Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.