Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Ἁγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς - 2 ΙΟυλίου

 


Ο Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὶς 4 Ἰουνίου τὸ 1896 στὸ χωριὸ Ἀντάμοβκα τῆς ἐπαρχίας Χαρκὼβ τῆς Νότιας Ρωσίας. Ἦταν ἀπόγονός της ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας Μαξίμοβιτς ποὺ ἕνα μέλος αὐτῆς τῆς οἰκογένειας ἀνακηρύχτηκε Ἅγιος του 1916 καὶ εἶναι ὁ ἱεράρχης Ἰωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπὸλσκ ποὺ τὸ λείψανό του παραμένει ἄφθαρτο μέχρι σήμερα στὸ Τομπόλσκ. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Ἱεράρχης Ἰωάννης ἐκοιμήθη στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος ἀλλὰ μεταλαμπάδευσε τὴν χάρη του στὸν μακρινό του ἀνιψιό, τὸ Μιχαὴλ (γιατί αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη καὶ ὅταν ἔγινε ἀργότερα μοναχὸς πῆρε τὸ ὄνομά του θείου του. Ὁ πατέρας του, ὁ Μπόρις ἦταν στρατάρχης τῶν εὐγενῶν σὲ μία ἐπαρχία τοῦ Χαρκὼβ καὶ ὁ θεῖος τοῦ ἦταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Ἡ σχέση του μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ ἦταν πάντα ἄριστη. Κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Μιχαὴλ ἦταν...φιλάσθενος καὶ ἔτρωγε λίγο. Ἦταν ἥσυχο παιδὶ καὶ πολὺ εὐγενικὸς καὶ εἶχε βαθειὰ θρησκευτικότητα. Ὅταν ἔπαιζε, ἕντυνε τὰ στρατιωτάκια τοῦ μοναχούς, μάζευε εἰκόνες, θρησκευτικὰ βιβλία καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει βίους Ἁγίων. Τὰ βράδια στεκόταν ὄρθιος γιὰ πολλὴ ὥρα προσευχόμενος. Ἐπειδὴ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ 5 ἀδέλφια του ἦταν αὐτὸς ποὺ γνώριζε τόσο καλά τούς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἔγινε καὶ ὁ πρῶτος δάσκαλός τους στὴν πίστη. Ἦταν πολὺ αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό του στὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐθνικῶν παραδόσεων. Τόσο πολὺ ἐντυπωσίασε τὴν παιδαγωγό του ποὺ ἦταν Γαλλίδα καὶ καθολικὴ ποὺ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ τοῦ μικροῦ Μιχαὴλ καὶ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος.


Είχαν μία ἐξοχικὴ κατοικία κοντὰ σ' ἕνα Μοναστήρι ποὺ τὸ ἐπισκεφτόταν τακτικὰ ὁ μικρὸς Μιχαήλ. Σὲ ἡλικία 11 ἐτῶν οἱ γονεῖς τοῦ Μπόρις καὶ Γλαφύρα τὸν ἔστειλαν στὴν Στρατιωτικὴ σχολὴ τῆς Πολτάβα ποὺ συνέχισε νὰ ζεῖ μὲ ριζωμένη βαθειὰ τὴν πίστη τοῦ γιατί ὅταν τὰ παιδιὰ λείπουν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς ἐπηρεάζονται εὔκολα οἱ νέες τους ψυχές. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Ἐκεῖ συνάντησε καὶ τὸν Ἐπίσκοπό της Πολτάβα τὸν Θεοφάνη ποὺ ἦταν ἕνας πολὺ ἀγαπητὸς Ἱεράρχης ποὺ ἐπηρέασε τὸν Μιχαήλ. Σὲ μία στρατιωτικὴ παρέλαση ἐνῶ περνοῦσαν ἀπὸ τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ ὁ μικρὸς Μιχαὴλ (ἦταν τότε 13 ἐτῶν) ἔκανε τὸν σταυρό του, οἱ συμμαθητὲς τοῦ γελοῦσαν καὶ τὸν κορόιδευαν, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς γιὰ τὴν πράξη τοῦ αὐτή, ὅμως ὁ πρίγκιπας Κωνσταντῖνος ποὺ ἦταν προστάτης τῆς Σχολῆς εἶπε νὰ μὴν τιμωρηθεῖ ὁ δόκιμος Μιχαὴλ γιατί μὲ τὴν πράξη τοῦ αὐτὴ δηλώνει βαθειὰ καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὰ αἰσθήματα. Τὸ 1914 τελείωσε τὴν Στρατιωτικὴ σχολὴ καὶ ἤθελε νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου ἀλλὰ οἱ γονεῖς τοῦ ἐπέμεναν νὰ πάει στὴν Νομικὴ σχολὴ καὶ ὁ Μιχαὴλ κάνει ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς του. Καὶ ὅπως παρατηροῦσαν οἱ συμμαθητὲς τοῦ αὐτὸς περισσότερο διάβαζε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὰ μαθήματά του, ὡστόσο ὅμως ἦταν καλὸς μαθητής. Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ τελείωσε τὶς σπουδές του. Τότε ἄρχισε ἕνα ἀντιχριστιανικὸ ρεῦμα ν' ἁπλώνεται στὴν Ρωσία, ὅμως ὁ Μιχαὴλ εἶχε βαθειὰ μέσα τοῦ τὴν πίστη καὶ ἦταν τολμηρός. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο τοῦ Χάρκων συζητοῦσε νὰ ξεκρεμάσουν τὴν ἀσημένια καμπάνα τοῦ Ι. Ναοῦ καὶ νὰ τὴν λιώσουν.

Ὅλοι συμφώνησαν, ἄλλοι φοβόντουσαν ν' ἀντιδράσουν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ὅμως ὁ Ἅγιος διαφώνησε μαζὶ μὲ λίγους καὶ ἄρχισαν οἱ συλλήψεις. Οἱ γονεῖς τοῦ εἶπαν νὰ φύγει νὰ κρυφτεῖ, ὅμως ὁ Μιχαὴλ τοὺς εἶπε: «Δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται τίποτα, δὲν πέφτει οὔτε μία τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι μας». Ἔτσι φυλακίστηκε καὶ μετὰ ἀπὸ 1 μήνα τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο, ξανὰ συλλαμβάνεται καὶ ἀφοῦ διαπίστωσαν ὅτι δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἐὰν θὰ ἦταν ἐλεύθερος ἢ φυλακισμένος, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή. Ὁ Μιχαὴλ ζοῦσε σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ποθοῦσε τὸν Θεό. Τὸ 1921 φεύγει ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ (ἀφοῦ ξέσπασε στὴ Ρωσία ἐμφύλιος πόλεμος) καὶ πᾶνε στὴν Γιουγκοσλαβία ὅπου σπούδασε στὸ Βελιγράδι στὴν Θεολογικὴ σχολὴ καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ βγάζει πέρα πουλοῦσε ἐφημερίδες. Τὸ 1924 χειροτονήθηκε ἀναγνώστης στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία τοῦ Βελιγραδίου ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντώνιο καὶ τὸ 1926 χειροτονήθηκε διάκος καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τ' ὄνομα Ἰωάννης στὸ Μοναστήρι τοῦ Μίλκοβ. Ἀργότερα μέχρι τὸ 1934 διορίστηκε στὴν Ἱερατικὴ σχολὴ στὴν πόλη Βιτὼλ τῆς Σερβίας καὶ τελοῦσε λειτουργίες καὶ στὰ Ἑλληνικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς περιοχῆς ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἐκεῖ στὴν Ἱερατικὴ σχολὴ φρόντιζε πολὺ γιὰ τοὺς μαθητές του, πήγαινε στὰ δωμάτια τοὺς τὰ βράδια καὶ τοὺς σκέπαζε, τοὺς σταύρωνε καὶ ἔφευγε. Αὐτὸς δὲν κοιμόταν καθόλου σὲ κρεβάτι καὶ τὶς λίγες ὧρες ποὺ ξεκουραζόταν τὰ βράδια κοιμόταν σὲ καθιστὴ στάση ἢ γονατιστὸς στὸ πάτωμα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα.

Όταν ἔφευγαν οἱ μαθητὲς γιὰ διακοπὲς στὰ σπίτια τοὺς μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸν καθηγητὴ τοὺς τὸν Βλαντίκα Ἰωάννη ποὺ πάντα προσευχόταν, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε κοιμηθεῖ στὸ κρεβάτι, ποὺ νήστευε αὐστηρὰ καὶ λειτουργοῦσε καὶ κοινωνοῦσε καθημερινά. Τὸ 1934 ἀποφασίζουν νὰ τὸν ἐκλέξουν Ἐπίσκοπο, ὁ Ἅγιος ἀρνεῖται καὶ τοὺς λέει ὅτι ἔχει πρόβλημα στὴν ὁμιλία του, αὐτοὶ τοῦ λένε ὅτι καὶ ὁ Μωυσῆς εἶχε πρόβλημα καὶ τὸν ἐκλέγουν καὶ τὸν χειροτονοῦν Ἐπίσκοπο γιὰ τὴν Σαγγάη. Φτάνει στὶς 21 Νοεμβρίου τὸ 1934 στὴν Σαγγάη καὶ βρίσκει μία μισοκτισμένη Ἐκκλησία καὶ μὲ κάποια προβλήματα στοὺς κατοίκους ἐκεῖ ποὺ προσπάθησε νὰ τοὺς βοηθήσει ὥστε νὰ ‘ρθεῖ ἡ εἰρήνη, ὀργάνωσε ὀρφανοτροφεῖο καὶ τὸ ἀφιερώνει στὸν Ἅγιο Τύχωνα τοῦ Ζαντόσκο ποὺ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Μάζευε ἄρρωστα φτωχὰ καὶ πεινασμένα παιδιὰ ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ τὰ στενὰ τῆς Σαγγάης καὶ ξεκίνησε μὲ 8 παιδιὰ καὶ στὸ τέλος ἔφτασε τὰ 3.500 παιδιά. Ὅταν ἦρθαν καὶ ἐκεῖνοι οἱ κομουνιστὲς πῆρε τὰ παιδιὰ καὶ τὰ μετέφερε στὶς Φιλιππίνες καὶ μετὰ στὴν Ἀμερική. Ἔτρωγε μία φορὰ τὴν ἡμέρα στὶς 11 τὸ βράδυ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης καὶ τῆς τελευταίας ἑβδομάδας τῆς Μ. Σαρακοστῆς δὲν ἔτρωγε ἀπολύτως τίποτα καὶ τὴν ὑπόλοιπη νηστεία ὅπως καὶ στὴν νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἔτρωγε μόνο πρόσφορο.
Τις νύχτες προσευχόταν πολὺ καὶ ὅταν αἰσθανόταν ἐξάντληση, ὅπως ἦταν γονατιστός, ἔβαζε τὸ κεφάλι του στὸ πάτωμα καὶ κοιμόταν λίγο μέχρι νὰ πάει τὸ πρωὶ στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἄρρωστος νὰ ἦταν θὰ λειτουργοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ οἱ προσευχὲς τοῦ ἔφερναν τὴν θεραπεία. Καθημερινὰ ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς του, τοὺς ἐξομολογοῦσε καὶ τοὺς κοινωνοῦσε. Σὲ σοβαρὰ ἀσθενεῖς σκεκόταν ὧρες δίπλα τους προσευχόμενος καὶ γονατιστὸς καὶ γινόταν πολλὲς φορὲς τὸ θαῦμα. Ὅταν ἦρθαν στὴν Κίνα οἱ κομμουνιστὲς ἔφυγαν οἱ Ρῶσοι γιὰ τὴν Ἀμερικὴ καὶ φεύγει καὶ ὁ Ἅγιος τὸ 1951 στὴν Ἀμερικὴ μεταφέροντας τὸ ποίμνιό του. Οἱ Ἐπίσκοποί της Συνόδου ἀποφασίζουν καὶ τὸν στέλνουν στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Παρισιοῦ καὶ τῶν Βρυξελλῶν. Ἔτσι ὁ Ἅγιος τελοῦσε θεῖες λειτουργίες στὰ Γαλλικά, στὰ Ὀλλανδικά, ὅπως τελοῦσε πρῶτα στὰ Ἑλληνικά, στὰ Κινέζικα καὶ στὰ Ἀγγλικά. Δὲν ἐπέτρεπε στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν κραγιὸν νὰ ἀσπαστοῦν τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό. Μία πνευματική του κόρη ἡ Ζηναίδα Ζουλιέμ, ποὺ τὸν ὑπηρέτησε στὴν Γαλλία μᾶς ἀναφέρει μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν προορατικότητα τοῦ Ἁγίου.

Γνώρισα λέει γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ἅγιο πηγαίνοντας στὸ σπίτι του στὶς Βερσαλλίες, ἕνα κελλὶ ποὺ ἦταν ἕνα μικρὸ δωμάτιο μὲ μικρὰ κουτιὰ μὲ γράμματα μέσα, ἕνα τραπέζι, ἕνα καναπὲ καὶ μία σακούλα μὲ ξερὰ πρόσφορα. Φοροῦσε πέδιλα ἢ παντόφλες καὶ πολλὲς φορὲς ἦταν καὶ ξυπόλητος γιατί τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Κάλτσες δὲν φοροῦσε, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες. Τοῦ ζήτησε νὰ πάει νὰ ἐργαστεῖ σὲ κάποια περιοχὴ καὶ ἦρθε νὰ τῆς δώσει εὐλογία, ὅμως ὁ Ἅγιος της εἶπε νὰ πάει σὲ κάποια ἄλλη περιοχὴ νὰ ἐργαστεῖ καὶ ὅπως πράγματι ἔτσι καὶ ἔγινε λὲς καὶ τὸ πρωτογνώριζε. Τὸν γνώρισε τὸ 1958 καὶ ὁ πατέρας τῆς πείθανε τὸν 1957, πρὶν πεθάνει τῆς εἶπε: «ἀπόψε μ' ἐπισκέφθηκε ἕνας μοναχὸς κοντὸς μὲ μαῦρα» καὶ ἀναρωτιόταν, ποιὸς νὰ ἦταν τότε δὲν ἤξερε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Ὅταν τὸν γνώρισα λοιπὸν λέει ἡ Ζηναίδα, μία μέρα ἐνῶ ἤμουνα στὸ σπίτι τοῦ σκεφτόμουν, κρίμα, ἐὰν τὸν εἶχα γνωρίσει τότε ποὺ ἦταν ἄρρωστος ὁ πατέρας μου θὰ προσευχόμουν καὶ θὰ γινόταν καλὰ τότε ὁ Ἅγιος στράφηκε καὶ τῆς λέει: ξέρεις, ἐπισκέφτηκα τὸν πατέρα στοῦ ὅταν ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἄνοιξε τὸν μικρό του κατάλογο καὶ βρῆκε στὴν σελίδα τ' ὄνομα τοῦ πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γνώριζε τὶς σκέψεις μου ἐὰν δὲν ἦταν προορατικός, ἄρα δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ζήσει ὁ πατέρας μου.
Πολλές φορὲς ἤθελα νὰ τὸν ρωτήσω πολλὰ ἀλλὰ ἦταν ἀπασχολημένος καὶ τὸ βράδυ ποὺ θὰ ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ τὸν ρωτήσω ἐγὼ τὰ εἶχα ξεχάσει καὶ ἐκεῖνος ἐνῶ ἔτρωγε τὴν σούπα τοῦ σιγοψιθύριζε καὶ ἄκουγα ὅλα ὅσα ἤθελα νὰ μάθω ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ σκεφτόμουν νὰ τοῦ κάνω καὶ ὁ Ἅγιος σὰν νὰ τὶς γνώριζε καὶ μοῦ τὶς ἀπαντοῦσε. Ὅταν ἀργότερα θὰ ἔφευγε γιὰ τὸ Σὰν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολὺ καὶ ἐνῶ μᾶς μιλοῦσε στὴν Ἐκκλησία ἐγὼ ἔκλαιγα καὶ τότε γυρίζει καὶ μοῦ λέει: «οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τοὺς ἴδιους στόχους καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ἰδίου πράγματος ἔχουν ἑνότητα ψυχῆς καὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀπόσταση τοῦ χωρισμοῦ, ἡ ἀπόσταση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων σὲ μία ψυχή». Καὶ ἀμέσως ἠρέμησα. Ὅταν προσευχόταν στὴν Ἁγία Τράπεζα τὸ Ἄκτιστο Φῶς τὸν ἔλουζε καὶ δὲν πατοῦσε στὴν γῆ. Πάντοτε ράντιζε μὲ ἁγιασμὸ τὸν Ναὸ καὶ τὸ γραμματοκιβώτιο ποὺ ἔριχνε τὰ γράμματα τοῦ μόνος του ἀφοῦ τὰ σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στὸ χιόνι καὶ στὴν βροχὴ καὶ τὰ ἔριχνε. Ὅταν ἔφυγε στὴν Ἀμερικὴ ἄλλαξαν τὸ γραμματοκιβώτιο μὲ ἄλλο καινούργιο, ἐγὼ στεναχωρέθηκα καὶ ὅταν ἀργότερα ἦρθε πάλι γιὰ λίγο στὴν Γαλλία ὁ Ἅγιος τὸν εἶδα νὰ παίρνει τὸν ἁγιασμὸ καὶ νὰ πηγαίνει νὰ ραντίσει τὸ νέο γραμματοκιβώτιο χωρὶς ἐγὼ νὰ τοῦ ἔχω πεῖ τίποτα. Μία μέρα περνώντας ἀπὸ τὸν Ναὸ ἄκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι τὸ ἱερὸ κοιτώντας μέσα εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ εἶναι γονατιστὸς πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ νὰ κλαίει γοερὰ γιὰ τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων, Δὲν ἄντεχε ἡ ψυχή της νὰ τὸν ἀκούει ποὺ ἔκλαιγε καὶ ἔφυγε ἀθόρυβα ἀπὸ τὸν Ναό.
Πρὶν φύγει γιὰ τὴν Ἀμερικὴ τῆς εἶχε πεῖ: ὅταν ἐσὺ Ζηναίδα εἶσαι ἄρρωστη ἢ κάποιος ἄλλος νὰ μὲ εἰδοποιεῖτε νὰ ἔρθω καὶ πράγματι μόλις διάβαζαν τὴν Παράκληση θεραπευόταν. Τὸ 1962 στὶς 21 Νοεμβρίου τὸν στέλνουν στὸ Σὰν Φρανσίσκο ὡς Ἐπίσκοπο στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς. Γύρω στὸ λαιμὸ τοῦ εἶχε δέσει μία δερμάτινη θήκη μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέσα, ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Ρωσία. Ὅταν πήγαινε στοὺς ἀσθενεῖς διάβαζε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας καὶ γινόταν τὸ θαῦμα. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κοιτοῦσε μὲ τὸ στοργικό του βλέμμα, ὅλοι δὲν ξεχνοῦσαν τὸ ζεστό του βλέμμα, ὅταν σὲ κοίταζε ἤξερες ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἤσουν τὸ πιὸ ἀγαπημένο πρόσωπο στὸν κόσμο. Συνήθιζε νὰ περπατᾶ ξυπόλητος ἀκόμα καὶ στὸ πιὸ ἄγριο τσιμέντο στὸ πάρκο στὶς Βερσαλίες, ἔτρωγε μία φορὰ τὴν ἡμέρα στὶς 11 τὸ βράδυ καὶ μόνο ὅταν κάποιος φρόντιζε γι' αὐτό, ἀλλιῶς τὸ παρέλειπε καὶ αὐτό. Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὸ Ἅγιο Δισκάριο ἦταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλῆθος ὀνομάτων ἀπὸ κάθε τσέπη τοῦ ἔβγαζε χαρτάκια μὲ ὀνόματα καὶ κάθε μέρα προστίθενται καὶ ἄλλα ὀνόματα ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ τοῦ ἔστελναν καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ κάνει προσευχή. Στὴν Μεγάλη Εἴσοδο τῶν Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τὰ ὀνόματα ποὺ ἐντωμεταξὺ τοῦ εἶχαν δώσει καὶ ἄλλα καὶ ἀργοῦσε πολύ. Μετὰ τὴν θεία Λειτουργία παρέμενε γιὰ ὧρες στὴν Ἐκκλησία. Μὲ περισσὴ φροντίδα καθάριζε τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο καὶ τὸ Ἅγιο Δισκάριο, τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν Ἁγία Πρόθεση. Παράλληλα ἔτρωγε λίγο πρόσφορο καὶ ἔπινε ἄφθονο ζεστὸ νερό. Τὰ γράμματα ποὺ λάβαινε τὰ διάβαζε τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὴ θεία λειτουργία ἀφοῦ ἔβαζε ἕνα πρόσωπο ἐμπιστοσύνης καὶ τὰ ἄνοιγε μὴν τυχὸν καὶ ὑπάρχει σὲ κάποιο γράμμα ἐπείγουσα ἀνάγκη. Πολλὲς φορὲς ἔλεγε τὸ περιεχόμενο τῶν γραμμάτων πρὶν ἀκόμα τὰ διαβάσει, εἶχε τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας. Πολλὲς φορὲς ἐκεῖ στὴν Σαγγάη ποὺ ἦτα γύριζε ἔξω τί νύχτες καὶ ἔδινε ψωμὶ καὶ χρήματα στοὺς ἀστέγους καὶ ζητιάνους, ἀκόμη καὶ σὲ μεθυσμένους.

Τὸ Σάββατο στὶς 2 Ἰουλίου τὸ 1966 ὁ Ἅγιος ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή. Εἶχε πάει στὸ Σιάτλ μαζὶ μὲ τὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κούρση. Μόλις τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἀφοῦ πέρασε 3 ὧρες προσευχόμενος μέσα στὸ ἱερὸ πῆγε στὸ δωμάτιό του νὰ ξεκουραστεῖ, κάθισε στὴν πολυθρόνα του καὶ στὶς 4 παρὰ δέκα τὸ ἀπόγευμα κοιμήθηκε τὸν αἰώνιο ὕπνο ἤρεμα χωρὶς πόνο. Ἀκούστηκες ἕνας θόρυβος καὶ ὅταν μπῆκαν μέσα τὸν βρῆκαν κάτω πεσμένο ἀπὸ τὴν πολυθρόνα του καὶ ὅπως λένε προγνώριζε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἤξερε ὅτι ὁ θάνατος τοῦ πλησιάζει καὶ εἶχε προετοιμαστεῖ ὅπως οἱ μεγάλοι Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας. Γι' αὐτὸ καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ ἔστειλε ἕνα γράμμα στέλνοντας γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐλογία του στὶς μοναχές της Λέσνα στὴν Γαλλία ποὺ τόσο πολὺ τὸν εἶχαν βοηθήσει καὶ ἐξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ὧρες ἀργότερα τὸ σῶμα τοῦ ἔφθασε στὸν Καθεδρικὸ Ναό του Σὰν Φρανσίσκο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ὁλοκληρώσει. Τὸν προϋπάντησαν οἱ κληρικοί, ἔγινε ὁλονύχτια ἀγρυπνία ποὺ κράτησε 4 ὧρες, ὅλη τὴν νύχτα διάβαζαν τὸ ψαλτήρι καὶ ὅλοι ἀγρυπνοῦσαν γιὰ τελευταία φορὰ μαζί του. Ὁ κόσμος ἐρχόταν γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ χαιρετήσει γιὰ τελευταία φορὰ τὸν Δεσπότη τους.
Όλοι οἱ Ἱεράρχες ποὺ τὸν γνώριζαν μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή. Μία ζωὴ ὅλο ἀγώνα πνευματικὸ ποὺ δὲν εἶχε ξαπλώσει γιὰ 40 χρόνια σὲ κρεβάτια ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε μοναχός, ποὺ κοιμόταν μόνο μία ἢ δύο ὧρες τὸ βράδυ εἴτε ὄρθιος, εἴτε γονατιστὸς καὶ σκυφτὸς στὸ πάτωμα, πολλὲς φορὲς κοιμόταν γιὰ λίγο ἀπαντοῦσε κανονικὰ στὸ τηλέφωνο, ὅπως μαρτυρεῖ κάποιος ποὺ ἔτυχε νὰ' ναὶ μπροστά του στὸ δωμάτιό του, ἐνῶ μιλοῦσε τοῦ ἔπεσε τὸ ἀκουστικὸ λίγο πάνω στὰ γόνατα καὶ κοιμισμένος, ὅπως ἦταν, ἀπαντοῦσε σὰν ν' ἄκουγε τὸν συνομιλητή του. Ὅλοι ἐνοίωσαν ὅτι εἶχαν μείνει ὀρφανοὶ γιατί ὁ Ἅγιος ἔδειχνε κατανόηση στὸν καθένα τους καὶ πολλὴ ἀγάπη. Τὸν κήδεψαν στὶς 7 Ἰουλίου τὸ ἀπόγευμα. Τὸ σῶμα τοῦ τόσες μέρες δὲν εἶχε κανένα σημάδι ἀποσύνθεσης καὶ ὅλοι ἀκουμποῦσαν ἐπάνω του σταυροὺς λουλούδια καὶ νήπια γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ μερικοὶ Ἱεράρχες τὰ ἐγκόλπιά τους.
Ο Ναὸς ἦταν ἀφιερωμένος στὴν Παναγία, «στὴν Χαρὰ ὅλων τῶν θλιβομένων». Ἐδῶ ὑπηρέτησε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐδῶ ἀναπαύεται ὁ Ἅγιος. Μετὰ τὸ τελευταῖο ἀσπασμὸ ἔγινε 3 φορὲς ἡ λιτάνευση τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου τοῦ γύρω ἀπὸ τὸν Ναό. Τὸ φέρετρο τὸ βάσταζαν ὀρφανὰ ποὺ ὁ Ἅγιος εἶχε σώσει καὶ μεγαλώσει στὴν Σαγγάη. Ἕνας Ἱεράρχης παρομοίασε τὴν λιτάνευση τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν λιτάνευση τοῦ Ἐπιταφίου του Χριστοῦ τὴν Μέγ. Παρασκευή. Ἐτάφη σ' ἕνα μικρὸ ὑπόγειο παρεκκλήσιο κάτω ἀπὸ τὸ Ἱερό. Ὅλοι ἔφερναν στὴν μνήμη τοὺς τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ποὺ τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ θ' ἄκουγε τὶς προσευχές τους καὶ τὶς θλίψεις τοὺς ὅπως συμβαίνει σ' ἕναν ζωντανὸ ἄνθρωπο. Ἔτσι πήγαιναν τακτικὰ στὸν τάφο τους. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1993 ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων της Ἀμερικῆς μὲ ὑπεύθυνο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιό του Σὰν Φρανσίσκο, ἀφοῦ ἔγινε μία παννυχίδα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀνοίξουν. Μόλις ἄνοιξαν τὴν λάρνακα, εἶχε σκουριάσει λίγο τὸ φέρετρο γιατί ἦταν μεταλλικό, ἄνοιξαν μὲ φόβο Θεοῦ καὶ προσευχὴ τὸ φέρετρο. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἦταν σκεπασμένο μὲ τὸν ἀέρα (κάποιο πανὶ) καὶ ἡ ματιὰ τοὺς ἔπεσε στ' ἄφθαρτα χέρια τοῦ Ἁγίου. Ξεσκέπασαν καὶ τὸ πρόσωπό του καὶ ἀποκαλύφθηκε καὶ τὸ ἄφθαρτο πρόσωπό του. Μία ὑπερκόσμια πνευματικὴ γαλήνη, μία εὐλαβικὴ σιωπὴ ἁπλώθηκε παντοῦ. Βίωναν ὅλοι στιγμὲς θείας Χάριτος μπροστὰ στὸν Ἅγιό του Θεοῦ. Ἀποφασίστηκε καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ τὸ 1994 στὶς 2 Ἰουλίου νὰ γίνει ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Ἁγίου ἐπίσημα πλέον. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ μᾶς ἔστειλε ἕνα μεγάλο Ἅγιο νὰ πρεσβεύει γιὰ ἐμᾶς δίπλα στὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ στὰ χρόνια αὐτὰ τῆς γενικῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς μὲ τοὺς χρυσοὺς τρούλους καὶ ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία, στὴν χαρὰ τῶν θλιβομένων, βρίσκεται στὴ λεωφόρο Γκίρι μεταξὺ 26ης καὶ 27ης λεωφόρου καὶ εἶναι τὸ κτίριο ποὺ δεσπόζει στὴν βορειοδυτικὴ πλευρά του Σὰν Φρανσίσκο. Ὁ Ναὸς εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῆς πόλης, ἢ ἔρχεσαι ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ ἀπὸ τὴν γέφυρα Χρυσὴ πύλη. Τὸ κουβούκλιο τοῦ τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω ἀπὸ τὸ Ἱερό. Κατεβαίνει σ' ἕνα ὑπόγειο παρεκκλήσιο μὲ χαμηλὸ ἁγιογραφημένο ταβάνι μὲ τὸν Παντοκράτορα καὶ μὲ ἁγιογραφίες στοὺς τοίχους καὶ γυαλιστερὸ μαρμάρινο δάπεδο. Ἐδῶ ἔρχονται καθημερινά, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ οἱ πιστοὶ καὶ προσεύχονται στὸν τάφο του. Χιλιάδες πιστοὶ ἐπισκέπτονται τὸν Ἅγιο, ἄλλοι τοῦ στέλνουν γράμματα καὶ ζητοῦν τὴν βοήθειά του καὶ τὶς προεσβεῖες του. Ζητοῦν τὸ νῆμα ἀπὸ τὰ κεριὰ ποὺ ἀνάβουν στὸν τάφο του καὶ λίγες σταγόνες λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα ποὺ καίει ἐκεῖ.
Κάθε χρόνο στὶς 2 Ἰουλίου τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καὶ καταφθάνουν ἐκεῖ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ τάφου τοῦ πλήθους κόσμου. Στὸ κέντρο βρίσκεται ἡ λάρνακα ποὺ εἶναι σκεπασμένη μὲ τὸν μανδύα τοῦ Ἁγίου, γύρω ὑπάρχουν μανουάλια μὲ κεριὰ ἀναμμένα. Στὴν κεφαλὴ τῆς λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη ἡ Ἐπισκοπικὴ μίτρα τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στὸ κάτω μέρος τῆς λάρνακας. Καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ἕνα ἀναλόγιο μὲ τὸ Ψαλτήρι ποὺ τὸ διαβάζουν οἱ πιστοὶ ὅταν πηγαίνουν στὸ Ἅγιο καὶ μετὰ τοῦ λένε τὰ προβλήματά τους. Σ' ἕνα ἄλλο ἀναλόγιο δίπλα εἶναι ἡ εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας ποὺ τὴν ἀφιέρωσε μία οἰκογένεια ἀπὸ τὴν Κίνα στὸν Ἅγιο ὡς εὐγνωμοσύνη ποὺ τοὺς εἶχε βοηθήσει καὶ ἔδωσε ἕνα ἱερὸ ὅρκο ἡ κυρία αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της νὰ δωρίσουν τὴν εἰκόνα τοὺς αὐτή, τὸ κειμήλιό τους στὸν Ἅγιο Ἰωάννη στὸν τάφο του. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶχε ἕναν ἰδιαίτερο νόημα γιὰ τὸν Ἅγιο, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τὸ ξέρουν, γιατί στὴν ζωὴ μᾶς τίποτα δὲν συμβαίνει τυχαία. Αὐτὴ τὴν γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας ὁ Ἅγιος τὴν ἀγαποῦσε πολύ, ἡ κουρὰ τοῦ ἔγινε σὲ Μοναστήρι τῆς Γιουγκοσλαβίας ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων. Ἐπίσης τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων πῆγε ὡς Ἐπίσκοπος στὴν Σαγγάη στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας μας ποῦ ὀνομαζόταν; «ἡ ἁμαρτωλῶν Σωτηρία» καὶ πάλι τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων ἔρχεται στὸ Σὰν Φρανσίσκο ὡς Ἐπίσκοπος. Ὅταν παντρεύτηκε ἡ κυρία αὐτὴ πῆγε στὴν Ἀμερικὴ στὸν Σὰν Φρανσίσκο καὶ ἀπέχτησαν ἕναν ἀγόρι τῶν Ἰωάννη. Ὅταν ἀργότερα κατατάχτηκε στὸ στρατὸ καὶ θὰ τὸν ἔστελναν στὸν πόλεμο στὸ Βιετνάμ, τὸ ἀγόρι ποὺ εὐλαβεῖτο πολὺ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη πῆγε στὸν τάφο του καὶ τοῦ ἄφησε μία φωτογραφία ποὺ εἶχε τοῦ Ἁγίου πάνω στὴν Ἐπισκοπική του μήτρα, ποὺ βρίσκεται πάνω στὴν Λάρνακα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὴν πῆρε ὡς εὐλογία, τὴν ἔβαλε στὴν τσέπη τῆς στολῆς του στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς καὶ πῆγε στὸν πόλεμο. Καὶ ἀπὸ ὅτι ἔγραφε στὴν μάνα τοῦ ὁ ἀξιωματικὸς γιὸς τῆς ὁ Ἅγιος τὸν προστάτεψε καὶ καμία σφαίρα δὲν τὸν χτύπησε. Κάποτε τὸ ἀπόσπασμα τοῦ αἰχμαλωτίστηκε καὶ αὐτὸς γλύτωσε, μία βόμβα ἔπεσε δίπλα τους, ἄλλοι τραυματιστῆκαν σοβαρὰ καὶ αὐτὸς ἔμεινε ἀβλαβής.
Η καντήλα πάνω ἀπὸ τὴ Λάρνακα τοῦ Ἁγίου καίει συνεχῶς. Ἔρχονται ἐδῶ ὅλοι μὲ μία παιδικὴ πίστη νὰ μιλήσουν στὸν Ἅγιο, νὰ παραπονεθοῦν γιὰ τὶς θλίψεις τους καὶ ὁ Ἅγιος τους ἀκούει καὶ τοὺς βοηθάει. Ὁ Ἅγιος θέλει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε νὰ μνημονεύουμε τοὺς κεκοιμημένους ἀπὸ ἕνα περιστατικὸ ποὺ φανερώθηκε στὸν ὕπνο κάποιου ἀνθρώπου καὶ τοῦ εἶπε: «νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους». Ἐπίσης καὶ σ' ἕνα διάκο φανερώθηκε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι: «εἶμαι πολὺ εὐτυχὴς ποὺ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἀρρώστους, πάντα νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐπισκέφτεσαι τοὺς ἀρρώστους». Σὲ κάποια γυναίκα ποὺ τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της, τῆς εἶπε: «πεῖτε στὸν κόσμο παρόλο ποὺ ἔχω πεθάνει εἶμαι ἀκόμα ζωντανὸς» μία νοσοκόμα διηγεῖται ὅτι ἕνα βράδυ ἕνας σοβαρὰ ἄρρωστος ζητοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ πάει ἐκεῖ ἐνοίωθε ὅτι θὰ πέθαινε, εἶχε ὅμως ξεσπάσει μία καταιγίδα καὶ μὲ τὸν ἀέρα ποὺ φυσοῦσε κόπηκε τὸ ρεῦμα, δὲν λειτουργοῦσαν καὶ τὰ τηλέφωνα καὶ ἡ νοσοκόμα τοῦ εἶπε ὅτι τώρα δὲν μποροῦμε νὰ τὸν εἰδοποιήσουμε τὸ πρωὶ θὰ πάει κάποιος στὸν Ἐπίσκοπο. Σὲ μισῆ ὥρα ἀκούστηκαν κτύποι στὴν εἴσοδο τοῦ Νοσοκομείου καὶ ὅταν ρώτησε ὁ μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιὸς εἶναι; - Ἀνοῖξτε τὴν πύλη, εἶμαι ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάννης, μὲ κάλεσαν καὶ μὲ περιμένουν. Ἄνοιξε ὁ φύλακας καὶ ὁ Ἅγιος διέσχισε γρήγορα τὸν διάδρομο καὶ ρώτησε τὴν νοσοκόμα: «ποιὸς εἶναι ὁ ἄρρωστος ποὺ μὲ περιμένει, πήγαινε μὲ σὲ αὐτόν». Πῶς ὁ Ἅγιος διάβασε τὴν σκέψη τοῦ ἀρρώστου καὶ πῆγε μέσα στὴν καταιγίδα στὸ νοσοκομεῖο δίπλα του; ἦταν προορατικὸς καὶ τὰ ἀψηφοῦσε ὅλα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς του. Ἐπειδὴ ταξίδευε συχνὰ ἀεροπορικῶς καὶ ἡ σωρὸς τοῦ πάλι ἀεροπορικῶς ἦρθε ἀπὸ τὸ Σιάτλ στὸ Σὰν Φρανσίσκο, θεωρεῖται προστάτης τῶν ταξιδευόντων ἀεροπορικῶς, ἀλλὰ ἐπειδὴ γλύτωσε κάποιος ἀπὸ τροχαῖο θεωρεῖται καὶ προστάτης τῶν ταξιδιωτῶν.
Μια δασκάλα φωνητικῆς, ἡ Ἄννα, εἶχε βοηθήσει τὸν Ἅγιο στὴν Σαγγάη ποὺ ἦταν. Τοῦ μάθαινε νὰ προφέρει σωστὰ τὰ φωνήεντα, γιατί εἶχε πρόβλημα μὲ τὸ κάτω σιαγόνι του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προφέρει τὶς λέξεις. Ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ἦταν ἐξαντλημένος ὁ ὀργανισμός του καὶ κρεμόταν πολὺ τὸ κάτω σιαγόνι του. Αὐτὸς πάντα τῆς ἔδινε σὲ κάθε ἐπίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις ἄρχιζε τὴν νηστεία, ἄρχιζε πάλι τὸ ἐλάττωμα αὐτὸ καὶ τὸν ἐπισκεφτόταν συχνά. Τὸ 1945 τραυματίστηκε στὸν πόλεμο σοβαρὰ καὶ ζητοῦσε νὰ ‘ρθεῖ στὸ νοσοκομεῖο ὁ Ἅγιος νὰ τὴν κοινωνήσει. Ὅμως εἶχε ἄσχημο καιρὸ μὲ ἀνεμοθύελλα. Ἦταν 10 μὲ 11 τὴν νύχτα, οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, ἐπειδὴ ἦταν περίοδος πολέμου καὶ τὸ νοσοκομεῖο ἔκλεινε μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου. Τὸ πρωὶ θὰ εἰδοποιοῦσαν τὸν Ἐπίσκοπο. Ἐγὼ φώναζα: ἔλα Βλαντίκα, καὶ ξαφνικὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ θαλάμου καὶ μπαίνει μέσα ὁ Ἅγιος μουσκεμένος ἀπὸ τὴν βροχή. Τὸν ἄγγιξα γιατί νόμισα πὼς ἦταν τὸ πνεῦμα του, ἐκεῖνος χαμογέλασε, μὲ κοινώνησε καὶ ἐγὼ κοιμήθηκα. Ὅταν ἀργότερα ξύπνησα τοὺς εἶπα ὅτι ἦρθε ὁ Ἅγιος καὶ μὲ κοινώνησε, αὐτοὶ ὅμως δὲν μὲ πίστεψαν τὸ νοσοκομεῖο κλείνει μετὰ τὴν δύση μου εἶπαν, οἱ πόρτες εἶναι κλειστές. Μία ἄλλη ἀσθενὴς τοὺς εἶπε ὅτι πράγματι εἶχε ἔρθει ὁ Ἅγιος ἐκεῖ, ἀλλὰ οὔτε ἐκείνη τὴν πίστεψαν. Καὶ ἐνῶ ἡ νοσοκόμα ποὺ δὲν τὴν πίστευε τῆς ἐφτίαχνε τὸ προσκέφαλο, βρῆκε 20 δολλάρια. Ὁ Ἅγιος ὅταν ἦρθε τῆς ἄφησε καὶ λεφτὰ γιατί δὲν εἶχε τίποτα ἐκεῖνο τὸ διάστημα. Τὰ χρόνια πέρασαν, ὅταν ἔφυγε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ Σὰν Φρανσίσκο, ἦρθε καὶ ἐκείνη ἐκεῖ καὶ ἤθελε νὰ τὴν ψάλλει καὶ νὰ τὴν κηδέψει ὁ Ἅγιος. Καὶ πράγματι τὸ 1968 πέθανε τὸ βράδυ τῆς Μεταμορφώσεως ἀπὸ ἀέριο ἀπὸ γκάζι τοῦ σπιτιοῦ της καὶ μία ἄλλη κυρία, ἡ Ὄλγα, εἶδε στὸν ὕπνο τῆς ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸν Ἅγιο μέσα στὸν Ναὸ νὰ θυμιάζει ἕνα φέρετρο μὲ τὴν Ἄννα μέσα καὶ νὰ τῆς ψέλνει τόσο ὡραία τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἔτσι ὁ Ἅγιος της ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τὸ πρωὶ ἔμαθε ἡ Ὄλγα ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ πέθανε ἡ Ἄννα.
Της Ζηναίδας τῆς εἶχε ἀναθέσει τὰ δωρεὰν γεύματα γιὰ πτωχούς, ἔπαιρνε λεφτὰ ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἕνα ποσὸ τῶν 20 δολαρίων κάθε μήνα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Μία μέρα τῆς ἔκανε δῶρο 10 γαλλικὰ φράγκα, ἐγὼ λέει ἡ Ζηναίδα, τὰ ξόδεψα ὅλα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ καὶ εἰδικὰ αὐτὸν τὸν μήνα ἔκανα πολλὰ ἔξοδα καὶ χρώσταγα 70 δολλάρια. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω, ἔκανα προσευχὴ στὸν Ἅγιο (γιατί ἔλειπε στὴν Ἀμερική), τοῦ ζητοῦσα νὰ μὲ βοηθήσει, κάνω αὐτὸ πού μου εἶπες, ἀλλὰ τώρα ἔχω πολλὰ προβλήματα, βοήθησε μέ. Καὶ τὸ πρωὶ ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Νόμισε πὼς θὰ ἦταν τὰ συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, ὅταν ὅμως τὸ ἄνοιξε βρῆκε 70 δολάρια, ἀκριβῶς ὅσα χρωστοῦσε. Πῆγε λοιπὸν καὶ ξεχρέωσε, ἔγραψε καὶ ἕνα εὐχαριστήριο γράμμα καὶ τὸν ἑπόμενο μήνα ἦταν πάλι τὰ καθιερωμένα 20 δολλάρια. Ἐκεῖνα τὰ λεφτὰ τῆς τὰ εἶχε στείλει ὁ Ἅγιος. Πρὶν φύγει τῆς ἀνέθεσε νὰ φροντίζει ἕνα ὀρφανὸ παιδί, τὸν Βλαντιμίρ. Ἀλλὰ κάτι μὲ τὰ δωρεὰν γεύματα, κάτι μὲ τὴν ἡλικιωμένη μητέρα της καὶ τὸν θεῖο τῆς ἔσπασαν τὰ νεῦρα της καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο νὰ τὴ βοηθήσει νὰ τὰ βγάλει πέρα. Θὰ τὰ παρατήσω, ἔλεγε, δὲν ἀντέχω ἄλλο. Καὶ τὸ βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο τῆς τὸν Ἅγιο νὰ ἔρχεται σπίτι της καὶ νὰ πηγαίνει σὲ αὐτὴν μόνο καὶ νὰ τὴν εὐλογεῖ. Τὸ πρωὶ ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔφερε ἕνα δέμα, ἕνα περιοδικὸ ποὺ εἶχε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου ὅπως τὸν εἶχε δεῖ στὸν ὕπνο της καὶ στὸ ἐξώφυλλο ἕνα σημείωμα: «Στὴν Ζηναίδα». Ἀμέσως πῆρε χαρὰ καὶ δύναμη νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα τῆς αὐτό. Ἄλλη μία φορὰ τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Μία μέρα ἐνῶ θὰ ἔβγαινε ἔξω, κοιτώντας ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸν κόσμο εἶχε ἀνάμεσα σὲ κάτι αὐτοκίνητα κάτι σὰν μία μικρὴ σωλήνα, τὴν κυρίεψε ἡ περιέργεια καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται γιὰ νὰ πάει κάτω νὰ δεῖ νὰ τὸ κλωτσήσει. Τότε κτυπάει ἡ πόρτα, ἀνοίγει ἦταν ὁ Ἅγιος. Μπῆκε μέσα, κάθισε στὴν πολυθρόνα 5 λεπτὰ καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ τῆς πεῖ τίποτα. Τότε ξανακτυπᾶ στὸ παράθυρο καὶ εἶδε ἀστυνομικοὺς στὸ δρόμο νὰ παίρνουν μὲ πολλὴ προσοχὴ αὐτὸ τὸ παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω καὶ ἔμαθε ὅτι ἦταν βόμβα καὶ θὰ ἦτα νεκρὴ ποὺ σκεφτόταν νὰ τὸ κλωτσήσει ἐὰν δὲν τὴν καθυστεροῦσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης.
Μια κυρία ἄρρωστη μὲ πρόβλημα καρδιᾶς, φοροῦσε μία κονκάρδα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ μία μέρα λιποθύμησε στὴν Ἐκκλησία, τότε ὁ ψάλτης τὴν σταύρωσε μὲ τὴν κονκάρδα, προσευχήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη νὰ τὴν κάνει καλὰ καὶ πράγματι ἀμέσως συνῆλθε.
Μια μέρα λέει ἡ Ζηναίδα εἶχε μαγειρέψει ἡ μητέρα τῆς ἕνα φαγητό, τὰ βαρενίκι, ποὺ τὸ τρῶνε πολὺ στὴν Ρωσία εἶναι ἕνα εἶδος ζυμαρικῶν μὲ τυρὶ καὶ θὰ πήγαινε στὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη. Τὰ εἶδε στὸ τραπέζι ὁ θεῖος της καὶ τὰ λαχτάρησε, πῆγε ἡ Ζηναίδα στὸν Ἅγιο μετὰ τὸ φαγητὸ μαζὶ μὲ τὰ βερανίκι καὶ ὁ Ἅγιος ἔφαγε πολὺ λίγο ἀπὸ τὰ τρόφιμα ποὺ τοῦ πῆγε, τὰ βερενίκι ὅμως δὲν τὰ ἄγγιξε καθόλου, τὸν πίεζε νὰ φάει ἡ Ζηναίδα, ὅμως αὐτὸς δὲν ἔφαγε καθόλου λὲς καὶ προγνώριζε ὅτι τὰ εἶχε λαχταρήσει ὁ θεῖος της.
Κάποτε σκεφτόταν νὰ πάει νὰ τοῦ ζητήσει εὐλογία νὰ πάει σὲ Μοναστήρι. Τὸ βράδυ τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της καὶ δὲν τῆς ἔδινε εὐλογία καὶ κοιτώντας στὸν τοῖχο τῆς λέει: γιὰ χάρη τοῦ μεῖνε, καὶ ἄνοιξε ὁ τοῖχος καὶ βγῆκε ἕνα μωρό. Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ ξύπνησε καὶ σὲ λίγες μέρες γέννησε ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀλλὰ ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση καὶ πάνω στὸν μήνα πέθανε, καὶ ὁ ἀδελφός της τῆς ἔδωσε νὰ μεγαλώσει τὸ μωρό. Γὶ΄ αὐτὸ τότε τῆς εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος αὐτὰ τὰ λόγια. Τὸν νοιώθει τόσο κοντὰ τῆς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη ἡ Ζηναίδα ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ ἔχει πεθάνει. Κάποτε θὰ πήγαινε μὲ τὸν ἀνηψιό της, τὸν Φιλίπ, στὴν Ἀμερικὴ καὶ ὁ ἀνηψιὸς τῆς τὰ χάλασε τὰ λεφτά του, θὰ ‘χεῖ ἡ θεία μου, ἔλεγε, καὶ δὲν τοὺς ἔφταναν γιὰ τὰ εἰσιτήρια. Τῆς εἶχε στείλει καὶ λίγα χρήματα κάποιος γνωστός της ἀρχιμανδρίτης εἰς μνήμη τοῦ ἀγαπημένου Ἐπισκόπου Ἰωάννη. Καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε, ἀλλὰ τὰ χάλασε ὁ ἀνηψιὸς τῆς τὰ δικά του καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Ἅγιο νὰ τὴν βοηθήσει. Ἔλεγε. Ἐὰν νομίζεις πὼς αὐτὸ τὸ ταξίδι θὰ ‘ναὶ γιὰ τὸ καλό του Φιλίπ, βοήθησέ μας. Καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆρε ἕνα σημείωμα ἀπὸ τὸ ταχυδρομεῖο 7.700 φράγκων στ' ὄνομά της, ἀκριβῶς τὸ ποσὸ ποὺ χρειάζονταν γιὰ τὰ εἰσιτήρια. Πῆγε στὸ ταχυδρομεῖο καὶ τῆς εἶπαν ὅτι μπορεῖ νὰ πάρει ἀμέσως σήμερα τὰ χρήματα καὶ τὰ πῆρε χωρὶς νὰ χεῖ μαζί της οὔτε καν τὴν ταυτότητά της. Εὐχαρίστησα τὸν Ἅγιο ποὺ πάντα μὲ βοηθάει. Ἤθελε νὰ πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ (γιατί στὴν Γαλλία δὲν ἔβρισκε) καὶ ὅλο τὸ ξεχνοῦσε ἐκεῖ ποὺ γύριζε στὴν Ἀμερική, καὶ μόλις πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ἀμέσως τὸ θυμήθηκε καὶ πῆγε μετὰ καὶ ἀγόρασε, ὁ Ἅγιος τὴν βοήθησε νὰ τὶς θυμηθεῖ. Τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη νὰ ἔχουμε ὅλοι μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου