Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Ο Αγίος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος



Ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος τιμάται στις 23 Απριλίου. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).

Τα πρώτα του χρόνια
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος Γεώργιος είναι ένα από τα πιο λαμπρά παλικάρια του Χριστού. Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο πατέρας του καταγότανε από την Καππαδοκία και υπηρετούσε σαν αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η πατρίδα της μητέρας του ήταν η Λύδδα της Παλαιστίνης. Ενώ ο Γεώργιος ήταν πολύ μικρός ακόμη, απέθανε ο πατέρας του. Τότε η μητέρα με τον Γεώργιο πήγε στην ιδιαιτέρα της πατρίδα, την Λύδδα. Εκεί ασχολήθηκε σοβαρά με την ανατροφή του παιδιού της. Του έμαθε τις μεγάλες και ακατάλυτες αλήθειες της Χριστιανικής Θρησκείας και του φώτισε την καρδιά και τον νου με το φως των λόγων του Ευαγγελίου. Του φύτεψε μεγάλη και σταθερή αγάπη για τον Χριστό και την Χριστιανοσύνη. Καθημερινά τρεφότανε και μεγάλωνε με το μεγαλείο του χριστιανικού αγώνος.

Γίνεται Χιλίαρχος
Πολύ νέος ο Γεώργιος ακολουθεί το στρατιωτικό στάδιο, σαν τον πατέρα του. Η εξυπνάδα του, η ευστροφία του, η δραστηριότητα και η πρωτοβουλία τον αναδείχνουν πολύ γρήγορα. Το όνομά του γίνεται ξακουστό. Όλοι οι αξιωματούχοι μιλάνε γι’ αυτόν και τον θαυμάζουν. Η μια προαγωγή διαδέχεται την άλλη. Έγινε σε ηλικία μόλις 20 χρόνων χιλίαρχος. Γι’ αυτό τον λένε και στρατηλάτη. Ποτέ όμως δεν ξέφυγε από τις χριστιανικές του αρχές. Είναι αφ’ ενός τίμιος αξιωματικός, αλλά και συνεπής Χριστιανός. Ο Γεώργιος δεν παρασύρεται από τα μάταια του κόσμου τούτου. Μένει απλός, γλυκύς και καταδεκτικός. Βοηθάει τους αδυνάτους. Δίδει κουράγιο στους απελπισμένους και δείχνει στοργή σε όλους.


Υπερασπίζεται την χριστιανική Πίστη
Ήρθαν όμως και δύσκολες μέρες για την Χριστιανοσύνη. Ο Διοκλητιανός γεμάτος μίσος, για τους οπαδούς του Ναζωραίου, κήρυξε άγριο διωγμό κατά των χριστιανών. Έστειλε, λοιπόν, διαταγές, σ’ όλο το Ρωμαϊκό Κράτος, στις οποίες έλεγε να συλλαμβάνονται όλοι οι χριστιανοί. Και όσοι δεν θυσιάζουν στα είδωλα να θανατώνονται. Τότε ο Γεώργιος δεν συμφώνησε. Τις διαταγές του αυτοκράτορα δεν τις εκτέλεσε στην Επαρχία του. Εν τω μεταξύ αναφορές πολλών αξιωματικών και ηγεμόνων προς τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό λέγανε, ότι η Ανατολή είχε μεγάλο κύμα χριστιανών. Βγάζει νέες εγκληματικές και φαρμακερές διαταγές. Τρόμος, φόβος και σφαγή συγκλονίζουν όλη την Ανατολή και πιο πολύ την Νικομήδεια, όπου είχε την έδρα του ο αυτοκράτορας. Ο χιλίαρχος Γεώργιος δεν εκτελεί και πάλι τις διαταγές του αυτοκράτορα. Δεν συλλαμβάνει κανένα χριστιανό. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά αποφασίζει να συγκρουστεί με τον Διοκλητιανό. Πουλάει πρώτα την περιουσία του και την μοιράζει στους φτωχούς χριστιανούς. Έπειτα, όταν μια μέρα ο Διοκλητιανός είχε συγκεντρώσει τους αξιωματούχους του και έδινε οδηγίες, για την εξολόθρευση των χριστιανών, ο Γεώργιος μπαίνει μέσα στην αίθουσα των επισήμων με θάρρος και λέει στον Βασιλέα:
—Είναι φοβερό, βασιλεύ, αυτό που κάνει. Είναι έγκλημα! Χτυπάτε τους χριστιανούς με μανία, χωρίς να σας κάνουν κανένα κακό. Και όμως αυτοί μονάχα βρίσκονται κοντά στο φως και στην αλήθεια. Παραδέξου το, βασιλεύ. Δεν χρειάζεται ηρωισμός. Εκείνοι μόνον ξέρουν και γιατί ζουν και γιατί πεθαίνουν. Εσείς ζείτε στο σκοτάδι και στο έγκλημα... Εγώ νοιώθω ευτυχισμένος, από τότε που πίστεψα στο Χριστό... Ο αυτοκράτορας έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν περίμενε ποτέ να τ’ ακούσει αυτό από ένα διαλεχτό του αξιωματικό. Στην αρχή είπε στον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο να μιλήσει αυτός. Ύστερα όμως ανέλαβε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να συνετίσει τον Γεώργιο και τον παρότρυνε να αλλάξει μυαλό. Όμως ο Μάρτυρας του απάντησε γενναία:
—Όχι, βασιλεύ, δεν αλλάξω μυαλό. Δεν θ’ αφήσω ποτέ την ευτυχία, για να γίνω δυστυχής. Δεν θα εγκαταλείψω το φως, για να βρω το σκοτάδι...


Αρχίζουν τα βασανιστήρια

Πλημμυρισμένος από μίσος και παράλογη οργή τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να βασανίσουν σκληρά και απάνθρωπα τον Γεώργιο. Οι βασανιστές δεν χάσανε καιρό. Δέσανε αμέσως τα χέρια του και τον έβαλαν να σταθεί όρθιος ατό προαύλιο του μεγάρου, εκεί που έκαναν τις συγκεντρώσεις τους οι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Έπειτα δόθηκε το σύνθημα για ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Δεκάδες σουβλερά και φαρμακερά κοντάρια πετάξανε οι ακοντιστές κατ’ επάνω του, για να του κατατρυπήσουν το κορμί. Τα κοντάρια όμως με τη δύναμη και την θέληση του Θεού λυγίσανε, σαν να ήταν φτιαγμένα από κερί. Αλλά από αυτά αλλάξανε δρόμο. Φύγανε μακριά από το τρυφερό κορμί του νεαρού Γεωργίου!
Έπειτα πήρανε τον Γεώργιο, δεμένο πάντοτε πισθάγκωνα, και τον κατεβάσανε σε μια υγρή κι’ ανήλιαγη φυλακή. Τον κατεβάσανε βαθειά σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό και βρωμερό.
Εκεί τον ξαπλώσανε με οργή και του δέσανε τα πόδια. Με απάνθρωπη σκληρότητα, του βάλανε κατόπιν μια μεγάλη πέτρα στο γυμνό στήθος του. Το βάρος της κοφτερής πέτρας του έκοβε τις σάρκες του και δυσκόλευε φοβερά την αναπνοή. Και το κορμί του ήταν δεμένο σε ξύλινους πασσάλους και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κινηθεί. Έμεινε έτσι κάτω από τον πόνο όλη την νύχτα ο νεαρός στρατιώτης του Χριστού, Γεώργιος.

Στον φρικτό τροχό
Όταν ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βγάλουν από την φυλακή και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Ο Διοκλητιανός κοίταξε χαιρέκακα τον νεαρό αξιωματικό του, που προτίμησε, από τα αξιώματα και τι δόξες τις προσωρινές, τον Χριστό. Τον ρώτησε έπειτα με αγωνία:
—Πες μου, Γεώργιε, άλλαξες μυαλό; Σκέφθηκες καλύτερα; Άρχισες να μετανοείς για την πρώτη απόφαση σου η επιμένεις ακόμη σ' αυτή;
—Όχι, βασιλεύ του απάντησε σταθερά. Παραμένω πιστός στον Χριστό. Και αν με ρωτάς, νομίζοντας πώς τα μικρά βασανιστήρια που μου έκανες με δειλιάσανε, σου απαντώ: Όχι! Όσα μαρτύρια και αν μου κάνεις, όσα κι αν υποφέρω, μένω και θα μένω σταθερός στην πίστη μου...
Άγρια θύελλα απάνθρωπης οργής και σκοτεινός εγωισμός τάραξε τότε τα νεύρα του αυτοκράτορα. Σηκώθηκε αγριεμένος και τρέμοντας από θυμό φώναξε:
—Μη στέκεστε. Ετοιμάστε τον τροχό. Δέστε τον κι’ αρχίστε τις στροφές...
Οι στρατιώτες φοβισμένοι από τον έξαλλο τόνο της φωνής του Διοκλητιανού, φέρανε απέναντι τους τον τροχό του μαρτυρίου. Πάνω σ’ εκείνο τον τροχό στήσανε ένα τραπέζι με κοφτερές λεπίδες και με άγκιστρα. Ήταν δε αυτά έτσι τοποθετημένα, ώστε καθώς φέρανε στροφή τον τροχό, πάνω στον οποίο ήταν δεμένος ο Γεώργιος, οι λεπίδες και τ’ άγκιστρα του κόβανε και του σχίζαν τις σάρκες. Τί τρομερό, τί σατανικό όργανο βασανισμού των Μαρτύρων! Ο Γεώργιος πονούσε και υπέφερε φοβερά. Οι πληγές που άνοιγαν τον συνταράζανε. Εκείνος όμως συνεχώς προσευχόταν. Παρακαλούσε τον Θεό να του δώσει δύναμη να αγωνιστεί νικηφόρα. Στην αρχή η προσευχή ήταν ακουστή απ’ όλους.
Έπειτα γινότανε ψιθυριστή, διότι ο Άγιος σιγά - σιγά έχανε τις σωματικές του δυνάμεις. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε με θηρωδία τον Άγιο στο βασανιστήριο και ειρωνευόταν την ανδρεία του λέγοντας:
—Που είναι ο Θεός σου, Γεώργιε; Γιατί δεν έρχεται να σε βοηθήσει, αλλά σ’ αφήνει να τυραννιέσαι έτσι;
Έπειτα σηκώθηκε ο αιμοβόρος βασιλεύς και προχώρησε προς τον ναό του ψεύτικου Θεού Απόλλωνος να θυσιάσει στα είδωλα. Την ίδια στιγμή, κι’ ενώ ο Διοκλητιανός δεν είχε φύγει μακριά από τον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, βαριά και μαύρα σύννεφα σκεπάσανε τον ουρανό. Αρχίσανε βροντές. Αστραπές αυλακώσανε τα σύννεφα. Έπειτα ακούστηκε μία θεϊκή φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου. Σε παρακολουθώ που υπομένεις με πίστη και ανδρεία...
—Ακολούθησε για λίγο γαλήνια σιγή. Ξαφνικά διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα.
Ξαστέρωσε ο ουρανός και, ώ του θαύματος! Ο Γεώργιος βρέθηκε όρθιος, λυμένος από τον τροχό.
Άγγελος Κυρίου τον ελευθέρωσε από εκεί. Οι παρευρεθέντες κοντά στον τόπο του μαρτυρίου, μόλις είδανε το θαύμα αυτό, τα χάσανε. Πιστέψανε κι’ αυτοί στο Χριστό, που έδειχνε τη δύναμη Του τόσο φανερά. Τον πήρανε έπειτα από το χέρι οι στρατιώτες και βασανιστές με σεβασμό και φόβο και τον παρουσίασαν μπροστά στον βασιλέα, κοντά στον βωμό, που ήταν έτοιμος να θυσιάσει στα είδωλα. Μόλις εκείνος τον βλέπει ελευθερωμένο από τον τροχό εξαγριώνεται. Φωτιές πετούν τα μάτια του. Τα χείλη του τρέμουν. Είναι έτοιμα να ξεράσουν βρισιές. Αλλά ο Γεώργιος τον προλαβαίνει και του λέγει:
—Με παρέδωσες στο θάνατο, βασιλεύ, αλλά ο Θεός, ο Βασιλεύς των ουρανών, μ’ ελευθέρωσε. Δεν είναι ψέματα. Αυτός είναι αληθινός Θεός. Προσκυνήστε Τον και σεις όλοι. Πάψτε να γονατίζετε στα είδωλα.
Ο Διοκλητιανός έξαλλος φωνάζει:
—Πρωτολέοντα, Ανατόλιε γενναίοι μου χιλίαρχοι, διαλεχτοί αξιωματικοί μου, πιάστε τον. Δέστε τον... Τι με κοιτάζετε; Σας διατάζω. Είμαι ο αυτοκράτορας!... Οι στρατηλάτες, όμως δεν υπακούν στη διαταγή του Διοκλητιανού. Και, όχι μονάχα αυτό, αλλά το θαύμα που είδανε προηγούμενος και η ουράνια φωνή, που άκουσαν, τους κάνανε να πιστέψουν στον Θεό του Γεωργίου.
Εκεί, λοιπόν, που ο αυτοκράτορας περίμενε να εκτελέσουν οι στρατηλάτες την διαταγή του, τους είδε γεμάτος έκπληξη και απορία, να πετούν τους στρατιωτικούς ζωστήρες και τα ξίφη τους στα πόδια του. Αυτό ήταν σημείο, πώς αρνιόνταν να ανήκουν πια στο στρατό του.
—Και μείς πιστεύουμε στο Χριστό, φωνάξανε με θάρρος.

Αίμα Μαρτύρων
—Θάνατος! Θάνατος! σάς περιμένει όλους, κραυγάζει τότε έξαλλος ο Διοκλητιανός. Δεν προλαβαίνει όμως να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει πώς να τους θανατώσει, και την ίδια στιγμή παρουσιάζονται μπροστά του στρατιώτες λαχανιασμένοι, που του λένε κι’ άλλα συνταρακτικά νέα:
—Βασιλεύ, του λέγουν, στους στρατιώτες γίνεται χαλασμός. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες αφήνουν τους θεούς σου και γίνονται χριστιανοί. Ακολουθούν τον Γεώργιο, διότι άλλοι είδανε το θαύμα κι’ άλλοι άκουσαν γι’ αυτό... —Να συλληφθούν αμέσως όλοι κραυγάζει, ο Διοκλητιανός. Να μου τους φέρετε όλους δεμένους. Θα τους πνίξω ατό αίμα...
Και πράγματι, η σφαγή που ακολούθησε ήταν φοβερή. Ο Ανατόλιος και ο Πρωτολέων αποκεφαλίστηκαν λίγο έξω από την πόλη. Και πολλοί άλλοι βρήκανε μαρτυρικό τέλος. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευσέβιος, ο Λέων, ο Λεόντιος, ο Λόγγινος, ο Βίκτωρ, ο Ζωτικός, ο Ζήνων και ο Ακίνδυνος. Όλοι τους όμως αντιμετώπισαν τον θάνατο με ψυχραιμία και γαλήνη. Πεθάναν λέγοντας προσευχές στο Χριστό.

Στον λάκκο με την άσβεστο
Ο Διοκλητιανός δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πώς να εξοντώσει τους χριστιανούς, που πλήθαιναν καθημερινώς. Φοβότανε ακόμη τον Άγιο Γεώργιο. Όσο εκείνος ήταν! ζωντανός, πολλοί χριστιανοί ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Γι’ αυτό διέταξε να θανατωθεί. Πήρανε, λοιπόν, το άλλο πρωί τον Μεγαλομάρτυρα οι στρατιώτες του Διοκλητιανού και τον πήγανε λίγο έξω από την πόλη. Εκεί ήταν ένας τεράστιος λάκκος με ασβέστη. Είχανε ρίξει μέσα στο λάκκο αυτό άφθονο νερό και η άσβεστος κόχλαζε. Μέσα στο λάκκο εκείνο πετάξανε οι ειδωλολάτρες στρατιώτες τον Άγιο και τον αφήσανε επί τρεις μέρες και νύχτες. Την τρίτη μέρα διέταξε ο αυτοκράτορας να σκάψουν στο λάκκο και να βρούνε ότι απόμεινε από το κορμί του Αγίου. Διέταξε ακόμη να εξαφανίσουν τα υπολείμματα από το σώμα του, για να μη τα βρούνε οι χριστιανοί. Γιατί μ’ αυτά θα θέριευε πιο πολύ η πίστης τους. Στρατιώτες, λοιπόν, πολλοί και πλήθος κόσμου βγήκανε την τρίτη μέρα έξω από την πόλη, για να δούνε το σώμα του Αγίου και να εκτελέσουν την διαταγή του αυτοκράτορα. Κοιτάξανε όλοι τους με απορία τους στρατιώτες, που άρχισαν να σκάβουνε στο μέρος, που είχανε πετάξει τον Μεγαλομάρτυρα. Ξαφνικά βλέπουνε τον Άγιο να βγαίνει από το λάκκο σώος κι’ αβλαβής. Η φοβερή φωτιά της ασβέστου, με την δύναμη του Θεού, δεν τον είχε πειράξει καθόλου. Όλοι τότε τα χάσανε. Το θαύμα είναι ολοφάνερο! Πολλοί φωνάζανε:
—Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός! Είναι θαυματουργός!
Τον παρουσιάζουν έπειτα στον αυτοκράτορα και του λένε τα καθέκαστα. Τότε ο αυτοκράτορας αποκρίνεται στον Μεγαλομάρτυρα:
—Πες μου, Γεώργιε, που έμαθες την τέχνη της μαγείας; Φανέρωσε μας την τέχνη σου και πάψε να μας λες, πώς τάχα είσαι χριστιανός και θαυματουργεί ο Θεός σου...
—Εγώ, βασιλεύ, είπε ο Άγιος, νόμιζα, ότι αυτό το θαύμα του Χριστού, με το οποίο σώθηκα από το καμίνι της ασβέστου, θα σ’ έκανε να δεις την αλήθεια. Δυστυχώς όμως είσαι δεμένος στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας και ονομάζεις έργα μαγείας τα ολοφάνερα και εξαίσια θαύματα του Χριστού.

Τα πυρακτωμένα υποδήματα
Ο Διοκλητιανός όμως ούτε ακούει, ούτε βλέπει, ούτε συγκινείται από αυτά. Είναι ένας πωρωμένος χριστιανομάχος. Αντί λοιπόν άλλης συζητήσεως με τον Άγιο, τον βάζει σε νέο φρικτό μαρτύριο. Διατάζει να του φορέσουνε σιδερένια υποδήματα, αφού πρώτα τα βάλουνε στη φωτιά και καούνε, μέχρις ότου κοκκινίσει το μέταλλο. Τα παπούτσια εκείνα είχανε μέσα και καρφιά όρθια. Μόλις, λοιπόν, κοκκίνισαν τα μετάλλινα παπούτσια, οι βασανιστές του τα φέρανε μπροστά να τα φορέσει. Εκείνος έκανε τον Σταυρό του και προσευχόμενος τα φόρεσε. Οι ειδωλολάτρες τον σπρώχνανε και του φωνάζανε να τρέχει, ενώ ο αυτοκράτορας γελούσε και κάγχαζε. Το μαρτύριο αυτό κράτησε πολύ. Αλλά τον Άγιο τον φύλαξε ο Θεός. Έπειτα, με φορεμένα αυτά τα φοβερά υποδήματα, τον κλείσανε σ' ένα υγρό κι’ απαίσιο κελί. Εκεί έμεινε όλη την νύχτα και προσευχότανε:
—Κύριε, έλεγε, βοήθησέ με. Τώρα, που οι πόνοι μου με σπαράζουνε, τώρα που ταράζονται οι σάρκες και τα κόκαλα μου και οι εχθροί μου πληθύνονται, έχω πιο πολύ την ανάγκη της βοηθείας Σου... Έλεγε ψαλμούς από το ψαλτήρι της Εκκλησίας, που τους ήξερε απ’ έξω.
Όταν ξημέρωσε είδε μ’ έκπληξη, ότι δεν υπήρχε καμιά πληγή στα πόδια του. Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς, που νόμιζε, ότι ύστερα από αυτό το μαρτύριο, που πέρασε ο Άγιος, δεν θα μπορούσε διόλου να βαδίζει, διέταξε να τον φέρουνε μπροστά του, έστω και φορτωμένο στους ώμους των στρατιωτών. Όταν όμως τον βλέπει να βαδίζει κανονικά, σαν να μη είχε συμβεί τίποτε, γεμάτος απορία και κακία τον ρωτάει: —Έμεινες, λοιπόν, ευχαριστημένος από τα υποδήματα; Σου κάνανε καλό; Σού φέρανε χαρά;
—Ναι βασιλεύ! Είπε ο Άγιος.
—Άφησε, Γεώργιε, την μαγική σου τέχνη. Πάψε να ξεγελάς τον εαυτό σου και τους άλλους με αυτές τις ανοησίες.
—Ανόητος είσαι συ, βασιλεύ! Είπε τότε ο Μεγαλομάρτυς στον Διοκλητιανό. Και συνέχισε:
—Σου μιλάω έτσι, διότι βλέπω, ότι ονομάζεις την δύναμη του Θεού μαγική τέχνη.


Ραβδίζεται φοβερά

Ταράζεται τότε από οργή ο αυτοκράτορας. Πρώτη φορά βλέπει ένα αξιωματούχο του να τον κρίνει τόσο αυστηρά. Για να ικανοποιήσει τον βάρβαρο εγωισμό του, διατάζει ουρλιάζοντας να μαστιγώσουν ανελέητα τον Μεγαλομάρτυρα. Το μαρτύριο των ραβδισμών είναι φοβερό. Οι βασανιστές κτυπούν τον αθλητή του Χριστού, χωρίς λύπη. Κρατούνε στα χέρια τους νεύρα βοδιών (βούνευρα) και μ’ αυτό οργώνουν το νεανικό κορμί του Αγίου. Ο ένας σταματάει, ο άλλος αρχίζει... Ανοίγουν πληγές στη ράχη και στην κοιλιά του μάρτυρος. Το στήθος του γίνεται κόκκινο από το αίμα. Οι πόνοι είναι μεγάλοι κι’ αβάσταχτοι. Αλλά η αγάπη για τον Χριστό είναι μεγαλύτερη.. Κι’ έτσι ο Άγιος υποφέρει γι’ αυτόν τα πάντα. Και πάνω στην φρίκη των πόνων όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα γλυκό φως, μια λάμψη παράξενη, μια ευτυχία, που κανείς δεν μπορούσε να τα εξηγήσει.
Μόνο ο Διοκλητιανός ο ξεροκέφαλος και πιο αιμοδιψής τύραννος συνέχιζε να λέγει, ότι ο Γεώργιος τα κάνει όλα αυτά με την δύναμη της μαγικής τέχνης.

Ο μάγος Αθανάσιος
Τότε ο επίτροπος, ο πρωτοσύμβουλος του αυτοκράτορα, ο οποίος ονομαζότανε Μαγνέντιος, του είπε:

—Μη στεναχωρείσαι, βασιλεύ. Στην πόλη μας βρίσκεται ο μεγαλύτερος μάγος της αυτοκρατορίας σου. Είναι ο μεγάλος μάγος Αθανάσιος. Αυτός ξέρει όλη την μαγική τέχνη. Να τον καλέσεις, λοιπόν, κι’ αυτός αμέσως θα νικήσει την τέχνη του Γεωργίου. Καλέσανε τότε τον μεγάλο μάγο Αθανάσιο στ’ ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο αυτοκράτορας είπε τότε στον μάγο την περίπτωση του Μεγαλομάρτυρα και κατέληξε με τούτα τα λόγια:

—Ο Γεώργιος με την τέχνη του, μας έκανε τέρατα και σημεία, όπως ξέρεις και όπως - όπως όλοι το ξέρουν. Τώρα το πώς τα έκανε όλα αυτά, μονάχα εάν μπορείς να γνωρίζεις και οι μάγοι που είναι, σαν κι’ εσένα. Με μαγείες, λοιπόν, και συ, σε παρακαλώ, να τον κάνεις να γονατίσει στις διαταγές μου ή διαφορετικά να προετοιμάσεις κανένα δηλητήριο, ώστε να θανατωθεί μ' αυτό...

—Αύριο, βασιλεύ, θα μπορώ να σου δείξω την δύναμη μου, είπε ο μάγος. Κάνε μόνον υπομονή για τη νύχτα...

Ο μάγος, λοιπόν, έφυγε για το μαγικό του εργαστήριο, ενώ ο Άγιος κλείστηκε στη φυλακή, όπου φρουρούσαν διπλοφρουροί. Την άλλη μέρα, σχεδόν ξημερώματα, έφτασε ο μάγος στο αυτοκρατορικό παλάτι, φέρνοντας μαζί του δυο πήλινα αγγεία γεμάτα δηλητήριο. Όταν συνάντησε στο προαύλιο τον βασιλέα, του είπε εγωιστικά: —Διάταξε, Βασιλεύ, να φέρουν εδώ μπροστά σου τον κατάδικο Γεώργιο και θα δεις την δύναμη των μεγάλων θεών. Όπως βλέπεις, Βασιλεύ, έχω εδώ δύο πήλινα αγγεία. Στο ένα έχω τέτοιο μαγικό δηλητήριο, που μόλις το πιει θα χάση τα λογικά του και χωρίς καμιά αντίρρηση θα εκτελεί τις διαταγές σου. Στο άλλο δοχείο, που κρατώ στο δεξί μου χέρι, έχω δηλητήριο θανάτου. Μόλις πιει απ’ αυτό θα πεθάνει. Ο Διοκλητιανός δεν χάνει καιρό. Διατάζει και φέρουν μπροστά του τον Άγιο αμέσως. —Τώρα -του λέγει ο αυτοκράτορας- δεν θα πιάνουν πια τα μάγια σου, Γεώργιε! Ο γενναίος μάρτυρας μένει αμίλητος. Τότε ο Διοκλητιανός κάνει νόημα στο μάγο να δώσει στον Γεώργιο από το φάρμακο, που χάνονται τα λογικά και συγχρόνως διατάζει τον Άγιο να το πιει. Εκείνος προσεύχεται και το πίνει με θάρρος.

Περιμένει ο αυτοκράτορας. Δεν παθαίνει όμως τίποτε ο Γεώργιος. Πλημμυρίζει από αγωνία ο αυτοκράτορας. Τον πνίγει ο εγωισμός. Τυφλωμένος τώρα από την κακία του, διατάζει τον μάγο Αθανάσιο να δώσει στον Άγιο και το άλλο φάρμακο, το δηλητήριο του θανάτου. Το πίνει κι’ αυτό ο Μεγαλομάρτυρας, χωρίς να πάθη και πάλιν τίποτε. Περνάει αρκετή ώρα σιγής. Ο μάγος Αθανάσιος, που ήξερε την δύναμη των δηλητηρίων του τα χάνει. Δεν ξέρει ποια δύναμη προστατεύει τον Γεώργιο. Το πλήθος, που βλέπει τα όσα συμβαίνουν, μένει κατάπληκτο. Και ξαφνικά ο αυτοκράτορας ξεσπάει μ’ αυτά τα λόγια:
—Οι τέχνες σου οι μαγικές, Γεώργιε, μας σαλεύουν τα μυαλά. Πες μας, λοιπόν, μέχρι πότε θα μας βασανίζεις; Μέχρι πότε θα μας κρύβεις την αλήθεια; —Καταλαβαίνω την απορία σου, βασιλεύ, είπε ο Γεώργιος. Αλλά δεν θα σου κρύψω την αλήθεια. Σου λέγω, λοιπόν και πάλι, ότι δεν με προστατεύει η μαγική τέχνη, όπως εσύ λες, αλλά η δύναμης του Χριστού, του Θεού μου, τον Οποίον εγώ πιστεύω. Ο Θεός των χριστιανών είναι Θεός ζωής και αναστάσεως... Είναι Θεός θαυμάτων. Αρκεί να υπάρχει η πίστης.

Ο Άγιος ανασταίνει νεκρό
Έγινε έπειτα μεγάλη συζήτησις, για την ανάσταση των νεκρών. Ο μάγος Αθανάσιος, όταν άκουσε για αναστάσεις, γέλασε ειρωνικά και είπε:
—Εμείς, βασιλεύ, χρόνια ολόκληρα ασχολούμεθα με την μαγική τέχνη, αλλά αναστάσεις νεκρών δεν μπορούμε να κάνουμε. Αν, λοιπόν, τώρα αυτός εδώ ο Χριστιανός μπορέσει ν’ αναστήσει νεκρό, τότε δεν μπορώ, παρά να ειπώ, ότι μεγάλο Θεό πιστεύει και προσκυνάει... Την ίδια στιγμή πετάχτηκε ο πρωτοσύμβουλος του Βασιλέως Μαγνέντιος και είπε, γελώντας ειρωνικά:
—Γεώργιε, αν θέλεις να πιστέψουμε στην θρησκεία σου, ανάστησε ένα από τους νεκρούς αυτούς χριστιανούς, που είναι εδώ κοντά και που τιμωρήθηκαν οι ανόητοι με θάνατο, για την πίστη τους...

Ο Άγιος δέχτηκε την πρόσκληση των άπιστων, δια να πιστέψει ο λαός και δοξαστεί ο Χριστός. Προχωρεί λοιπόν προς τα λείψανα των μαρτύρων και συγχρόνως προσεύχεται θερμά, φλογερά κι’ ολόψυχα. Μόλις φθάνει κοντά στ’ άταφα σώματα, γονατίζει και υψώνει τα μάτια του στον ουρανό. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Είναι η πιο μεγάλη στιγμή σ’ ένα μεγάλο αίτημα του προς τον Χριστό: Ο Άγιος ζητεί να επιστραφεί η ψυχή ενός νεκρού, για να ντροπιαστεί έτσι η ειδωλολατρία και να θριαμβεύσει η πίστης στο Χριστό.
Η προσευχή τελειώνει. Ο Άγιος σηκώνεται και με φωνή σταθερή μιλάει σ’ έναν από τους νεκρούς έτσι:
—Εις το όνομα του Χριστού αναστήσου! Πάρε ζωή και σήκω!
Και τότε όλοι μένουν βουβοί και ξεροί... Πράγματι! Ο νεκρός υπακούει και σηκώνεται. Επικρατεί σιγή για λίγο. Πολλοί σπάνε τον πάγο του τρόμου, φωνάζοντας:
—Είναι Αληθινός ο Θεός των χριστιανών!
Ο Διοκλητιανός κλείνει τα μάτια του μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο και συνεχίζει να λέγει, ότι όλα είναι μαγείες.
Ο μάγος όμως Αθανάσιος καταλαβαίνει, ότι θεία δύναμης κρύβεται πίσω από τον Άγιο. Δεν ακούει, ούτε τα λόγια του αυτοκράτορα, ούτε του Μαγνεντίου. Τρέχει και πέφτει στα πόδια του Γεωργίου, λέγοντας: —Αληθινός είναι ο Θεός σου, Γεώργιε! Συγχώρεσε με, για ότι σου έφταιξα. Πιστεύω και εγώ εις τον Θεό των Χριστιανών...

Θάνατος! Θάνατος!
Ο Διοκλητιανός σαστίζει. Μένει για λίγο βουβός κι’ αμίλητος. Τα χάνει. Δεν ξέρει τί να κάνει. Έπειτα όμως διατάζει να σιωπήσουν όλοι και όταν απλώθηκε νεκρική σιγή, φώναξε δυνατά στο πλήθος:
—Ο καταραμένος ο Αθανάσιος είναι μάγος και όπως καταλαβαίνετε, μας ξεγέλασε όλους. Δεν του έδωσε δηλητήρια, αλλά δυναμωτικά φάρμακα. Ψέματα είναι όλα. Όλοι θέλουνε να καταστρέψουν το βασίλειο μου. Ζηλεύουν την δόξα μου... Ψέματα ήταν και η ανάστασης του νεκρού! Δεν πιστεύω τίποτε. Παντού γύρω μου βρίσκονται μάγοι και απατεώνες...
Εγώ όμως δεν θα σταυρώσω τα χέρια. Δεν θα τους αφήσω να με ξεγελούν. Αυτή τη στιγμή κιόλας παίρνω την μεγάλη απόφαση...
Θάνατος στους χριστιανούς! Θάνατος στον αναστημένο! Θάνατος στον μάγο Αθανάσιο! Θέλω αίμα. Διψώ για αίμα χριστιανών... Σαν άγριος σίφουνας ορμήσανε έπειτα οι στρατιώτες του Διοκλητιανού μέσα στο πλήθος. Αρπάξανε σαν ανήμερα θηρία τον μάγο Αθανάσιο και τον αναστημένο νεκρό και τους σκοτώσανε. Και έτσι αυτός ο καλότυχος έγινε δυο φορές μάρτυρας. Έπειτα σύρανε βάρβαρα τον Μεγαλομάρτυρα στην φυλακή και τον δέσανε εκεί σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο.

Τα θαύματα συνεχίζονται
Τα θαύματα όμως του αγίου είχαν γίνει γνωστά απ’ όλους και από παντού πολλοί χριστιανοί τρέχανε στη φυλακή. Παρακαλούσαν τους δεσμοφύλακες, τους φιλοδωρούσαν και κατόρθωναν έτσι να δούνε το φωτεινό πρόσωπο του Μάρτυρος. Πολλοί άρρωστοι βρίσκανε την θεραπεία τους, καθώς γονάτιζαν στα πόδια του Αγίου.

Μια μέρα κατόρθωσε να μπει στο κελί του Γεωργίου ένας φτωχός γεωργός, ονόματι Γλυκέριος. Λυπημένος έπεσε στα πόδια του Αγίου και άρχισε να κλαίει, λέγοντας! —Άνθρωπε του Θεού, βοήθησε με. Είμαι φτωχός. Άκουσε τον πόνο μου. Εκεί, καθώς όργωνα την γη με τα βόδια μου, ένα από τα βόδια μου ψόφησε. Σε παρακαλώ, Άγιε, κάνε ζωντανό το βόδι μου να μη πεθάνει η οικογένεια μου από την πείνα. Θα σ’ ευγνωμονώ κι’ εγώ και τα παιδιά μου...
Ο Γεώργιος άκουσε με στοργή και συγκίνηση τα λόγια του γεωργού. Κατάλαβε τον πόνο του και του είπε με γλυκό χαμόγελο:
—Πήγαινε στο χωράφι σου, Γλυκέριε και θα βρεις το βόδι σου ζωντανό! Έτρεξε τότε χαρούμενος ο γεωργός στο χωράφι του και είδε το βόδι του ζωντανό, όπως του είχε είπε ο Άγιος. Δεν συνέχισε όμως το όργωμα του χωραφιού, αλλά γύρισε πάλι στην φυλακή. Ευχαρίστησε τον Γεώργιο και φώναξε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό:
—Αλήθεια! Μεγάλος και δυνατός Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών... Δεν πρόλαβε όμως να συνέχιση τον ύμνο της ευγνωμοσύνης του, γιατί αμέσως τον άρπαξαν οι ειδωλολάτρες αξιωματικοί και τον οδήγησαν μπροστά στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, κατηγορούμενο για την χριστιανική πίστη του. Ο θηριόψυχος αυτοκράτορας μόλις άκουσαν, ότι ο Γλυκέριος είναι οπαδός του χριστιανισμού δεν ρωτάει τίποτε άλλο, αλλά διατάζει αμέσως να αποκεφαλιστεί.

Εν τω μεταξύ κάποιος από τους αξιωματούχους του βασιλέως, παρουσιάζεται στον Διοκλητιανό και του λέγει, ότι πολλοί χριστιανοί κατορθώνουν και επισκέπτονται τον Άγιο.

Του λέγει ακόμη, ότι, αν και φυλακισμένος ο Γεώργιος, κατορθώνει να παίρνει με το μέρος του πολλούς ειδωλολάτρες και να δίνει θάρρος στους χριστιανούς. Βγάζει τότε πιο αυστηρές διαταγές ο Διοκλητιανός. Απομονώνει εντελώς τον Άγιο. Τον οδηγεί σε βαθύτερο, υγρότερο και σκοτεινότερο κελί της φυλακής. Βάζει τριπλούς και τετραπλούς σκοπούς και φύλακες στις πόρτες. Έπειτα καλεί τον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο και του λέγει:

—Μαγνέντιε, πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για τον Γεώργιο. Εσύ τι γνώμη έχεις; —Συμφωνώ, βασιλεύ. Πρέπει να δώσουμε τέλος σ’ αυτήν την ιστορία. Αύριο πρέπει να κάνουμε την τελική ανάκριση.

Το θεϊκό όνειρο
Την νύχτα εκείνη ο Άγιος προσευχόταν στην φυλακή συνεχώς. Αργά τα μεσάνυχτα, από την πείνα, τα μαρτύρια και την εξάντληση, αποκοιμήθηκε. Τότε βλέπει στον ύπνο του την μορφή του Χριστού. Τον είδε να σκύβει, να τον φιλάει και να του βάζει στεφάνι στο κεφάλι του, λέγοντας:
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Προχώρα με θάρρος. Η ώρα της αιωνίας χαράς σου πλησιάζει. Από σήμερα αξιώθηκες να βασιλεύσεις κοντά μου. Δεν θα αργήσεις. Θα έλθεις γρήγορα κοντά μου. Όλα τα αγαθά είναι έτοιμα για σένα. Σε περιμένω... Όταν ξύπνησε ο Άγιος κατάλαβε, ότι εκείνο το όνειρο ήταν θεϊκό. Ειδοποίησε, λοιπόν, τον υπηρέτη του και του είπε συγκεκριμένα, ότι το τέλος του πλησιάζει. Τον παρακάλεσε δε να φροντίσει, για το σώμα του. Του είπε να το μεταφέρει στην Παλαιστίνη, στη Λύδδα, στην πατρίδα της μητέρας του.

Συντρίβει τα είδωλα
Όταν ξημέρωσε, ο Διοκλητιανός διέταξε να φέρουν μπροστά του τον νεαρό Μάρτυρα. Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν φρουρούμενο στ’ ανάκτορα. Εκεί μόλις τον αντίκρισε ο Διοκλητινανός και αλλάζοντας τακτική, άρχισε να του λέει:
— Βλέπεις, Γεώργιε, πόση μεγαλοψυχία έχω. Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ εκτιμώ, επειδή αναγνωρίζω πώς είσαι ένας γενναίος και καλός αξιωματικός, δεν σε θανατώνω, όπως ταιριάζει στους χριστιανούς, αλλά περιμένω να μετανοήσεις. Σου λέγω και πάλιν: Είσαι γενναίος, Γεώργιε, και πρέπει να ζήσεις, για το καλό της αυτοκρατορίας μου. Μα τους θεούς, σου λέγω, ότι είμαι έτοιμος να μοιρασθώ μαζί σου και την βασιλεία μου, την απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά θυσίασε πρώτα στους θεούς! Κάνε μου τη χάρη.
Ο Άγιος τον κοίταξε σκεπτικός κι’ αμίλητος. Τότε ο αυτοκράτορας νόμισε, πώς άρχιζε να τον καταφέρνει και τον ρώτησε με αγωνία:

—Πες μου, λοιπόν, Γεώργιε, πες μου, παιδί μου, τί σκέφτεσαι;
—Σκέφτομαι, βασιλεύ, πώς θα ήταν καλύτερα να μπούμε στο ναό σας, για να δω πρώτα τα είδωλα σας κι’ έπειτα να σου απαντήσω.

Γεμάτος από χαρά και ελπίδα προχώρησε ο αυτοκράτορας, μαζί με τους άρχοντες και τον κατάδικο Γεώργιο στο ναό του Απόλλωνος,. Όλοι προσμένανε μ’ αγωνία να δούνε, τι θα έκανε ο Άγιος. Ξαφνικά τον βλέπουνε να τεντώνει το δεξί του χέρι προς το άγαλμα του Απόλλωνος και να λέγει:
—Είναι, ποτέ, δυνατόν να θυσιάσω εγώ ο Χριστιανός σ' εσένα, άψυχο είδωλο; Έπειτα ο Μάρτυς έκανε το Σταυρό του. Τότε το πνεύμα, που κατοικούσε στο είδωλο του Απόλλωνα, ταράχθηκε από την παρουσία του Αγίου και έβγαλε δυνατή φωνή λέγοντας:

—Δεν είμαι εγώ θεός! Κανένα είδωλο δεν είναι θεός. Μόνον Εκείνος, που κηρύττεις εσύ, είναι Θεός Αληθινός. Εμείς όλοι, που κρυβόμαστε στα είδωλα, είμαστε πονηρά πνεύματα. Κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους...

—Γιατί, λοιπόν, εξακολουθείτε να μένετε εδώ, ενώ παρευρίσκομαι κι εγώ που είμαι δούλος του Θεού; ρώτησε ο Άγιος.

Ακούστηκε τότε κρότος και θόρυβος φοβερός. Έγινε τρομακτική σύγχυση. Ακούστηκαν φωνές, κλάματα και βοητό. Έγινε κάτι τρομακτικό. Ο ναός των ειδώλων σείστηκε συθέμελα και τα αγάλματα όλα πέσανε καταγής και γίνανε συντρίμμια. Απελπισία κι αγανάκτηση πλημμύρισε τότε τις καρδιές του βασιλιά και των αρχόντων. Μερικοί μάλιστα ιερείς των ειδώλων επιτέθηκαν κατά του Αγίου με αγριότητα. Έβλεπαν οι ανόητοι τους θεούς τους να είναι σκόρπια κομμάτια στη γη και δεν ξέρανε τι να κάνουν. Πάνω στο κακό και στην οργή τους φωνάζανε:

—Σκοτώστε αυτόν τον πλάνο, προτού μας γκρεμίσει το ναό. Ακούστηκαν τότε κραυγές και βρισιές πολλές. Η βοή και ο θόρυβος έφτασε μέχρι το παλάτι. Η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που κοιμότανε εκεί, σηκώθηκε ξαφνιασμένη. Κατάλαβε, πώς όλος εκείνος ο θόρυβος γινότανε, για τον χριστιανό Γεώργιο. Η καρδιά της εκείνη την στιγμή κτύπησε παράξενα και ψιθύρισε:

—Τόσο καιρό είμαι χριστιανή και το κρύβω. Δεν είναι σωστό. Η πίστης και η αγάπη για τον Χριστό δεν πρέπει να κρύβονται. Και λέγοντας αυτά, ντύθηκε γρήγορα, βγήκε έξω και μπερδεύτηκε μέσα στο πλήθος, φωνάζοντας:
—Θεέ του Γεωργίου βοήθησε με.. Μονάχα Εσύ είσαι Αληθινός Θεός.
Την ίδια στιγμή ο αυτοκράτορας γεμάτος πείσμα κατηγόρησε τον Άγιο και τον έλεγε άσεβη, διότι γκρέμισε τα είδωλα του ναού, έστω κι αν αυτό έγινε με θαύμα. Ο Μεγαλομάρτυς όμως ατάραχος και γαλήνιος του απαντούσε, λέγοντας: —Είναι ντροπή, για σένα βασιλεύ, να στηρίζεσαι σε τέτοιους θεούς, όταν βλέπεις ότι οι θεοί σου αυτοί δεν μπορούνε να προστατεύσουνε ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους!

Κι’ ενώ η συζήτησις προχωρούσε, ανάμεσα από τον βασιλέα και τον Άγιο, μπήκε η Αλεξάνδρα, η γυναίκα του Διοκλητιανού, η οποία ευχαριστούσε τον Μάρτυρα για τα θαύματά του και κατηγορούσε την πλάνη της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ο αυτοκράτορας τα χάνει. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουνε τα μάτια του. —Πάει, ψιθυρίζει. Χάνομαι. Είμαι δυστυχής. Λερναία Ύδρα γίνετε η θρησκεία αυτών των άπιστων και με πνίγει. Πήρανε και την γυναίκα μου με το μέρος τους. Κι’ όμως πρέπει να μείνω αλύγιστος. Ούτε σπιθαμή πίσω...
Ανάβει έπειτα το εγκληματικό του πάθος και φωνάζει τον πρωτοσύμβουλό του να συντάξει ένα τυπικό κατηγορητήριο, για την θανατική ποινή του Τροπαιοφόρου Γεωργίου και της Αλεξάνδρας. Η διαταγή εκείνη του αυτοκράτορα έλεγε τα εξής περίπου: «Τόν Χιλίαρχον Γεώργιο, χριστιανόν, ὁ οποίος κατεφρόνησε τήν βασιλικήν ἐξουσίαν, ὕβρισε τούς θεούς καί κατέστρεψε τούς ναούς τῶν, διατάσσω ν’ ἀποχεφαλισθῆ μαζί μέ τήν βασίλισσαν Ἀλεξάνδραν».
Η βασίλισσα Αλεξάνδρα όμως δεν πρόλαβε να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού. Εκεί καθώς προσευχόταν στην φυλακή, ξεψύχησε σιωπηλά κι’ ήρεμα σαν πουλάκι. Ο Θεός θέλησε να της χαρίσει γλυκό ειρηνικό τέλος.

Το μαρτυρικό τέλος
Το πρωί της 23ης Απριλίου του 303 μ.Χ. οι στρατιώτες μπήκανε στο κελί του Αγίου με γυμνά ξίφη κι’ άγριες μορφές. Ο μάρτυς του Χριστού κατάλαβε, πώς είχε φθάσει η μεγάλη στιγμή του τέλους του. Εκείνοι βλοσυροί κι’ αμίλητοι τον βγάλανε έξω από την πόλη. Ανάπνευσε ευτυχισμένος το άρωμα της ανοίξεως, καθώς προχωρούσε μέσα από τις πρασινάδες και τα λουλούδια. Άφησε για στερνή φορά τα μάτια του ν’ αγκαλιάσουν την όμορφη πλάση του Δημιουργού. Έπειτα ψιθύρισε: —Τί είναι αυτά Κύριε μπροστά στην εικόνα της ευτυχίας, που μας περιμένει. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Σου…

Όταν φθάνουν στον τόπο της εκτελέσεως ο Άγιος γονατίζει και προσεύχεται, για τους δήμιους του. Έπειτα αναφωνεί: —Θεέ μου, δέξου την ψυχή μου…
Και προσθέτει κοιτάζοντας το πλήθος, που έχει συγκεντρωθεί για να δει την εκτέλεση του:
—Αξίωσε, Κύριε, κι αυτούς να σε γνωρίσουν και να πιστέψουνε στη δύναμη Σου. Έπειτα επικρατεί νεκρική σιγή. Ο Άγιος σκύβει τον αυχένα στην δήμιο με θάρρος. Σε λίγο κόβεται η Αγία Κεφαλή και το αγνό αίμα του τρυφερού Μεγαλομάρτυρα ποτίζει το ανοιξιάτικο χορτάρι της γης...
Η ψυχή του, ανεβαίνει στους ουρανούς, για να χαρεί την παντοτινή, την αιώνια, την ατέλειωτη άνοιξη της ευτυχίας του Παραδείσου.
Μεγάλη εκδηλώθηκε η τιμή των χριστιανών προς τον Άγιο στο πέρασμα των αιώνων. Τον τιμούν για τον ηρωισμό του και το μαρτύριο του. Τον ευλαβούνται, διότι ο Θεός του έδωσε την χάριν να κάνει πολλά θαύματα. Εκείνος αγάπησε τον Θεό πολύ, και ο Θεός τίμησε την πίστη του, την αρετή του, την ευσέβεια του και το μαρτύριο του. Και οι άνθρωποι με ξεχωριστό σεβασμό και συγκίνηση τον έτιμησαν, τον τιμούν και θα τον τιμούν εις αιώνας αιώνων.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου