Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα έζησαν και μαρτύρησαν στη Σεβάστεια της ιστορικής και αγιοτόκου μικρασιατικής γης σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι κατάγονταν από διαφορετικούς τόπους, αλλά τους ένωνε η βαθιά και ακλόνητη πίστη τους στον Ιησού Χριστό, τον μόνο αληθινό και παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα με τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματά τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνος, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάιος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ιουλιανός (ή Ελιανός ή Ηλιανός) και Αγλάιος ο καπικλάριος.
Την εποχή αυτή (308-323) αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Λικίνιος, ο οποίος το 313 είχε συνυπογράψει με τον Μέγα Κωνσταντίνο το περίφημο «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το οποίο διακήρυττε την ανεξιθρησκεία, γεγονός που παρείχε στους πολίτες του Ανατολικού και Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους τη θρησκευτική ελευθερία. Αλλά μετά από επτά χρόνια ο Λικίνιος στη μανιώδη προσπάθειά του να επικρατήσει και να εξαπλωθεί η ειδωλολατρεία έναντι της χριστιανικής πίστεως, εξαπέλυσε φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Γι’ αυτό και έδωσε την εντολή στους διοικητές των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συλλαμβάνουν και να θανατώνουν με φρικτά βασανιστήρια τους χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να θυσιάσουν στα είδωλα.
Ο διοικητής της επαρχίας του Πόντου, όπου βρισκόταν και η πόλη της Σεβάστειας, ήταν την εποχή εκείνη ο θηριώδης και αιμοβόρος Αγρικόλας, ο οποίος είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία και οργάνωση ισχυρού και ετοιμοπόλεμου στρατού που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις εισβολές των εχθρών και κυρίως των Γότθων. Στον στρατό της επαρχίας του Πόντου υπηρετούσαν σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι χάρη στις ικανότητες και στην απαράμιλλη ανδρεία τους είχαν νικήσει τους Γότθους σε όλες τις φονικές μάχες και είχαν αναδειχθεί σε ακοίμητους φρουρούς και ισχυρούς προστάτες της Σεβάστειας και ολόκληρης της επαρχίας του Πόντου. Οι συνεχείς όμως επιτυχίες των σαράντα επίλεκτων αυτών στρατιωτών οφείλονταν στη δύναμη του Ιησού Χριστού, τον Οποίο λάτρευαν ως τον μόνο αληθινό Θεό, αφού ήταν πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο Αγρικόλας πληροφορήθηκε ότι οι σαράντα αυτοί γενναίοι και χαρισματικοί στρατιώτες είναι χριστιανοί, έδωσε αμέσως την εντολή να πειθαρχήσουν στο διάταγμα του αυτοκράτορα και να προσφέρουν θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς. Οι σαράντα όμως χριστιανοί στρατιώτες ομολόγησαν τον Χριστό και απάντησαν όλοι μαζί με μία φωνή ότι είναι χριστιανοί και ότι αποστρέφονται τα είδωλα, τα οποία θεωρούν βδελύγματα. Ο Αγρικόλας ξαφνιάστηκε από τη γενναία ομολογία της χριστιανικής ιδιότητος των σαράντα χαρισματικών στρατιωτών του και αρχικά προσπάθησε, επαινώντας την ανδρεία και τη σωφροσύνη τους, αλλά και την προθυμία τους να πολεμούν υπέρ του βασιλέως, να τους πείσει να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα τους υποσχέθηκε μεγάλες τιμές και αξιώματα, εάν πειθαρχήσουν στη διαταγή του αυτοκράτορα. Όμως οι σαράντα γενναίοι χριστιανοί στρατιώτες απάντησαν με παρρησία ότι μπορεί με πολλή προθυμία να πολέμησαν για τη δόξα του βασιλέως, αλλά ήρθε η ώρα να αγωνισθούν με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία για την αγάπη και τη δόξα του Ουρανίου Βασιλέως, ο Οποίος θα τους προσφέρει πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά και όχι τα πρόσκαιρα και τα γήινα, και θα τους εξασφαλίσει τον αμάραντο στέφανο της δικαιοσύνης και τη δόξα της μακαριότητος των δικαίων. Επιπλέον του δήλωσαν ότι το μόνο που τους τρομάζει, είναι η τιμωρία της κολάσεως.
Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτούς τους λόγους εξοργίστηκε, και έδωσε την εντολή να τους κλείσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ότι θα κάμψει το αγωνιστικό τους φρόνημα. Οι Άγιοι δεν δείλιασαν καθόλου, αλλά με προθυμία οδηγήθηκαν στη φυλακή, όπου προσευχόμενοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τήν ἀληθινήν πίστιν Σου καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας». Κατά τα μεσάνυχτα και ενώ οι Άγιοι προσεύχονταν αδιάλειπτα και με ακλόνητη πίστη στον Ιησού Χριστό, εμφανίστηκε ο Κύριος μέσα σ’ ένα υπερκόσμιο φως και τους ενίσχυσε στον αγώνα τους, επαινώντας την προθυμία τους να μαρτυρήσουν για την αγάπη Του. Όμως μεταξύ άλλων τόνισε ότι όποιος υπομείνει μέχρι τέλους, αυτός και θα σωθεί. Και πράγματι ο λόγος του Κυρίου «Ὁ υπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» υπήρξε προφητικός, αφού γνώριζε ότι ένας από τους σαράντα μάρτυρες θα δείλιαζε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου, θα εγκατέλειπε τον αγώνα και θα έχανε τον αμάραντο στέφανο της δόξας του Ουρανίου Βασιλέως. Μετά τη θαυμαστή εμφάνιση και τα προφητικά λόγια του Κυρίου μέσα στη φυλακή, συνέχισαν οι Άγιοι να προσεύχονται μέχρι που ξημέρωσε. Ο ηγεμόνας Αγρικόλας διέταξε να φέρουν τους σαράντα στρατιώτες ενώπιον του και προσπάθησε με κολακευτικά λόγια να τους πείσει να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, λέγοντάς τους ότι είναι οι ωραιότεροι, γενναιότεροι και συνετότεροι στρατιώτες που έχει συναντήσει στη ζωή του. Τους προειδοποίησε όμως ότι εάν δεν υπακούσουν στο πρόσταγμά του, θα τους τιμωρήσει. Τότε ένας από τους στρατιώτες, ονόματι Κάνδιδος, του δήλωσε με παρρησία ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Κύριο, ενώ τον αποκάλεσε άγριο άνθρωπο και μάλιστα αγριότερο από όλα τα θηρία που προσπαθεί με κολακείες και υποκρισίες να καλύψει την αγριότητά του. Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτά τα λόγια, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε ευρισκόμενος σε κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε να δέσουν τα χέρια των σαράντα μαρτύρων και σέρνοντας και χτυπώντας τους, να τους οδηγήσουν στη φυλακή μέχρι να έρθει ο δούκας Λυσίας από την Καισάρεια. Μέσα στη φυλακή οι Άγιοι συνέχισαν να προσεύχονται και να δοξολογούν το πάντιμο όνομα του Θεού. Μεταξύ των στρατιωτών ήταν και ο Κυρίων, ο οποίος ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη των συστρατιωτών του, λέγοντάς τους να μείνουν όλοι μαζί σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία του Χριστού, ώστε να αξιωθούν της αιωνίου ζωής και δόξας.
Στη φυλακή έμειναν επτά ημέρες μέχρι που ήρθε ο δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε η διαταγή να οδηγηθούν οι Άγιοι ενώπιον αυτού και του αιμοσταγούς ηγεμόνος Αγρικόλα. Στον χώρο, όπου θα ελάμβανε χώρα η δίκη, είχε συγκεντρωθεί πλήθος λαού, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες ήταν χριστιανοί. Ο στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη των συστρατιωτών του, λέγοντάς τους να μην φοβηθούν μπροστά στις απειλές των αρχόντων, αφού όπως Εκείνος που τους έδινε τη δύναμη να νικούν τους εχθρούς ήταν πάντοτε ο ίδιος ο Κύριος, έτσι και τώρα Εκείνος που θα τους στηρίξει στην πίστη είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής Χριστός, ο Οποίος θα τους βοηθήσει, επικαλούμενοι το όνομά Του, να νικήσουν τους εχθρούς της πίστεως, τον αόρατο και ασώματο εχθρό που είναι ο διάβολος και τους δύο νοητούς αντιπάλους, τον δούκα Λυσία και τον ηγεμόνα Αγρικόλα. Όταν οι Άγιοι έφτασαν στον τόπο, όπου θα γινόταν η δίκη, ο δούκας Λυσίας άρχισε με απορία και αμηχανία να περιεργάζεται τους σαράντα χαρισματικούς στρατιώτες. Ύστερα απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους κάλεσε να θυσιάσουν στους προγονικούς θεούς, για να μπορέσουν να αποκτήσουν δόξα και τιμή, διαφορετικά η ανυπακοή στο πρόσταγμα του βασιλέως θα οδηγούσε στην αφαίρεση της στρατιωτικής τους ζώνης και στον ανελέητο βασανισμό τους. Τότε ο Κάνδιδος αποκάλεσε τον Λυσία οδηγό του σκότους και διδάσκαλο της ανομίας, δήλωσε δε ότι είναι αποφασισμένοι να υπομείνουν κάθε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού, ενώ την ίδια στιγμή του είπαν ότι δεν θα χρειασθεί να τους αφαιρέσει τη στρατιωτική ζώνη, διότι θα του την πετάξουν μπροστά του, όπως και έγινε. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Λυσίας, έμεινε εμβρόντητος και εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε διέταξε τους στρατιώτες να λιθοβολήσουν τους Αγίους στο στόμα μέχρι να συντριβούν τα δόντια τους. Όμως οι στρατιώτες καθυστερούσαν να εκτελέσουν τη διαταγή, διότι εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους σαράντα επίλεκτους συστρατιώτες τους. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο τον Λυσία, ο οποίος επανέλαβε τη διαταγή του. Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να λιθοβολούν τους Αγίους, αλλά ξαφνικά χτυπήθηκαν από θεία δύναμη, η οποία τους εμπόδιζε να βλέπουν τους Αγίους με αποτέλεσμα ο ένας στρατιώτης να χτυπά τον άλλο. Βλέποντας ο Λυσίας το παράδοξο αυτό γεγονός, άφρισε από το κακό του και παίρνοντας μία πέτρα, την εκσφενδόνισε με δύναμη εναντίον των Αγίων. Αλλά η πέτρα δεν χτύπησε τους Αγίους, αλλά τον Αγρικόλα, ο οποίος έπεσε κάτω αιμόφυρτος σφαδάζοντας από τους πόνους. Τότε ο Κυρίων είπε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η δύναμη των εχθρών κατετροπώθηκε, ενώ ο αιμόφυρτος Αγρικόλας δήλωσε ότι το θλιβερό αυτό γεγονός είναι αποτέλεσμα μαγείας. Την ίδια όμως στιγμή ένας από τους σαράντα μάρτυρες, ονόματι Δόμνος, ομολόγησε με παρρησία ότι τα παράδοξα συμβάντα όχι μόνο δεν είναι μαγεία, αλλά αποτελούν ενέργειες του δικαιοκρίτου και παντοδυνάμου Θεού. Οι δηλώσεις αυτές ενίσχυσαν τον θυμό του Λυσία, ο οποίος διέταξε να οδηγηθούν και πάλι στη φυλακή. Όμως ο Κύριος δεν άφησε αβοήθητους τους εγκλεισμένους στη φυλακή σαράντα χριστιανούς, οι οποίοι Τον ευχαρίστησαν που τους αξίωσε να μείνουν σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία της χριστιανικής πίστεως. Έτσι κάποια στιγμή μέσα στα μεσάνυχτα η φυλακή έλαμψε από υπερκόσμιο φως και εμφανίστηκε ο Κύριος, ο Οποίος τους ενθάρρυνε και τους παρηγόρησε λέγοντάς τους ότι όποιος πιστεύει στο όνομα και τη δόξα Του, θα ζήσει αιώνια μετά τον θάνατο, ενώ τους παρότρυνε να μην φοβούνται τα βασανιστήρια, διότι είναι προσωρινά.
Το πρωί οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν ενώπιον του Αγρικόλα έτοιμοι και αποφασισμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την αγάπη του Χριστού. Ο Αγρικόλας τους ρώτησε, εάν θα θυσιάσουν στα είδωλα ή επιθυμούν να θανατωθούν. Τότε ο Κάνδιδος του απάντησε με παρρησία ότι όπως πρόθυμα πέταξαν τις στρατιωτικές τους ζώνες, έτσι με την ίδια θέληση και προθυμία περιφρονούν τον θάνατο για να στεφανωθούν δικαίως από τον Κύριο. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο ηγεμόνας έδωσε την εντολή να δέσουν τους Αγίους από τον λαιμό και να τους ρίξουν στη βαθιά και παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας, η οποία είχε επιλεγεί ως ο τόπος του φρικτού μαρτυρίου των Αγίων Τεσσαράκοντα. Αμέσως οι Άγιοι αισθάνθηκαν απερίγραπτη χαρά και άρχισαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα βγάλει πιο γρήγορα τα ρούχα του και θα μπει πρώτος μέσα στην παγωμένη και ανθρωποκτόνο λίμνη. Το μαρτύριο των σαράντα χριστιανών στρατιωτών ήταν φρικτό και ανατριχιαστικό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν και οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αφού το σώμα άρχισε να ακρωτηριάζεται και τα άκρα να σαπίζουν και να διαλύονται. Σ’ αυτή τη φρικιαστική σωματική τιμωρία ο ένας ενθάρρυνε και παρηγορούσε τον άλλο λέγοντας ότι ο χειμώνας είναι δριμύς, αλλά ο Παράδεισος γλυκός. Γι’ αυτό και παρακινούσε ο ένας τον άλλο να υπομείνουν την παγωνιά για μία νύχτα, για να απολαύσουν στο μέλλον τον Παράδεισο και να κερδίσουν την αιωνιότητα. Θυσιάζοντας το σώμα τους για την αγάπη του Χριστού, θα μπορούσαν να ζήσουν αιώνια μέσα στη χαρά του Παραδείσου.
Στο μεταξύ γύρω από τη λίμνη είχε συγκεντρωθεί πλήθος λαού που παρακολουθούσε τα συμβάντα, ενώ πολλοί χριστιανοί προσεύχονταν στον Θεό να τους δώσει δύναμη να υπομείνουν την ανυπόφορη δοκιμασία και να κερδίσουν τον στέφανο της δόξας. Ο δόλιος και αιμοβόρος Αγρικόλας επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να κάμψει την ακλόνητη πίστη των Αγίων. Απέναντι από τη λίμνη είχε δώσει την εντολή να ανάψουν φωτιά σ’ ένα λουτρό. Μ’ αυτό τον τρόπο θα παρακινούσε τους σαράντα μάρτυρες να βγουν από την παγωμένη λίμνη και να κατευθυνθούν στο λουτρό για να ζεσταθούν. Οι σαράντα στρατιώτες αποτελούσαν όμως μέσα στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας ένα καινούργιο επίλεκτο σώμα στρατιωτών με αδιάσπαστη δύναμη και συνοχή χάρη στην αλύγιστη και σταθερή τους πίστη στον Ιησού Χριστό. Παρά τη φρικιαστική τιμωρία, στην οποία είχαν υποβληθεί, δεν αισθάνονταν το ανυπόφορο ψύχος των παγωμένων νερών, αφού θερμαίνονταν από την άσβεστη φλόγα της πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό. Όσο όμως περνούσαν οι ώρες μέσα στη νύχτα, το ψύχος ήταν τόσο διαπεραστικό και ανυπόφορο, ώστε οι πόνοι στο σώμα τους ήταν αφόρητοι. Τα μέλη του σώματός τους είχαν αρχίσει ήδη να παραλύουν και το αίμα να παγώνει. Έτσι πλησίαζε και η ώρα του σωματικού θανάτου. Σ’ αυτή την ύστατη στιγμή παρηγορούσε ο ένας τον άλλο με νουθεσίες και συμβουλές. Ξαφνικά όμως ένας από τους σαράντα στρατιώτες και ομολογητές του Χριστού δεν άντεξε άλλο το ψύχος και αφού βγήκε από την παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε προς το λουτρό για να μπορέσει να ζεσταθεί. Όταν όμως πλησίασε τη ζεστασιά που παρείχε η φωτιά στο λουτρό, διαλύθηκε σαν το κερί και έπεσε κάτω νεκρός. Η θλίψη των υπόλοιπων τριάντα εννέα στρατιωτών ήταν βαθύτατη, αφού ένας αδελφός και ομόψυχός τους είχε λιποτακτήσει, ενώ επιβεβαιώθηκε πλήρως ο προφητικός λόγος του Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οι στρατιώτες άρχισαν να παρακαλούν τότε τον Θεό να τους ενισχύσει στον αγώνα τους μέχρι τέλους και αμέσως ο παντοδύναμος Θεός έκανε το θαύμα Του: μετέβαλε το δριμύ και ανυπόφορο ψύχος σε θερμότητα, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση του πάγου και στη θέρμανση του νερού.
Τα θαυμαστά αυτά γεγονότα παρακολουθούσε με έκπληξη και θαυμασμό ο ειδωλολάτρης δεσμοφύλακας Αγλάιος, ο οποίος προσπαθούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Όταν όμως είδε το υπέρλαμπρο ουράνιο φως να αστράφτει πάνω από τη λίμνη προτού ξημερώσει και σαράντα στεφάνια να κατεβαίνουν από τον Ουρανό, από τα οποία τα τριάντα εννέα κάθισαν πάνω από τα κεφάλια των Αγίων, ενώ το τεσσαρακοστό έμενε μετέωρο στον αέρα, κατάλαβε τη σημασία αυτής της εξαίσιας επουράνιας οπτασίας. Το στεφάνι που βρισκόταν μετέωρο στον αέρα, ανήκε στον στρατιώτη, ο οποίος λιποψύχησε και την τελευταία στιγμή λιποτάκτησε και έτσι έχασε τον στέφανο της δόξας του Θεού. Τότε ο Αγλάιος έβγαλε αμέσως τα ρούχα του και πήδηξε μέσα στη λίμνη, ομολογώντας με παρρησία ότι είναι και αυτός χριστιανός. Βλέποντας οι Άγιοι τον ειδωλολάτρη Αγλάιο να προσχωρεί στο σώμα των ομολογητών του Χριστού, ευχαρίστησαν τον Θεό που φρόντισε να αναπληρώσει αμέσως τον λιποψυχήσαντα αδελφό τους.
Μόλις ξημέρωσε, ο αιμοσταγής Αγρικόλας πήγε στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας για να αντικρίσει από κοντά το αποτέλεσμα του φρικιαστικού μαρτυρίου. Μεταξύ των ετοιμοθάνατων μαρτύρων διέκρινε τον Αγλάιο και τότε με έκπληξη ρώτησε τους στρατιώτες του, πώς είναι δυνατόν να βρίσκεται αυτός ανάμεσα στους χριστιανούς μάρτυρες. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο δεσμοφύλακας είχε γίνει χριστιανός, εξοργίστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε να βγάλουν από τη λίμνη τους σαράντα αήττητους αθλητές του Χριστού και να τους μεταφέρουν στο ποτάμι, όπου και να τους συντρίψουν τα μέλη τους. Μεταξύ των χριστιανών που παρακολουθούσαν το φρικιαστικό μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα, ήταν και η μητέρα ενός από τους σαράντα πολύαθλους μάρτυρες, ο οποίος ονομαζόταν Μελίτων και ήταν ακόμη ζωντανός. Η χριστιανή αυτή μητέρα προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη του νεαρού γιου της, φοβούμενη μήπως και το μονάκριβο παιδί της δειλιάσει την τελευταία στιγμή και αρνηθεί τον Χριστό, και έτσι χάσει την ανείπωτη απόλαυση της αιωνίου ζωής. Η θεοσεβής αυτή μάνα προτίμησε να πνίξει τη μητρική της αγάπη και να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο της για την αγάπη του Χριστού. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες στρατιώτες ότι ο Μελίτων είναι ακόμη ζωντανός, δόθηκε η εντολή από τον Αγρικόλα να επιστραφεί στη μητέρα του, ενώ για τους υπόλοιπους τριάντα εννέα διατάχθηκε να διαμελισθούν τα μέλη τους και αφού φορτωθούν σε άμαξες, να κατευθυνθούν στο ποτάμι, όπου και θα έκαιγαν τα ιερά τους λείψανα. Τότε η μητέρα του μάρτυρος Μελίτωνος πήρε το παιδί της και άρχισε να τρέχει αγκομαχώντας πίσω από τις άμαξες για να συναθληθεί μαζί με τους υπόλοιπους ενδόξους μάρτυρες του ονόματος του Κυρίου. Στην αγωνιώδη προσπάθειά της να προφθάσει τις άμαξες, παρέδωσε ο Μελίτων την ψυχή του στα χέρια του δικαιοκρίτου Θεού και κατόπιν τοποθέτησε το πολύαθλο σώμα του μαζί με τους υπόλοιπους συναγωνιστές του για να λάβουν όλοι μαζί τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της δικαιοσύνης. Όταν έφθασαν οι άμαξες στο ποτάμι, άναψαν φωτιά και κατέκαυσαν τα διαμελισμένα σώματα των Αγίων, ενώ στη συνέχεια έριξαν στο ποτάμι ό,τι η φωτιά δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει.
Όμως λίγες ημέρες μετά το μαρτύριο των Αγίων, παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Επίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο και του υπέδειξαν το ποτάμι, όπου θα μπορούσε να βρει τα ιερά τους λείψανα. Αμέσως πήγε τη νύχτα με μερικούς χριστιανούς και αφού τα περισυνέλεξε, τα τοποθέτησε μέσα σε θήκες. Η εύρεση των ιερών λειψάνων των Αγίων δημιούργησε αισθήματα απερίγραπτης χαράς και πνευματικής αγαλλίασης στον κλήρο και τον λαό της Τοπικής Εκκλησίας της Σεβάστειας. Ιδιαίτερα σημαντική ιστορική σημασία έχει η διασωθείσα Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, σύμφωνα με την οποία η επιθυμία των Αγίων ήταν να μεταφερθούν τα ιερά τους λείψανα και να κατατεθούν στο χωριό Σαρείμ για να μείνουν ενωμένοι σωματικά και μετά τον θάνατό τους και όχι να διασκορπισθούν μεταξύ των χριστιανών, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Το 438 ευρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα ιερά λείψανα των Αγίων στον ιερό ναό του Αγίου Θύρσου. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Άγιος Θύρσος τα αποκάλυψε σε θεία οπτασία στον ύπνο της αυτοκράτειρας. Μετά από πολλές έρευνες τα ιερά λείψανα ανακαλύφθηκαν στον τάφο της διακόνισσας Ευσεβείας μέσα σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στον τάφο της και προς το μέρος της κεφαλής της σύμφωνα με τη διαθήκη της. Στην Κωνσταντινούπολη ανεγέρθηκαν μάλιστα και τρεις ναοί επ’ ονόματι των Αγίων, ενώ μονές αφιερωμένες στους Αγίους Τεσσαράκοντα ιδρύθηκαν στη Σεβάστεια από τον Επίσκοπο Πέτρο και στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από την αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, την Αγία Μακρίνα, η οποία κατείχε τεμάχια ιερών λειψάνων τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο οι γονείς όσο και δύο ανιψιοί του Μεγάλου Βασιλείου κατείχαν τμήματα ιερών λειψάνων των Αγίων.
πηγή:http://syndesmosklchi.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου