αὐ­τὴ δέ­χτη­κε νὰ προ­σφέ­ρει θυ­σί­α στὸν Θε­ὸ τὸν υἱό του Ἰ­σα­ὰκ καὶ ἐ­πέ­δει­ξε σὲ ὅ­λα ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πα­κο­ὴ στὸν  Θε­ὸ (Ἑ­βρ. 11, 8 ἑξ.).

Μιὰ τέ­τοι­α πί­στη ποὺ ἀ­να­δι­α­τάσ­σει ἐκ θε­με­λί­ων τὸν ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι τὸ πάν­το­τε ζη­τού­με­νο. Πῶς γεν­νι­έ­ται; Για­τί δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ ἴ­διο δε­κτι­κοὶ ἀ­πέ­ναν­τί της; Πολ­λοὶ εἶ­δαν τὸν Χρι­στὸ καὶ τὰ θαύ­μα­τά του, δὲν πί­στε­ψαν ὅ­μως ὅ­λοι σ’ Αὐ­τόν. Ἄ­βυσ­σος ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Χρι­στὸ δὲν ἐ­πε­νερ­γεῖ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, μη­χα­νι­κά, αὐ­τό­μα­τα, σὲ ὅ­λους. Φαί­νε­ται πὼς καὶ ἡ πί­στη χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις.

«Ὅ­ταν ἤ­μουν ἕν­τε­κα-δώ­δε­κα χρό­νων, γρά­φει μιὰ νε­α­ρὴ Ἑ­βραί­α καὶ τώ­ρα Ὀρ­θό­δο­ξη Χρι­στια­νή, τό­τε ποὺ περ­νοῦ­σα τὰ πιὸ δυ­στυ­χι­σμέ­να χρό­νια τῆς ζω­ῆς μου, θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι ἔ­μει­να ἄ­φω­νη μπρο­στὰ σὲ μιὰ εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ. …Τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ θυ­μᾶ­μαι εἶ­ναι τὰ μά­τια Του. Τό­σο σο­βα­ρά, τό­σο βα­θιά, τό­σο γε­μά­τα ἀ­γά­πη, ποὺ μὲ συγ­κλό­νι­σαν ὣς τὰ κα­τά­βα­θα τῆς καρ­διᾶς μου. Ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ἤ­μουν πο­λὺ ἐ­χθρι­κὴ πρὸς τὴ θρη­σκεί­α καὶ κυ­ρί­ως πρὸς τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη. Κά­τι ὅ­μως σ’ ἐ­κεί­νη τὴν εἰ­κό­να μὲ ἔ­κα­νε νὰ πο­νῶ – χω­ρὶς νὰ ξέ­ρω τὸ για­τί, χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νω. Ἤ­μουν λυ­πη­μέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη, κι ἐ­κεῖ­νο τὸ βλέμ­μα μὲ ἔ­κα­νε κομ­μά­τια».

Πο­λὺ προ­κα­τει­λημ­μέ­νη ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Χρι­στό, ἔ­χον­τας ὑ­πο­στεῖ πλύ­ση ἐγ­κε­φά­λου νὰ Τὸν μι­σεῖ, ἡ νε­α­ρὴ Ἑ­βραί­α Μάρ­τζο­ρυ Κόρ­μπμαν λέ­ει, πὼς ἀ­νή­κει σὲ μιὰ γε­νιὰ ξε­ρι­ζω­μέ­νη, χα­ο­τι­κή, ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη, ποὺ ἔ­χει πε­τά­ξει τὰ πάν­τα καὶ εἶ­ναι συ­νε­χῶς μὲ ἄ­δεια χέ­ρια.

«Κι ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς, στὴν ἄρ­νη­σή μας νὰ δε­χθοῦ­με ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ ἀ­πό­λυ­το ἀ­γα­θό, μᾶς συ­ναν­τᾶ ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ὸς ἔρ­χε­ται σ’ ἐ­μᾶς τὴν ὥ­ρα τῆς ἀ­πό­λυ­της συν­τρι­βῆς μας. Ὁ Χρι­στὸς μὲ πλη­σί­α­σε κα­τα­με­σῆς τοῦ σχο­λεί­ου, ὅ­ταν Τὸν εἶ­δα σὲ μιὰ εἰ­κό­να … Μᾶς ἔ­χουν ὀ­νο­μά­σει ἄ­θε­ους, ἐ­πει­δὴ δὲν ὁ­μο­λο­γοῦ­με ἕ­να πι­στεύ­ω, …ὅ­μως ὑ­πάρ­χει μέ­σα μας ἕ­να αἴ­σθη­μα ἀ­πελ­πι­σί­ας, ὅ­τι σ’ αὐ­τὸν τὸν σκο­τει­νὸ κό­σμο θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα κι ἐ­μεῖς ἔ­χου­με ἀ­πο­δυ­θεῖ στὴν ξέ­φρε­νη ἀ­να­ζή­τη­σή της. Ἀ­νοί­χτη­κα στὴν ἀ­λή­θεια ποὺ πάν­το­τε ἀ­να­ζη­τοῦ­σα. Ὅ­ταν μι­λῶ στοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἡ­λι­κί­ας μου, πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­τι ἀ­κοῦ­νε μὲ ἔν­τα­ση καὶ προ­σο­χή. Ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται μὲ γνη­σι­ό­τη­τα γιὰ τὸν Θε­ό. Τὸν πε­ρι­μέ­νου­ν» (Στὴ μέ­ση τῆς ἐ­ρή­μου, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, σ. 25-31).

Μή­πως ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς πί­στης συ­νο­δεύ­ει μό­νο ἐ­κεί­νους, ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν ἀ­πελ­πι­σμέ­να καὶ μὲ ἀ­πό­λυ­τη εἰ­λι­κρί­νεια τὸ ἀ­πό­λυ­το ἀ­γα­θὸ καὶ ὄ­χι ἐ­μᾶς, τοὺς συ­νη­θι­σμέ­νους Χρι­στια­νούς, ποὺ βλέ­που­με καὶ τὴν πί­στη σὰν ἕ­να ἀ­κό­μα ἐρ­γα­λεῖ­ο γιὰ μιὰ κα­λύ­τε­ρη βό­λε­ψη μέ­σα στὸν κό­σμο;

πηγή:(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 347, Ἰούνιος 2012)

http://fdathanasiou.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου