Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου (από το Γεροντικό)



Είπε ο αββάς Αντώνιος:
«Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ, γιατί η αγάπη διώχνει πέρα τον φόβο».

 
«Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε».


Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
"Τι αν φυλάξω, θα είμαι αρεστός στον Θεό;"
Και απάντησε ο Γέροντας:
"Τήρησε αυτά που θα σου παραγγείλω:
Όπου κι αν πάς, τον Θεό να΄χεις μπρός στα μάτια σου πάντοτε.
Ό,τι κι αν κάνεις, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών.
Και σ΄όποιον τόπο κι αν κατοικείς, μη μετακινείσαι εύκολα από κει.
Αυτές τις τρεις παραγγελίες κράτησέ τες και σώζεσαι".


 

Ο αββάς Αντώνιος κάποια φορά βυθίζοντας βαθιά τη σκέψη του, ζήτησε να μάθει τα κρίματα του Θεού:
«Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζούν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν;
Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;»
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
«Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».


Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
 "Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε".
Και ο Γέροντας τους λέει:
"Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή".
Aλλά αυτοί είπαν:
"Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε".
Και ο Γέροντας τους είπε:
"Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο".
"Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό".
"Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα".
 "Ούτε αυτό μπορούμε", του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
 "Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μην ανταποδίδετε τα ίσα".
Λένε πάλι:
 "Ούτε αυτό μπορούμε".
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
"Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;"


Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού -του διαβόλου- απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη». 


Είπε πάλι: «Είναι μερικοί που έλιωσαν τα σώματά τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, βρέθηκαν μακριά από τον Θεό».


«Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς (=δοκιμασίες). Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχει που να σώζεται.»


"Αυτός που χτυπάει τη μάζα του σιδήρου, πιο μπροστά βάζει στο μυαλό του τι πρόκειται να κάνει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι;
Έτσι και εμείς οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας ποια αρετή επιδιώκουμε, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας".


Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη πού και πού να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, τού λέγει: «Βάλε μια σαϊτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Το έκαμε εκείνος. Τού λέγει: «Τέντωσέ το πιο πολύ». Και το τέντωσε. Και πάλι τού λέγει: «Ακόμη πιο πολύ». Τού απαντά τότε ο κυνηγός: "Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τού λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν πού και πού να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς». Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους. 


Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε κατά τη δύναμή του. Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Ύστερα από όλους, λέει στον αββά Ιωσήφ: «Εσύ τί έχεις να πεις πάνω σ' αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέει λοιπόν ο αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, "δεν ξέρω".» 


Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Έρχεται καιρός που οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας: "Εσύ είσαι παράλογος". Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιός τους».


Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευιτικό. Βγήκε λοιπόν ο γέροντας στην έρημο και τον ακολούθησε ο αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέροντας απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, στείλε μου τον Μωυσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό». Και ακούστηκε φωνή, που μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο αββάς Αμμωνάς: «Τη φωνή που μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Αλλά το νόημα του λόγου δεν το έμαθα». 


Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ». 


Έλεγαν μερικοί για τον αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξαιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε. 


Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο να του αναφέρουν τα οράματα που έβλεπαν, και να πληροφορηθούν απ΄αυτόν εάν πρόκειται για αληθινά οράματα ή τα δημιουργούν οι δαίμονες.

Αυτοί είχαν ένα γαϊδουράκι που τους ψόφησε στον δρόμο. Μόλις έφθασαν στον Γέροντα, πρόλαβε και τους είπε:

- "Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;"

- "Πού το ξέρεις, αββά;" τον ρώτησαν.

Κι εκείνος τους είπε:

- "Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν".

- "Μά κι εμείς -είπαν- γι΄αυτό το θέμα ήρθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε οράματα και πολλές φορές βγαίνουν αληθινά. Αλλά μη τυχόν πέφτουμε σε πλάνη;"

Και ο Γέροντας παίρνοντας ως παράδειγμα αυτό που συνέβη με τον όνο, τους πληροφόρησε ότι προέρχονται από τους δαίμονες. 


Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Αντώνιο:

- "Προσευχήσου για μένα".

Και ο Γέροντας του λέει:

- "Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, εάν σύ ο ίδιος δεν σπεύσεις με ζήλο να ζητήσεις από τον Θεό".


Είπε επίσης ότι ο Θεός δεν επιτρέπει να ΄ρθουν οι μεγάλοι πειρασμοί στη γενιά αυτή όπως στις παλαιότερες, γιατί γνωρίζει ότι είναι αδύναμοι και δεν αντέχουν. 


Είπε πάλι: «Γνωρίζω μοναχούς, που ύστερα από πολλούς κόπους, έπεσαν και τους σάλεψαν τα λογικά, επειδή στήριξαν ελπίδες στον εαυτό τους και δεν λογάριασαν τη θεία εντολή, που λέει: "Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι" (Δευτερονόμιον 32,7)». 


Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:

"Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ".

Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.

Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.

Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:

"Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν".


Είπε ο αββάς Αντώνιος: "Νομίζω πώς το σώμα έχει μία φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄αυτά, διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.

Γι΄αυτό και έλεγε ο Απόστολος: "Μη μεθάτε με κρασί που οδηγεί στην ασωτεία".

Αλλά και ο Κύριος, όταν έδινε εντολές στους μαθητές του, είπε: "Προσέχετε μη σκληρύνουν οι καρδιές σας μέσα στην κραιπάλη και στη μέθη".

Υπάρχει όμως και μια άλλη κίνηση σ΄αυτούς που αγωνίζονται πνευματικά. Αυτή προέρχεται από την δολιότητα και τον φθόνο των δαιμόνων.

Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν. Μια η φυσική, η άλλη από απροσεξία στις τροφές και η τρίτη από τους δαίμονες".


Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλίτ, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι΄αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο και του είπε:

- "Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ".

Τον έστειλε πάλι ο Γέροντας και τους μήνυσε το εξής:

- "Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά. Και εσείς ό,τι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε;"

Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.


Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ένα καράβι για να πάνε και σ΄αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος: "Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν". Και στον Γέροντα είπε: "Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά". Και ο Γέροντας του απαντά: "Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα, και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι".
Και αυτό το είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.


Είπε ο αββάς Αντώνιος:

"Έχοντας το φόβο του Θεού ζωντανό στη σκέψη μας, να θυμόμαστε πάντοτε το θάνατο.

Να μισήσουμε τον κόσμο και όλα τά του κόσμου, να μισήσουμε κάθε σαρκική ανάπαυση, να απαρνηθούμε στη ζωή αυτή, για να ζήσουμε με τον Θεό. Να θυμάστε τι υποσχεθήκατε στον Θεό. Γιατί αυτό θα μας το ζητήσει την ημέρα της κρίσεως.

Ας δοκιμασθούμε λοιπόν με την πείνα, τη δίψα και τη γύμνια.

Ας αγρυπνήσουμε, ας πενθήσουμε, ας στενάξουμε με την καρδιά μας.

Ας ερευνήσουμε αν γίναμε άξιοι του Θεού. Να αγαπήσουμε τη θλίψη, για να βρούμε τον Θεό.

Να καταφρονήσουμε τη σάρκα, για να σωθεί η ψυχή μας".


Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
"Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ' αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;"
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο.
Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του.
Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:

"Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς".

Και ο Αντώνιος όταν τ΄άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας, προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου