Άγιος Κοσμάς Αιτωλός
Πρώτη τρίχα είνε όταν θέλετε να εξομολογήσθε, το πρώτον θεμέλιον είνε αυτό οπού είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Επήρατε την πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα είνε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογήσθε και να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν, και μίαν να μη φανερώσης, όλες σου ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, και όταν εξομολογήσαι, πρέπει να μη έχης καμμίαν εντροπήν.
Μια γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν έναν υποτακτικόν ενάρετον.
Λέγει ο ασκητής του υποπτακτικού του:
– Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα.
Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουεν. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε.
Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει:
– Γέροντα, είδα ένα παράδοξο θαύμα. Εκεί οπού εξωμολογείτο η γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω και εκρεμάτο ένα μεγάλο· έκανε να βγη, και πάλιν ετραβήχθη οπίσω.
Λέγει ο Γέροντας:
– Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γλήγορα.
Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του.
Αυτός μη δυνάμενος να εννοήση το θαύμα, παρεκάλεσεν τον Θεόν να του φανερώση αν η γυναίκα εσώθη η εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθέν του μία αρκούδα μαύρη και του λέγει: – Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα οπού εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα πράξει, και διά τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθε μία βρόμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθέν του.
Διά τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα καθαρά· και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: «Πνευματικέ μου, θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα οπού σε τύπτει η συνείδησίς σου· ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησας και τα τούτοις όμοια».
Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα.
Η τρίτη τρίχα είνε, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πνευματικός: «Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα»; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον, αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: «Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είνε να κατηγορήσης τον εαυτόν σου»;
– Όχι.
– Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα.
Έχομεν και τέταρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα να χύσης το αίμα σου, παρά να αμαρτήσης. Το κάμνεις αυτό;
– Μάλιστα.
– Επήρες και την τέταρτην τρίχα.
Αυτά τα τέσσαρα είνε τα ιατρικά σου, καθώς είπομεν.
Το πρώτον είνε να συγχωρήσης τους εχθρούς σου· το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά· το τρίτον είνε να κατηγορήτε τον εαυτόν σας· το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορείτε να εξομολογήσθε καθ’ εκάστην· ει και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είνε μίαν φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή ολιγώτερον τέσσαρας φοράς τον χρόνον.
Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται.
Εκείνα οπού σας δίδουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είνε ιατρικά, αλλά διά να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσαρα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται· ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη, εις την κόλασιν πηγαίνει.