ΑΘΛΟΦΟΡΕ ΑΓΙΕ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΕ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ, ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΤΩ ΕΛΕΗΜΟΝΙ ΘΕΩ, ΙΝΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΕΣΙΝ, ΠΑΡΑΣΧΗ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ




Ὁ ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος εἶ­ναι ἀ­πὸ τοὺς ἐν­δο­ξό­τε­ρους ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν πο­λι­οῦ­χο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τῆς πό­λης ὅ­που γεν­νή­θη­κε, ἔ­ζη­σε καὶ μαρ­τύ­ρη­σε. Ἡ μνή­μη του ἑ­ορ­τά­ζε­ται στὶς 26 Ὀ­κτω­βρί­ου.

Ὁ Δη­μή­τρι­ος γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 280, ἐ­πὶ αὐ­το­κρά­το­ρος Μα­ξι­μι­α­νοῦ, καὶ κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ εὐ­γε­νῆ οἰ­κο­γέ­νει­α. Σπού­δα­σε, ἔ­λα­βε μόρ­φω­ση καὶ χρι­στια­νι­κὴ παι­δεί­α, καὶ σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α κα­τα­τά­χθη­κε στὸν ρω­μα­ϊ­κὸ στρα­τό. Μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή του ὑ­πε­ρο­χή, τὴν εὐ­σέ­βει­α καὶ τὸ ἦ­θος του ὁ Δη­μή­τρι­ος ἔ­γι­νε πο­λὺ γρή­γο­ρα γνω­στὸς σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν πό­λη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἡ φή­μη του ἔ­φθα­σε μέ­χρι τὸν βα­σι­λιὰ Μα­ξι­μι­α­νὸ Γα­λέ­ρι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­κτι­μῶν­τας τὶς ἀ­ρε­τές του, τὸν προ­σέ­λα­βε ἀρ­χι­κὰ ὡς μέ­λος τῆς συγ­κλή­του τῆς πό­λε­ως καὶ στὴ συ­νέ­χει­α τὸν τί­μη­σε μὲ τὸ ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Δού­κα, δι­ο­ρί­ζον­τάς τον στρα­τη­γὸ ὅ­λης τῆς Θεσ­σα­λί­ας.

Ὡς ἀ­λη­θι­νὸς Χρι­στια­νὸς ὁ Δη­μή­τρι­ος ἀ­νέ­λα­βε μὲ ζῆ­λο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ ἔρ­γο. Σχη­μά­τι­σε ἕ­να κύ­κλο νε­α­ρῶν μα­θη­τῶν καὶ τοὺς δί­δα­σκε τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ στὶς ὑ­πό­γει­ες στο­ές, κον­τὰ στὰ δη­μό­σι­α λου­τρὰ τῆς πό­λης.    

Κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α μί­ας τέ­τοιας συ­νά­θροι­σης, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες τὸν συ­νέ­λα­βαν καὶ τὸν ὁ­δή­γη­σαν ἐ­νώ­πι­ον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­ξι­μι­α­νοῦ, ποὺ τό­τε πα­ρε­πι­δη­μοῦ­σε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ ζή­τη­σε νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ γιὰ τὴ στά­ση του καὶ ὁ Δη­μή­τρι­ος ἀ­πάν­τη­σε μὲ θάρ­ρος: «Βα­σι­λιᾶ μου, ἐ­γὼ τι­μῶ τὴ βα­σι­λεί­α σου, τι­μῶ ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­σέ­να τὸν Θε­ὸ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι βα­σι­λιὰς ὅ­λου τοῦ κό­σμου». «Καὶ ποιὸς εἶ­ναι ὁ Θε­ός σου;», τὸν ρώ­τη­σε ὁ Μα­ξι­μι­α­νός; Καὶ ὁ ἅ­γι­ος τοῦ εἶ­πε: «Ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νὸς καὶ Βα­σι­λεὺς Παν­το­κρά­τωρ». Ὁ βα­σι­λιὰς τοῦ λέ­γει πά­λι: «Λοι­πὸν αὐ­τὸν πι­στεύ­εις ἐ­σὺ καὶ δι­ὰ τοῦ­το δὲν κα­τα­δέ­χε­σαι ἐ­μᾶς; Καὶ τί κα­λὸ εἶ­δες ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό σου καὶ τὸν ἔ­χεις Θε­ὸ καὶ Βα­σι­λέ­α; Δὲν εἶ­ναι θε­ὸς ὁ Ζεύς, ὁ Ἀ­πόλ­λων καὶ οἱ λοι­ποί, ἀλ­λὰ ὁ Χρι­στός σου; Δὲν σὲ τί­μη­σα ἐ­γὼ καὶ σὲ δι­ό­ρι­σα ἡ­γε­μό­να τῆς Θεσ­σα­λί­ας; Ἐ­πει­δὴ εἶ­σαι ἀ­γνώ­μων θὰ βα­σα­νι­σθεῖς καὶ θὰ τι­μω­ρη­θεῖς, γιὰ νὰ μά­θεις ποιὸς εἶ­μαι ἐ­γὼ καὶ ποιὸς εἶ­σαι ἐ­σὺ καὶ τί μπο­ρεῖ νὰ κά­νει ὁ Θε­ός σου γιὰ σέ­να». Ὁ ἅ­γι­ος τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: «Βα­σι­λιᾶ, τὶς τι­μω­ρί­ες καὶ τὰ βά­σα­να μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μὲ ἀ­πει­λεῖς ἐ­γὼ τὰ θε­ω­ρῶ ὡς χα­ρὰ καὶ ἀ­γαλ­λί­α­ση, δι­ό­τι αὐ­τὰ θὰ μοῦ χα­ρί­σουν τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν καὶ ἀ­τε­λεί­ω­τη τι­μή». Ὁ βα­σι­λιὰς ἐ­ξορ­γί­στη­κε καὶ πρό­στα­ξε νὰ τὸν φυ­λα­κί­σουν, μέ­χρι τὴν ὥ­ρα ποὺ θὰ τὸν τι­μω­ροῦ­σε.

Ἐ­νῷ ὁ Δη­μή­τρι­ος ἦ­ταν φυ­λα­κι­σμέ­νος, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ὁ Νέ­στο­ρας, θέ­λη­σε νὰ ἀ­γω­νι­στεῖ ἐξ ὀ­νό­μα­τος τῶν χρι­στια­νῶν μὲ τὸν εἰ­δω­λο­λά­τρη Λυ­αῖ­ο. Ἔ­τσι πῆ­γε στὴ φυ­λα­κή, ὅ­που ἦ­ταν ὁ Δη­μή­τρι­ος καὶ τοῦ εἶ­πε: «Δοῦ­λε τοῦ Θε­οῦ, τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ βα­σι­λιὰς χαί­ρε­ται μὲ τὶς πρά­ξεις τοῦ Λυ­αί­ου. Ἡ ψυ­χή μου ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ πα­λέ­ψει μα­ζί του, γι᾽ αὐ­τὸ εὐ­λό­γη­σέ με καὶ ἐν­δυ­νά­μω­σέ με νὰ ὑ­πά­γω νὰ τὸν νι­κή­σω». Τότε ὁ Δη­μή­τρι­ος ἔ­κα­νε τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ στὸ μέ­τω­πο τοῦ Νέ­στο­ρος καὶ τοῦ εἶ­πε: «Ὕ­πα­γε καὶ τὸν Λυ­αῖ­ο θὰ νι­κή­σεις καὶ ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ θὰ μαρ­τυ­ρή­σεις». Μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση λοι­πὸν ὅ­τι ἔ­χει τὴ χά­ρη καὶ τὴ βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ Νέ­στο­ρας μπῆ­κε στὴν πα­λαί­στρα καὶ ὄ­χι μό­νο νί­κη­σε τὸν Λυ­αῖ­ο, ἀλ­λὰ καὶ τὸν σκό­τω­σε.

Ὀρ­γι­σμέ­νος ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας ἀ­πὸ τὴν ἥτ­τα τοῦ Λυ­αί­ου, καὶ μό­λις ἔ­μα­θε ὅ­τι αὐ­τὸς φο­νεύ­θη­κε μὲ παρέμβαση τοῦ Δη­μη­τρί­ου δι­έ­τα­ξε τὸν ἀ­πο­κε­φα­λι­σμὸ τοῦ Νέ­στο­ρα καὶ τὴ θα­νά­τω­ση τοῦ Δη­μη­τρί­ου μὲ λογ­χι­σμούς. Πράγ­μα­τι, οἱ στρα­τι­ῶ­τες πῆ­γαν στὴ φυ­λα­κὴ καὶ φό­νευ­σαν τὸν Δη­μή­τρι­ο, καρ­φώ­νον­τας τὶς λόγ­χες τους σὲ ὅ­λο του τὸ σῶ­μα. Ὁ πρῶ­τος μά­λι­στα λογ­χι­σμὸς ἦ­ταν στὴ δε­ξι­ά του πλευ­ρά, δι­ό­τι μό­λις τοὺς εἶ­δε ὁ Δη­μή­τρι­ος ὕ­ψω­σε μό­νος του τὴ δε­ξι­ά του χεῖρα, γιὰ νὰ τὸν λογ­χί­σουν. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο λοι­πὸν μαρ­τύ­ρη­σε ὁ Δη­μή­τρι­ος. Ὁ θά­να­τος τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου ὀ­νο­μά­σθη­κε «Χρι­στο­μί­μη­τος σφα­γή», δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος ὁ Κα­βά­σι­λας, εἶ­χε πολ­λὲς ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ αὐ­τὸν τοῦ Κυ­ρί­ου: ὁ Δη­μή­τρι­ος ὑ­πη­ρέ­τη­σε τοὺς Χρι­στια­νούς, δι­δά­σκον­τάς τους, ὁ­μο­λό­γη­σε τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, φυ­λα­κί­στη­κε γιὰ αὐ­τόν, δέ­χθη­κε πλῆγ­μα στὴν πλευ­ρὰ καὶ ἀ­πέ­θα­νε ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ.

Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου εὐ­λα­βεῖς χρι­στια­νοὶ πῆγαν κρυ­φὰ στὴ φυ­λα­κὴ καὶ ἐν­τα­φί­α­σαν τὸ λεί­ψα­νο στὸ μέ­ρος, ὅ­που ἀρ­γό­τε­ρα χτί­στη­κε να­ὸς πρὸς τι­μή του. Ἀ­πὸ τὸν τά­φο του ἀ­νά­βλυ­ζε μύ­ρο, ἐ­ξοῦ καὶ ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Μυ­ρο­βλή­της.

Ὁ ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος ἔ­χει ταυ­τι­σθεῖ πο­λὺ στε­νὰ μὲ τὴν πό­λη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἡ πό­λη καυ­χᾶ­ται γιὰ τὸν ἅ­γι­ο καὶ τὸ μαρ­τύ­ρι­ό του ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­νέ­κα­θεν τὸν θε­ω­ρεῖ προ­στά­τη της ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­τί­ον της ἐ­πι­βο­λὴ τῶν Σλά­βων, τῶν Ἀ­βά­ρων, τῶν Ἀ­ρά­βων, τῶν Νορ­μαν­δῶν, τῶν Φράγ­κων, τῶν Τούρ­κων καὶ ἄλ­λων βαρ­βά­ρων. Βέ­βαι­α ὁ ἅ­γι­ος δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζει τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες του μό­νο στὴν πό­λη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἀλ­λὰ βο­η­θᾶ ὅ­ποιον τὸν ἐ­πι­κα­λε­στεῖ μὲ πί­στη καὶ κα­θα­ρὰ καρ­δί­α, κα­θὼς καὶ ὅ­ποιον θε­λή­σει νὰ τὸν τι­μή­σει ὀρ­θὰ καὶ χρι­στια­νι­κά, δη­λα­δὴ προ­σπα­θῶν­τας νὰ μι­μη­θεῖ τὴ θε­ο­πρε­πῆ ζω­ή του.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου