Ἕνας βασιλιάς πέρασε ἐπίσημα ἀπό ἕνα ἔρημο λόγγο. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα φτωχό ἄνθρωπο πού ἔβοσκε λίγες γίδες. Καί ἀπόρησε. Γιατί τόν εἶδε ἤρεμο καί εἰρηνικό.
Ἐρωτάει λοιπόν ὁ βασιλιάς:
-Πῶς εἶσαι ἤρεμος καί εἰρηνικός, ζώντας καί δουλεύοντας σέ τέτοια ἄγρια μέρη; Τί κερδίζεις ἀπό τήν δουλειά σου;
Ἀπάντησε ὁ τσοπάνης:
-Ὅ,τι καί σύ μέ τήν δική σου, βασιλιά μου!
Ἀπόρησε πάλι ὁ βασιλιάς. Καί ζήτησε ἐξηγήσεις:
-Μά ξέρεις τί λές, καλέ μου ἄνθρωπε; Ξέρεις τί κερδίζω ἐγώ;
Ἀπάντησε ὁ τσοπάνης:
-Τό μεγαλύτερο πού μπορεῖς καί σύ, νά κερδίσεις, βασιλιά μου, εἶναι νά πᾶς στόν παράδεισο· ἄν κάνεις ἔργα καλά. Γιατί, ἄν δέν φροντίζεις νά κάνεις καλά ἔργα, θά πᾶς καί σύ στήν κόλαση! Τό ἴδιο καί ἐγώ μέ τήν δική μου δουλιά! Μπορεῖς νά μοῦ εἰπεῖς τί περισσότερο μπορεῖς νά κερδίσεις σύ στήν ζωή σου ἀπό ἐμένα;
Τά λόγια τοῦ φτωχοῦ τσοπάνη ξύπνησαν τόν βασιλιά. Καί τόν ἔκαμα νά σκέπτεται πιό καλά.
Θά κάμουν τάχα καί ἐμᾶς;
Πηγή:http://xristianos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου