Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ
Μὲ τὴ φαντασία µας νὰ γυρίζουµε 2000 χρόνια πίσω. Πόσο θάµβος θὰ µᾶς εἶχε καταλάβει: µιὰ βδοµάδα, καὶ ὁ κόσµος ἔγινε ἀλλιώτικος! Ὁ κόσµος, ποὺ γιὰ χιλιάδες χρόνια ἔµοιαζε µὲ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, εἶναι τώρα τὸ πρόβατο ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ βρῆκε, καὶ τὸ πῆρε στοὺς ὤµους Του. Τὸ ἀγεφύρωτο κενὸ ποὺ ἡ ἁµαρτία εἶχε δηµιουργήσει µεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀρχίζει τώρα νὰ γεφυρώνεται. Ὁ Θεὸς µπῆκε στὴν ἱστορία, ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἀνέλαβε τὴ σάρκα µας, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγµατα, αὐτὰ ποὺ µέσα στὴν τυφλότητά µας θεωροῦµε νεκρὴ ὕλη, ἀδρανῆ, µποροῦν στὸ δικό Του Σῶµα νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν ἔνδοξο ἑαυτό τους. Κάτι ἐντελῶς καινούριο ἔχει συµβεῖ καὶ ὁ κόσµος δὲν εἶναι πιὰ ὁ ἴδιος.
Ὑπάρχει ὅµως καὶ µία ἄλλη πτυχὴ τῆς Ἐνσάρκωσης. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ διὰ τοῦ Χριστοῦ εἶπε κρίσιµες ἀλήθειες, ποὺ σταδιακὰ –ὅπως τὸ προζύµι ποὺ πέφτει στὴ ζύµη- ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσµο. Ὁ Θεὸς µᾶς ἀποκάλυψε τὸ µεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραµείνει γιὰ πάντα µία ἔνδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πελώριος, τόσο µυστηριωδῶς βαθύς, ὥστε ὄχι µόνο µπορεῖ νὰ περιέχει- ὡς ναὸς- τὴ θεία παρουσία, ἀλλὰ µπορεῖ καὶ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸν Θεό, νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως», κατὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Καὶ ἀκόµη, ὅσο πολὺ κι ἂν παρεξέκκλινε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κλήση του, ὅσο ἀνάξιος κι ἂν ἔγινε γι’ αὐτήν, ποτὲ δὲν θὰ ἔχει µιὰ σχέση µὲ τὸν Θεὸ κατώτερη ἀπὸ αὐτὴ τῆς πατρότητας καὶ δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ ἔχει τὴ θέση τοῦ υἱοῦ ἢ τῆς θυγατέρας τοῦ Ὑψίστου.[…]
Καὶ κατόπιν εἰσήγαγε ἢ µᾶλλον ἐξήγγειλε µία νέα δικαιοσύνη, ὄχι τὴν κατανεµητικὴ ἢ κολαστήρια δικαιοσύνη τοῦ νόµου. Ὅταν µᾶς λέει «ἐὰν µὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑµῶν πλεῖον τῶν Γραµµατέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οὐ µὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 20), ἀναφέρεται στὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀντιµετωπίζει τὸν καθένα ἀπό µᾶς.
Μᾶς ἀποδέχεται ὅπως εἴµαστε. Ἀποδέχεται τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό, χαίρεται γιὰ τὸν καλὸ καὶ πεθαίνει ἐξ αἰτίας καὶ γιὰ χάρη τοῦ κακοῦ. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς µᾶς καλεῖ νὰ θυµόµαστε: τί µᾶς καλεῖ νὰ γίνουµε καὶ πῶς θέλει νὰ συµπεριφερόµαστε- ὄχι µόνο µέσα στὸν κύκλο τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσµο. Νὰ βλέπουµε κάθε ἄνθρωπο µ’ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς δικαιοσύνης, ὄχι κριτικὰ καὶ ἐπικριτικά. Στὸ πρόσωπο τοῦ καθενὸς νὰ ἀτενίζουµε τὴν ὀµορφιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀποτύπωσε ἐπάνω του καὶ τὴν ὁποία ὀνοµάζουµε εἰκόνα Του. Νὰ τιµοῦµε αὐτὴ τὴν ὀµορφιά, νὰ ἐργαζόµαστε ὥστε ἡ ὀµορφιὰ αὐτὴ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ὅλη της τὴ δόξα, ἀποβάλλοντας ὅ,τι εἶναι κακὸ καὶ σκοτεινό. Καὶ καθὼς ἐµεῖς θὰ ἀναγνωρίζουµε τὴν ὀµορφιὰ αὐτὴ στὸν ἄλλο, θὰ τῆς δίνουµε τὴ δυνατότητα νὰ γίνει πραγµατικότητα καὶ τελικὰ νὰ ἐπικρατήσει.
Μᾶς δίδαξε ἀκόµη µιὰ ἀγάπη τὴν ὁποία ὁ ἀρχαῖος κόσµος δὲν γνώριζε, καὶ ὁ σύγχρονος τόσο πολὺ φοβᾶται: Μία ἀγάπη ποὺ δέχτηκε νὰ γίνει τρωτή, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική, µία ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι µόνο ὅ,τι µετρᾶ, µία ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι µόνο ὅ,τι κατέχει ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτὸ της τὸν ἴδιο. Νὰ τί ἔφερε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐνσάρκωση στὸν κόσµο καὶ αὐτὰ ἔµειναν.
Ὁ Χριστὸς εἶπε «τὸ φῶς ἐν τὴ σκοτίᾳ φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε»- δὲν µπορεῖ νὰ τὸ σβήσει! Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ φωτίζει καὶ θὰ φωτίζει, ἀλλὰ θὰ ἐπικρατήσει µόνον ἂν ἀναλάβουµε νὰ γίνουµε ἐµεῖς οἱ ἀγγελιαφόροι του, οἱ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ἂν ἐνστερνιστοῦµε τὸ ὅραµα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσµο καὶ πιστέψουµε σ’ αὐτὸ µὲ ὅλη τὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἐλπίδα µας, τὴ µόνη δύναµή µας γιὰ νὰ βοηθήσουµε τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν ἀρχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκινήσουν οἱ ἄλλοι, πρέπει νὰ δοῦν τὴ δική µας καινότητα.
Ὁ κόσµος ἄρχισε νὰ ἀνανεώνεται ὅταν ὁ Θεὸς ἑνώθηκε µὲ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ Λόγος ἔγινε Σάρξ. Δική µας ἀποστολὴ εἶναι νὰ ἀποκαλύψουµε αὐτὸ τὸ καινούριο, τὴ λαµπρότητα καὶ τὸ µεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ µέσα στὸ σκοτάδι ἢ τὸ µισοσκόταδο αὐτοῦ τοῦ κόσµου.
Εὔχοµαι νὰ µᾶς δώσει ὁ Θεὸς θάρρος καὶ ἀγάπη καὶ πλάτυνση καρδιᾶς, ὥστε νὰ γίνουµε ἀγγελιοφόροι καὶ µάρτυρές Του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου