Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Μνήμη της Αγίας Σοφίας και των Θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης (17 Σεπτεμβρίου)


Η Αγία μας Εκκλησία στις 17 Σεπτεμβρίου εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Σοφίας και των Θυγατέρων της Πίστις, Ελπίς και Αγάπης.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού, στην Ιταλία ζούσε η ευσεβής χήρα Σοφία, η οποία καταγόταν από σπουδαία οικογένεια. Η Σοφία με υπομονή και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού μεγάλωσε τις τρεις κόρες της, οι οποίες με τα ονόματά τους θύμιζαν τις τρεις βασικές αρετές που κοσμούν το Χριστιανό, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 7, 13) «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη».
Κάποια στιγμή η Σοφία με τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη, όπου δεν άργησε να γίνει γνωστή η παρουσία τους. Ο Αντίοχος, που ήταν διοικητής της Ρώμης, ενημέρωσε τον αυτοκράτορα Αδριανό, για την αφοσίωση της Σοφίας και των θυγατέρων της στο Θεό των Χριστιανών και ότι ταυτόχρονα περιφρονούν τους θεούς της πατρώας πίστεως των ρωμαίων. Τότε, ο αυτοκράτορας εξοργισμένος διέταξε τη σύλληψη της Αγίας Σοφίας και των τριών παιδιών της.

Μόλις τις έφεραν ενώπιον του, διέταξε να ξεχωρίσουν τη μητέρα από τις θυγατέρες της. Ο Αδριανός διέταξε την Αγία Σοφία να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά ομολόγησε με θάρρος ότι είναι χριστιανή. Τότε με θυμό και φθόνο ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Στη φυλακή συνάντησε και τα τρία παιδιά της, όπου είχε την ευκαιρία να απευθύνει τις απαραίτητες παραινέσεις. Με τον τρόπο αυτό τις προετοίμασε για το τι θα έπρεπε να περιμένει η ίδια, αλλά κι αυτές για την αγάπη του Ιησού Χριστού. Τις συμβούλευσε να μείνουν σταθερές στη πίστη και την υπομονή. Και να μείνουν αμετακίνητες μέχρι το τελικό μαρτύριο, εάν χρειαστεί.
Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας με κολακείες και υποσχέσεις και μετά με απειλές προσπάθησε να αλλάξει τις αγνές κόρες, αλλά αυτές, παρόλο το νεαρό της ηλικίας τους, με αποφασιστικότητα ομολόγησαν την πίστη τους και επιζητούσαν τα αιώνια αγαθά και τον ουράνιο Νυμφίο τους Χριστό. Οι τρεις θυγατέρες της άγιας Σοφίας είπαν στο δικαστή: «Σε πληροφορούμε πώς αν τυχόν λυπηθείς το κάλλος της νεότητάς μας, πού όπως είπες θεωρείς κάτι το εξαιρετικά σπουδαίο, και δεν μας υποβάλεις σε σκληρά βασανιστήρια, θα μας στενοχωρήσεις περισσότερο. Γιατί στην περίπτωση αυτή θα μας βλάψεις πραγματικά, αφού θα γίνεις αίτια να στερηθούμε την ανταπόδοση των μεγάλων και άφθαρτων αγαθών».
Η γενναιόφρονα στάση των τριών νεανίδων εξέπληξε το δικαστή. Έτσι αποφάσισε να τις χωρίσει και να εξετάσει την κάθε μία ιδιαίτερα, ελπίζοντας να τις αποδυναμώσει και να επιτύχει στο σκοπό του. Στην αρχή φώναξε τη μητέρα τους Σοφία και τη ρώτησε για το όνομα και την ηλικία των θυγατέρων της. Εκείνη απάντησε πώς η πρώτη ονομάζεται Πίστις και είναι δώδεκα χρονών, η δεύτερη Ελπίς και είναι δέκα και η τρίτη Αγάπη και είναι εννέα χρονών.
Τότε πρόσταξε να οδηγηθεί μπροστά του η μεγαλύτερη από τις τρεις, η Πίστις. Οργισμένος της είπε: « Θυσίασε, νεαρή μου, στη θεά Άρτεμη, όπως εδώ και πολλά χρόνια κάνουμε όλοι μας». Με έκπληξη του όμως διαπίστωσε ότι η εντολή του έπεσε στο κενό.
Έτσι πρόσταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Με πρώτο αυτό του ραβδισμού. Της αφήρεσαν την εσθήτα, της έδεσαν πισθάγκωνα τα χέρια και οι δήμιοι την έδειραν με χοντρές ράβδους. Αλλ’ ώ του θαύματος. Η τρυφερή δωδεκάχρονη μάρτυς του Χριστού φαινόταν όχι ραβδισμένη, αλλά έδειχνε σα να στολίζεται με ρόδα, ενώ στο σώμα της δεν υπήρχε ούτε ίχνος μωλωπισμού! Τότε διέταξε να προχωρήσουν σε ωμότερες πράξεις να αποκόψουν τούς μόλις σχηματιζόμενους μαστούς της Πίστεως. Και τότε συνέβη το πρωτοφανές και εξαίσιο γεγονός: από τις τομές αντί για αίμα έτρεξε σαν από βρύση γάλα! Μετά έβαλαν την μάρτυρα του Χριστού να ξαπλώσει σε πυρακτωμένη σχάρα. Όσο όμως εκείνος επινοούσε βασανιστήρια, άλλο τόσο και ο Θεός των χριστιανών προστάτευε την πιστή του δούλη και τη δόξαζε. Επόμενο μαρτύριο ήταν να τη ρίξουν σε ένα τεράστιο τηγάνι πού ήταν πάνω από αναμμένη φωτιά, γεμάτο πίσσα και άσφαλτο. Η Πίστις πρόφτασε να επικαλεστεί την εξ ύψους βοήθεια. Η φωτιά και η πίσσα πού κόχλαζε μεταβλήθηκαν σε δροσιά.
Το γεγονός προκάλεσε το θαυμασμό πολλών παρευρισκομένων, πού δόξαζαν τον Θεό των χριστιανών, όχι όμως και τού δικαστή, ο οποίος φανερά εκνευρισμένος και για να προλάβει την προσχώρηση ειδωλολατρών στη χριστιανική πίστη, αποφάσισε τον διά ξίφους θάνατο της αγίας μάρτυρος.
Όταν εξήγγειλε την απόφασή του αυτή, η Πίστις χάρηκε. Και η χαρά της διακρινόταν καθαρά στο πρόσωπο της. Αμέσως δε παρεκάλεσε την μεν μητέρα της να προσευχηθεί για να μείνει σταθερή ως το τέλος, τις δε δύο μικρότερες αδελφές της παρότρυνε να μη δειλιάσουν και χάσουν το βραβείο της άνω κλήσεως. Συγκεκριμένα είπε: « Γνωρίζετε καλά ποιόν ακολουθήσαμε στη ζωή μας και με ποιού τη σφραγίδα σφραγιστήκαμε κατά τη βάπτισή μας. Ας μείνουμε λοιπόν ακλόνητες στην πίστη μας έως τέλους. Ας μη φοβηθούμε και υποχωρήσουμε. Κόρες μιας μητέρας είμαστε. Αυτή μας γέννησε, μας έθρεψε σωματικά και πνευματικά. Το ίδιο φρόνημα και το ίδιο τέλος ας έχουμε και οι τρεις αδελφές. Η πρώτη ας είναι παράδειγμα και για τις άλλες δύο».
Τα λόγια αυτά της Πίστεως γέμισαν θάρρος και δύναμη την Ελπίδα και την Αγάπη, πού με τη σειρά τους έδωσαν κουράγιο στην αδελφή τους, ενώ την παρεκάλεσαν να προσευχηθεί και για κείνες στο Σωτήρα Χριστό να μείνουν σταθερές και ακλόνητες για να αξιωθούν το στεφάνι της αιώνιας ζωής. Στη συνέχεια η Πίστις, έσκυψε τον αυχένα και ο δήμιος κατεβάζοντας με δύναμη το ξίφος του, της έκοψε το κεφάλι, ενώ η ψυχή της στεφανωμένη ανήλθε προς το νυμφίο της Χριστό, την κεφαλή όλων.
Ακολούθως, έδωσε εντολή και έφεραν μπροστά του τη δεύτερη, την Ελπίδα. Έδωσε εντολή ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Η παρρησία της νεαρής χριστιανής εξόργισε ακόμα περισσότερο τον δικαστή, ο οποίος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν ένα λέβητα και αφού τον γεμίσουν με πίσσα και ρετσίνι να τον βάλουν πάνω σε δυνατή φωτιά ώσπου να κοχλάσουν τα υλικά αυτά κι υστέρα να ρίξουν μέσα την Ελπίδα. Ο Θεός όμως για μια ακόμα φορά έσωσε την καλλίνικη μάρτυρα: Πριν τη ρίξουν στο μείγμα πού κόχλαζε, ο λέβητας διαλύθηκε, το δε μείγμα χύθηκε τριγύρω, με αποτέλεσμα να κάψει πολλούς ειδωλολάτρες πού παρακολουθούσαν με περιέργεια τα όσα συνέβαιναν. Αποφάσισε να θανατωθεί η μάρτυς Ελπίς διά τού ξίφους.
Καθώς ή Ελπίς άκουσε την τελική απόφαση τού δικαστή, ως τελευταία επιθυμία ζήτησε από τη μητέρα της να προσευχηθεί για κείνη, ενώ η ίδια παρότρυνε με λόγια θερμά τη μικρότερη αδελφή, την Αγάπη, να μη υποκύψει στις υποσχέσεις η απειλές τού δικαστή, αλλά να ακολουθήσει το παράδειγμα των δύο μεγαλύτερων αδελφών της.
Έτσι, ήρεμη και με ακλόνητη πίστη και αποφασιστικότητα, έκαμψε τον αυχένα της, το δε ξίφος τού δημίου απέκοψε τη νεανική κεφαλή της, για να προστεθεί και η μάρτυς τού Χριστού Ελπίς στο νέφος των άγιων του.
Μετά το φρικτό μαρτύριο της Πίστεως και της Ελπίδος ο δικαστής, εξουθενωμένος διέταξε να φέρουν την Αγάπη. Αύτη ήταν μόλις εννέα χρονών. Ασφαλώς και θα την έπειθε. Πιθανόν να είχε τρομάξει από το θάνατο των δύο μεγαλύτερων αδελφών της. Αφού τη ρώτησε διάφορα και την κολάκεψε με καλά λόγια και υποσχέσεις, περίμενε πώς θα είχε πεισθεί να θυσιάσει, αλλά είχε κάνει λάθος στις εκτιμήσεις του, γιατί η Αγάπη τού είπε με θάρρος τα έξης: «Μη ξεγελιέσαι από τη νεαρή ηλικία μου και νομίζεις πώς θα με εξαπατήσεις και θα με παρασύρεις. Σύντομα θα διαπιστώσεις ότι κι εγώ, η μικρότερη, είμαι βλαστάρι από την ίδια ρίζα και τον κορμό. Από την ίδια μάνα είμαι γεννημένη, όπως και οι δύο αδελφές μου πού μαρτύρησαν για το Χριστό. Γι’ αυτό κι εγώ δεν θα ντροπιάσω τη μητέρα και τις δύο αδελφές μου. Είμαι μάλιστα αποφασισμένη και να τις ξεπεράσω στην άθληση και την καρτερία, διότι ξέρω από τα όσα συνέβησαν μ’ αυτές ότι θα έχω αμέριστη τη βοήθεια τού Κυρίου και Θεού μου».
Διέταξε να την κρεμάσουν και να την τεντώσουν με χοντρά σχοινιά τόσο πολύ, πού να σπάσουν οι αρθρώσεις των χεριών και των ποδιών της. Η προστασία όμως τού Θεού ήταν και εδώ άμεση. Τη διαφύλαξε σώα και άβλαβή. Έπειτα ετοιμάστηκε πυρακτωμένο καμίνι.
Πόση όμως ήταν η έκπληξη όλων όταν είδαν τη νεαρή μάρτυρα τού Χριστού να πηδάει μόνη της στο καμίνι, πριν προλάβουν να το κάνουν οι δήμιοι. Αλλ’ ώ τού θαύματος και πάλι!
Αντί να γίνει παρανάλωμα τού πυρός, εκείνη στεκόταν ανάμεσα στις φλόγες και ένιωθε σα να βρίσκεται σε ευχάριστο λουτρό. Και το πιο αξιοθαύμαστο; Οι φλόγες σε λίγο διασκορπίστηκαν και άρχισαν να καίνε τούς ειδωλολάτρες γύρω από το καμίνι! Ακόμα και στον δικαστή προκάλεσαν εγκαύματα.
Έτσι με τα εγκαύματα στο σώμα του, έδωσε νέα εντολή: Να τρυπήσουν τα μέλη τού σώματος της καλλίνικης μάρτυρος με περόνια. Όταν έγινε κι αυτό και επειδή η Αγάπη λίγο νοιαζόταν για τα φρικτά βασανιστήρια, αφού είχε «βοηθό και σκεπαστή» της τον Θεό, ο δικαστής έβγαλε την τελική του απόφαση, όμοια με των δύο άλλων αδελφών: τον διά τού ξίφους αποκεφαλισμό της τρίτης.
Την απόφαση άκουσε η Αγάπη με γενναιότητα και ανδρεία, θεωρώντας την ως την ασφαλή σφραγίδα και επιδοκιμασία της πίστεως και ομολογίας της προς τον Θεό. Φθάνοντας η μακαριστή Αγάπη στο τόπο τού αποκεφαλισμού, έσκυψε πρόθυμα τον αυχένα της και ο δήμιος εκτέλεσε την εντολή τού δικαστή. Έτσι ολοκληρώθηκε η τριπλή θυσία των αγίων μαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Η μητέρα τους Σοφία παρακολουθούσε από κάποια απόσταση την τελευταία πράξη τού μαρτυρίου. Κι αφού έφυγαν οι δήμιοι και οι ειδωλολάτρες πού έβλεπαν τα γινόμενα, έσπευσε και αγκάλιασε το άψυχο σώμα της κόρης της Αγάπης. Το φιλούσε με μητρική αγάπη, αλλά και σεβασμό, αφού αυτό ανήκε σε μια μάρτυρα τού Χριστού. Στη συνέχεια, εκτελώντας όσα αρμόζουν στους κεκοιμημένους, ράντισε με μύρο το σώμα, το τύλιξε με πολυτελή σάβανα και το έβαλε δίπλα στις σορούς των λειψάνων των δύο άλλων θυγατέρων της, για τις οποίες είχε πράξει προηγουμένως τα ίδια. Κατόπιν εναπέθεσε και τα τρία σε μικρό ναό πού είχε χτίσει με δαπάνη της. Με τον τρόπο αυτό η φιλόχριστη μητέρα Σοφία έκανε σε όλους τούς χριστιανούς τη μεγάλη πνευματική δωρεά, να έχουν στους αιώνες έναν ανεκτίμητο πλούτο και έναν αδαπάνητο θησαυρό: τρεις άγιες μάρτυρες, κατά σάρκα και πνεύμα αδελφές, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη. Με τις πρεσβείες τους θεραπεύονται ψυχικά και σωματικά πάθη, ενισχύονται οι πιστοί στον πνευματικό τους αγώνα, γνωρίζουν τον Θεό, σώζονται.
Τρείς ημέρες μετά το μαρτυρικό τέλος της Αγάπης και τον ενταφιασμό της, η μητέρα της Σοφία πήγε στο ναΐσκο για να τελέσει τα καθιερωμένα ιερά μνημόσυνα των τριών καλλινίκων μαρτύρων θυγατέρων της. Εκεί ακριβώς και πάνω από τη λάρνακα πού είχαν εναποτεθεί τα ιερά σώματα των αγίων, έκανε γονατιστή την ακόλουθη προσευχή: «Τίμια σφάγια, πού βρίσκεσθε πλέον κοντά στον Θεό, θυσίες πού γίνατε ευπρόσδεκτες από τον Ιησού Χριστό, δεχθείτε τη μητέρα σας ως συγκάτοικο στην ίδια σκηνή, στην ουράνια κατοικία σας». Αυτά είπε με πίστη η γενναία και εξαίρετη αυτή μητέρα. Και ήταν τέτοια η επιθυμία της καρδιάς και του νου της, πού εισακούσθηκαν τα λόγια της και «κοιμήθηκε τον ύπνο πού αρμόζει στους δικαίους», γράφει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής και συναξαριστής της. Έτσι ετελειώθη και πήγε να συναντήσει τις τρεις θυγατέρες της πού μαρτύρησαν για το Χριστό.
Κάποιες ευσεβείς γυναίκες πού ήταν μαζί της επιτέλεσαν και για την άγια Σοφία τα καθιερωμένα και αρμόζοντα, τοποθέτησαν δε τη σορό της στην ίδια λάρνακα όπου ήταν εναποτεθειμένα και τα λείψανα των τριών θυγατέρων της.


πηγή:http://aktines.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου