Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

῞Ελα σ’ ἐμᾶς, Κύριε, σέ ὥρα σκοτοδύνης, στήν ἄκρη τοῦ βουνοῦ...




... ‘Ο Κύριος διέχυσε ἐπί τοῦ ὄρους μέσα στήν καρδιά τῶν μαθητῶν Του μία σταγόνα χαρᾶς μπροστά στήν ἀπέραντη θλίψι τους. ῎Αναψε στίς ψυχές τους τό καντήλι τῆς ἐλπίδος μπροστά σέ μιά κοιλάδα σκότους. Τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γευθοῦν τό οὐράνιο φῶς, γιά νά μή ἀπελπισθοῦν στόν καιρό τοῦ ἑκουσίου Πάθους καί τῆς Σταυρώσεώς Του.
  
Μή χαίρεσαι λοιπόν, ‘Απόστολε Πέτρε, πρίν νά ὑποφέρης καί νά μᾶς μεταφέρης τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. ‘Εάν θά παραμείνης μέ τόν Κύριο στό Θαβώρ, τότε ποιός θά σωθῆ, ποιός θά διδάξη, ποιός θά σταυρωθῆ γιά ἐμᾶς; Ποιός θά ἀποθάνη καί ποιός θά ἀναστηθῆ γιά ἐμᾶς; ῎Η ποιός στήν θέσι σου μέ τέτοια τόλμη θά διδάξη, θά ταλαιπωρηθῆ καί μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω θά σταυρωθῆ; Ποιός θά ὁμολογήση τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν καισάρων τῆς Ρώμης;

῞Ελα πάλι μαζί μας, ‘Ιησοῦ καί μήν ἀκοῦς τόν Πέτρο. Κατέβα ἀπό τό Θαβώρ καί ἔλα στά σπίτια μας, στίς ψυχές μας. ῎Ελα ἐδῶ, ὅπου ὑποφέρουμε καί μοχθοῦμε γιά τόν ἐπιούσιο ἄρτο. Καί ἄν ὁ Πέτρος δέν θέλη νά κατέβη, ἄφησέ τον στό βουνό καί ἔλα ‘Εσύ σ’ ἐμᾶς, στίς καρδιές μας.

Δίδαξέ μας πῶς νά σωθοῦμε, δεῖξε μας πῶς νά ὑπομένουμε. Διευκόλυνέ μας νά σηκώσουμε τόν σταυρό τῆς ζωῆς μας. Δίδαξέ μας πῶς νά σταυρωθοῦμε. ῎Ελα καί ὑπόφερε ‘Εσύ ἀντί γιά ἐμᾶς, σταυρώσου ‘Εσύ στήν θέσι μας, δοκίμασε πρῶτα ‘Εσύ τό ποτήριο τοῦ θανάτου, δεῖξε μας τήν νέα ὁδό τῆς σωτηρίας μέσῳ τοῦ πόνου.

*Ω, πῶς δέν ἐπιθυμοῦμε νά μείνουμε μέ τόν Πέτρο στό ὄρος Θαβώρ! ‘Αλλά ἐμεῖς φέρουμε σώματα πού προσβάλλονται ἀπό ἀρρώστειες, ἀπό κακές ἐπιθυμίες καί πάθη. Στίς καρδιές μας ἀκόμη εἶναι ἀναμμένο τό μῖσος γιά τούς ἄλλους. Στά σπίτια μας περιμένουν τά παιδιά μας νά τούς δώσουμε ψωμί!

*Ω, πῶς ἠμποροῦμε νά εὐφρανθοῦμε μέ τόν Πέτρο ἐκεῖ στό ὄρος Θαβώρ!‘Εφ’ ὅσον εἴμεθα περικυκλωμένοι ἀπό τήν σκυθρωπότητα καί σκοτεινιά τῆς ἁμαρτίας. ‘Οπότε, μή μᾶς ἐγκαταλείπης, ‘Ιησοῦ, ἀλλά ἔλα σ’ ἐμᾶς σέ ὥρα σκοτοδύνης, στήν ἄκρη τοῦ βουνοῦ. ‘Εδῶ Σέ περιμένουμε μέ τούς ἄλλους Μαθητάς, τόν Θωμᾶ καί ‘Ανδρέα, τόν ‘Ιάκωβο καί Ματθαῖο, τόν ‘Ιούδα καί Βαρθολομαῖο, τό Σίμωνα καί Θαδδαῖο. 

Πεινασμένοι καί νηστικοί, ξένοι καί ὀρφανοί, παιδιά καί γέροι, χῆρες καί πτωχοί, ἀσθενεῖς καί πονεμένοι, ὅλοι ‘Εσέ ἐπιθυμοῦμε, Σέ περιμένουμε· ἔλα νά ἐνδυθῆς ἐμᾶς. Κατέβα χαμηλότερα, στήν ἄκρη τῆς θαλάσσης, ἐκεῖ ὅπου κτυπιέται ἡ ζωή στά κύματα, ἐκεῖ ὅπου συντρίβονται τά καράβια στούς βράχους καί τά πανιά ξεσχίζονται, τά κουπιά σπάζουν καί οἱ ψυχές μας πνίγονται ἀπό τήν φοβερά ἐξόρμησι τῶν μεγάλων κυμάτων. 

Εμεῖς ξέρουμε ὅτι τό ὄρος μέ τήν ἡσυχία καί τήν μοναξιά του Σέ καλεῖ στήν προσευχή, ἀλλά ταυτόχρονα, κύτταξε μέ τό ἄπειρο ἔλεός Σου καί τήν θάλασσα. ‘Εκεῖ στήν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντος ὑψώνονται θεόρατα τά κύματα, δέσε τά κύματα μ’ αὐτό τό σχοινί. Διότι αὐτός εἶναι ὁ κόσμος. Καί τό καράβι μάχεται μέσα στά κύματα, μέσα στήν θάλασσα μέ τόν ἄνεμο, ἡμέρα καί νύκτα. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

‘Οπότε, ἔλα ἐκεῖ στό μέσον τῆς θαλάσσης, στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, στό μέσον τῆς οἰκογενείας μας. ‘Εκεῖ, ὅπου ἀναμειγνύεται τό φῶς μέ τό σκότος, ἡ ζωή μέ τόν θάνατο, ἡ χαρά μέ τόν στεναγμό, τό ψωμί μέ τήν λάσπη, ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀπάτη, τό μέλι μέ τό δηλητήριο, ἡ ἀγάπη μέ τό μῖσος, τό κρασί μέ τό ξύδι, ὁ χρόνος μέ τήν αἰωνιότητα. ῎Ελα ἐδῶ, ὅπου ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουμε, φόρεσε τήν δική μας στολή, ἄλλαξε τό πρόσωπο τοῦ κόσμου, γαλήνεψε τήν θάλασσα, εἰρήνευσε τίς καρδιές μας, ἕνωσε σέ μία ἐπιθυμία τίς ψυχές μας.

…Αὐτά μᾶς λέγει ὁ Σωτήρ μας ‘Ιησοῦς Χριστός. ῎Ας δώσουμε λοιπόν προσοχή στά λόγια Του. ῎Ας τρέξουμε στήν ἁγία ἐκκλησία, ἔστω καί λίγο ἀκόμη χρόνο. ῎Ας προσευχηθοῦμε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. ῎Ας ἀλλάξουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας μέ τήν καθαρή ἐξομολόγησι, τά ῞Αγια Μυστήρια καί πολύ περισσότερο μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἀγάπη. 

‘Εάν θά ζήσουμε ἔτσι, θά ἠμποροῦμε νά νικήσουμε ὅλες τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ὅλους τούς σωματικούς πειρασμούς καί ὅλους τούς ψιθυρισμούς τοῦ διαβόλου. Τότε ἡ προσευχή μας θά εἶναι εὐπρόσδεκτη στόν Θεό, ἡ ζωή μας εἰρηνική, τό τέλος μας φωτεινό. Καί ἐρχόμενοι στήν ἐκκλησία, ἄς μήν ἐπιστρέφουμε ἄδειοι, διότι τό δῶρο ἀναπαύεται στήν καλύβα τῆς ψυχῆς μας καί τότε θά ἠμποροῦμε νά ποῦμε γεμᾶτοι ἀπό χαρά μαζί μέ τόν Πέτρο: "Κύριε, καλόν ἐστιν ὧδε εἶναι" (Ματθ. 17, 4).


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΟΥΤΝΑ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ
Μετάφρασις – ἐπιμέλεια ‘Υπό ‘Αδελφῶν τῆς ‘Ιερᾶς Μονῆς ‘Οσίου Γρηγορίου ‘Αγίου ῎Ορους 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου