Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Μη κρίνετε, ἴνα μη κριθῆτε

 




Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

«Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε “κατ’ ὄψιν”, ἐξωτερικά, καὶ γι’ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον».

 κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία

Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.

– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι φυσικά, χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνεις καὶ νὰ ἁμαρτάνεις. Γι’ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴ τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμα δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.

– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση μου;

– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρεις. Μπορεῖ νὰ ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ μία δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου εἶναι ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσεις ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνει ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.

Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε “κατ’ ὄψιν”, ἐξωτερικά, καὶ γι’ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον. Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μία μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: “Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.

Θέλει πολλὴ προσοχή. Ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἄγον Ὅρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος, Κάποτε ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴ πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει; Κάποιος τοῦ εἶχε γράψει ὅτι οἱ ἀδελφές του ἦταν ἀκόμα ἀτακτοποίητες καί, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦσε πιο  καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴ δουλειά του καὶ πῆγε πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνει. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἤξερε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο καὶ ἐκεῖνος τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἅγια κατάσταση καὶ βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κατακρίνουν.

Πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κατάκριση! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν τὸν κατακρίνουμε! Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν κατάκριση ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία.

Πῶς φθάνουμε στὴν κατάκριση

– Γέροντα, γιατί πέφτω συχνὰ στὴν κατάκριση;

– Ἐπειδὴ ἀσχολεῖσαι πολὺ μὲ τοὺς ἄλλους. Περιεργάζεσαι τὶς ἀδελφὲς καὶ θέλεις ἀπὸ περιέργεια νὰ μαθαίνεις τί κάνει ἡ μία, τί κάνει ἡ ἄλλη. Ἔτσι μαζεύεις ὑλικό, γιὰ νὰ ἔχει τὸ ταγκαλάκι νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ σὲ ρίχνει στὴ κατάκριση.

– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ πρῶτα δὲν ἔβλεπα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, τώρα τὰ βλέπω καὶ κατακρίνω;

– Τώρα βλέπεις τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, γιατί δὲν βλέπεις τὰ δικά σου.

– Ἀπὸ ποῦ προέρχονται, Γέροντα, οἱ λογισμοὶ κατακρίσεως;

– Ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας- δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια- καὶ ἀπὸ τὴν τάση νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας.

– Γέροντα, ἡ κατάκριση ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης;

– Ἔμ, τί ἔχει; Καὶ ἔλλειψη ἀγάπης ἔχει καὶ ἀναίδεια ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχεις ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὅποτε τοὺς ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις. Πάει μετὰ τὸ ταγκαλάκι καὶ τοὺς βάζει νὰ κάνουν καὶ ἄλλο σφάλμα. Τὸ βλέπεις ἐσύ, τοὺς κατακρίνεις πάλι καὶ ὕστερα συμπεριφέρεσαι μὲ ἀναίδεια.

– Μερικὲς φορές, Γέροντα, μὲ στεναχωρεῖ ἡ ἀδελφὴ μὲ τὴν ὁποία συνεργάζομαι καὶ τὴν κατακρίνω.

– Ποῦ ξέρεις ἐσὺ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἀδελφή; Μπορεί νὰ τὴ πολεμοῦσαν πενήντα δαίμονες, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν, ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ πεῖς: «Ά, τέτοια εἶναι». Ὕστερα, ὅταν δοῦν ὅτι τὴν κατέκρινες, θὰ ἔρθουν πεντακόσιοι δαίμονες νὰ τὴν ρίξουν πάλι μπροστά σου, γιὰ νὰ τὴν κατακρίνεις ἀκόμα περισσότερο. Μπορεῖ λ.χ. νὰ τῆς πεῖς: «Ἀδελφή, μὴ βάζεις αὐτὸ τὸ πράγμα ἐκεῖ, ἐδῶ εἶναι ἡ θέση του». Τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὴν κάνει τὸ ταγκαλάκι νὰ ξεχάσει τί τῆς εἶπες καὶ νὰ τὸ βάλει πάλι στὴν ἴδια θέση. Θὰ κάνει καὶ καμιὰ ἄλλη ἀταξία καὶ θὰ λὲς μὲ τὸ λογισμό σου: «Μὰ χθὲς τῆς εἶπα νὰ προσέξει καὶ σήμερα τὸ ἔβαλε πάλι ἐκεῖ! Ἔκανε κι ἄλλη ἀταξία!». Ὅποτε τὴν κατακρίνεις καὶ δὲν μπορεῖς νὰ συγκρατηθεῖς καὶ νὰ μὴ μιλήσεις. «Ἀδελφή, τῆς λές, δὲν σοὺ εἶπα νὰ μὴν τὸ βάλεις ἐκεῖ; Αὐτὸ εἶναι ἀκαταστασία. Μὲ ἔχει σκανδαλίσει ἡ συμπεριφορά σου!». Αὐτὸ ἦταν! Ὁ διάβολος ἔκανε τὴν δουλειά του. Σὲ ἔβαλε νὰ τὴν κατακρίνεις, ἀλλὰ καὶ  νὰ ψυχρανθεῖς μαζί της. Και ἐκείνη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει ὄτι εσυ ησουν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ἀπροσεξία της, θὰ νοιώθει τύψεις ποὺ σὲ σκανδάλισε καὶ θὰ πέσει σὲ λύπη. Βλέπετε μὲ τί πονηριὰ ἐργάζεται τὸ ταγκαλάκι κι ἐμεῖς τὸ ἀκοῦμε;

Γι’ αὐτὸ προσπαθῆστε νὰ μὴν κρίνετε κανέναν. Νὰ κρίνετε μόνον τὰ ταγκαλάκια πού, ἐνῶ ἦταν Ἄγγελοι, κατάντησαν δαίμονες καὶ , ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, γίνονται πιὸ πονηροὶ καὶ κακοὶ καὶ βάλθηκαν μὲ μανία νὰ καταστρέψουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρὸς δηλαδὴ παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν παραξενιὲς καὶ ἀταξίες, καὶ ὁ ἴδιος πάλι βάζει λογισμοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ κρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν, καὶ ἔτσι νικάει καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Καὶ αὐτοὶ μὲν ποὺ νικοῦνται καὶ κάνουν ἀταξίες, αἰσθάνονται μετὰ τὴν ἐνοχή τους καὶ μετανοοῦν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατακρίνουν δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους, ὑπερηφανεύονται καὶ καταλήγουν στὴν ἴδια πτώση μὲ τὸν πονηρό, τὴν ὑπερηφάνεια.

Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ

– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ περνάει ἕνας λογισμὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντοτε κατάκριση;

– Δὲν τὸ καταλαβαίνεις ἐκείνη τὴν ὥρα;

– Μερικὲς φορὲς ἀργώ νὰ τὸ καταλάβω.

– Κοίταξε νὰ καταλαβαίνεις τὸ συντομότερο τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητᾶς συγχώρεση καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τὴν ὁποία κατέκρινες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατί αὐτὸ γίνεται ἐμπόδιο στὴν προσευχή. Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἀμέσως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργεῖται ἀμέσως ψυχρότητα στὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Πῶς νὰ κάνεις μετὰ προσευχή; Ἡ καρδιὰ γίνεται πάγος μάρμαρο.

Ἡ κατάκριση καὶ ἡ καταλαλιὰ εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἁμαρτίες καὶ ἀπομακρύνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁμάρτημα. «Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴν φωτιά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔτσι καὶ ἡ κατάκριση σβήνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ».

– Γέροντα, νυστάζω πολὺ στὴν πρωινὴ Ἀκολουθία.

– Μήπως κατέκρινες καμιὰ ἀδελφή; Ἐσὺ βλέπεις ἐξωτερικὰ τὰ πράγματα καὶ κατακρίνεις, γι’ αὐτὸ νυστάζεις μετὰ στὴν Ἀκολουθία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ δηλαδὴ ποῦ κατακρίνει κανεὶς καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικὰ καὶ ἀποδυναμώνεται. Καὶ ὅταν ἀποδυναμωθεῖ, ἢ νυστάζει ἢ ἔχει ἀϋπνία.

– Γέροντα συχνὰ πέφτω στὴ γαστριμαργία.

– Κοίταξε, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει τώρα νὰ προσέξεις πολὺ εἶναι ἡ κατάκριση. Αν δὲν κόψεις τὴν κατάκριση, οὔτε ἀπὸ τὴ γαστριμαργία θὰ μπορέσεις νὰ ἀπαλλαγεῖς. Ο ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει, ἐπειδὴ διώχνει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβοήθητος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κόψει τὰ ἐλαττώματά του. Και ἂν δὲν καταλάβει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ, θὰ ἔχει συνέχεια πτώσεις. Ἂν ὅμως τὸ καταλάβει καὶ ζητήσει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα

– Γέροντα, πῶς συμβαίνει, ὅταν κατακρίνω μία ἀδελφὴ γιὰ κάποιο σφάλμα της, σὲ λίγο νὰ κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο σφάλμα;

– Ἂν κατακρίνει κανεὶς τὸν ἄλλον γιὰ ἕνα σφάλμα του καὶ δὲν καταλάβει τὴν πτώση του, ὥστε νὰ μετανοήσει, συνήθως πέφτει στὸ ἴδιο σφάλμα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβει. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιγράφει τὴν κατάσταση αὐτοὺ  τὸν ὁποῖο κατέκρινε. Ἂν πεῖς λ.χ. ὅτι κάποιος εἶναι πλεονέκτης καὶ δὲν καταλάβεις ὅτι κατέκρινες, ὁ Θεὸς παίρνει τὴ Χάρη του καὶ ἐπιτρέπει νὰ πέσεις κι ἐσὺ στὴ πλεονεξία. Ἀρχίζεις τότε νὰ μαζεύεις. Μέχρι νὰ καταλάβεις τὴ πτώση σου καὶ νὰ ζητήσεις συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι.

Γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, θὰ σοὺ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἔμαθα γιὰ μία συμμαθήτριά μου ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ὅτι εἶχε παραστρατήσει καὶ ἔκανε ζημιὰ κάτω στὴν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπὸν νὰ τὴ φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ ἀνέβει στὸ μοναστήρι, για  νὰ τῆς μιλήσω. Εἶχα ξεχωρίσει καὶ μερικὰ κομμάτια περὶ μετανοίας ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ Πατερικά. Μία μέρα λοιπὸν ἦρθε μὲ δύο ἄλλες γυναῖκες. Μιλήσαμε καὶ ἔδειξε ὅτι κατάλαβε. Στὴ συνέχεια ἐρχόταν συχνὰ μὲ τὸ παιδί της καὶ ἔφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιὰ τὸν ναό. Μία φορὰ κάποιοι γνωστοὶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴ Κόνιτσά μου λένε: «Πάτερ, αὐτὴ ἡ γυναίκα ὑποκρίνεται. Ἐδῶ φέρνει κεριὰ κὰ λιβάνι καὶ κάτω συνεχίζει μὲ τοὺς ἀξιωματικούς». Ὅταν ξαναῆρθε, τὴ βρῆκα στὴν ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, καὶ τῆς ἔβαλα τὶς φωνές: «Φύγε ἀπὸ ‘δῶ, τῆς εἶπα, ἔχεις βρωμίσει ὅλη τὴν περιοχή!…». Ἡ καημένη ἔφυγε κλαίγοντας. Δὲν πέρασε πολὺ ὥρα καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο σαρκικὸ πόλεμο. «Τί εἶναι αὐτό; λέω. Ποτέ μου δὲν εἶχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;». Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν αἰτία. Κάνω προσευχή, τὰ ἴδια. Ὅποτε παίρνω τὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν Γκαμήλα.«Καλύτερα νὰ μὲ φᾶνε οἱ ἀρκοῦδες», εἶπα. Προχώρησα ἀρκετὰ μέσα στὸ βουνό. Ὁ πειρασμὸς δὲν ὑποχωροῦσε. Βγάζω τότε ἕνα τσεκουράκι ποὺ εἶχα κρεμασμένο στὴ μέση μου καὶ δίνω τρεῖς τσεκουριὲς στὸ πόδι μου, μήπως καὶ μὲ τὸν πόνο φύγει ὁ πειρασμός. Τὸ παπούτσι γέμισε αἷμα, ἀλλὰ τίποτε. Σὲ μία στιγμὴ ἦρθε στὸ νοῦ μου ἐκείνη ἡ γυναίκα καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. «Θεέ μου , εἶπα τότε, ἐγὼ γιὰ λίγο ἔζησα αὐτὴ τὴν κόλαση καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω, κι αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ποὺ ζεῖ συνέχεια αὐτὴν τὴν κόλαση!… Συγχώρεσε μὲ ποὺ τὴν κατέκρινα». Ἀμέσως ἐνοίωσα μία δροσιὰ θεϊκὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει ἡ κατάκριση;

Ἂν παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, θὰ παραβλέψει καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά μας

– Γέροντα, σήμερα στὴ διαλογὴ τῶν ἐλιῶν κατέκρινα μερικὲς ἀδελφές, γιατί ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔκαναν προσεκτικὰ τὴ δουλειά τους.

-Κοίταξε νὰ ἀφήσεις τὶς κρίσεις καὶ τὶς κατακρίσεις, γιατί μετὰ θὰ σὲ κρίνει κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἐσὺ δὲν βάζει καμμιὰ ἐλιὰ λίγο χαλασμένη μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες;

– Ὄχι Γέροντα, προσέχω νὰ μὴ βάζω.

– Ἂν μᾶς κάνει τόσο καλὸ διάλεγμα ὁ Χριστὸς στὴν Κρίση, χαθήκαμε! Ἐνῶ, ἂν τώρα παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ δὲν τοὺς κατακρίνουμε, θὰ μποροῦμε τότε νὰ ποῦμε στὸ Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε μὲ κι ἐμένα σὲ καμιὰ ἄκρη μέσα στὸ Παράδεισο!». Θυμάστε τί γράφει τὸ γεροντικὸ γιὰ ἕναν ἀμελῆ μοναχὸ πού σώθηκε γιατί δὲν κατέκρινε; Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνει, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εἰρηνικός. Τότε ὁ Γέροντάς του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ ἀπὸ τὰ γύρω Κελιά, τὸν ρώτησε: «Ἀδελφέ, πῶς καὶ δὲν φοβᾶσαι τὸν θάνατο, ἀφοῦ ἔζησες μὲ ἀμέλεια;». Καὶ ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔζησα μὲ ἀμέλεια. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπάθησα νὰ μὴν κατακρίνω κανέναν, ὅποτε τώρα θὰ πῶ στὸν Χριστό: Χριστέ μου, εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος, ἀλλὰ τουλάχιστον τὴν ἐντολή Σου: ¨Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε¨[8], τὴν τήρησα». « Μακάριος εἶσαι ἀδελφέ, τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρὶς κόπο».

– Γέροντα, μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ ζεῖ ἁμαρτωλά, λένε: «Ά, αὐτός, ἔτσι ποὺ πάει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!».

– Ἄχ, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι πᾶνε στὴ κόλαση ἀπὸ τὶς καταχρήσεις, οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε ἀπὸ τὶς κατακρίσεις… Γιὰ κανέναν δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πάει στὴν κόλαση. Ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται. Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Κανέναν νὰ μὴ καταδικάζουμε, γιατί ἔτσι παίρνουμε τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Πᾶμε νὰ γίνουμε Θεοί. Ἂν μᾶς ρωτήσει ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂς ποῦμε τὴ γνώμη μας…


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου