Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι
Κάποτε, λέει, ήταν ένας βασιλιάς που σκέφθηκε πως θα μπορούσε- αν ήξερε το σωστό χρόνο για ν’ αρχίσει το κάθε τι, αν ήξερε ποιους ανθρώπους ν’ ακούει και ποιους ν’ αποφεύγει και, πάνω απ’ όλα, αν ήξερε πάντα ποιο ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα να κάνει- να μην αποτύχαινε σ’ οτιδήποτε κι αν αναλάμβανε.
Και μιας και του πέρασε απ’ το μυαλό αυτή η σκέψη, έβγαλε διάτα σ’ όλο του το βασίλειο πως θα έδινε αμοιβή μεγάλη σ’ όποιον τον μάθαινε ποιος θα ήταν ο σωστός χρόνος για κάθε πράξη και ποιοι οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι και πώς θα ήξερε ποιο θα ήταν το σπουδαιότερο πράγμα να κάνει.
Ήρθαν, λοιπόν, σοφοί πολλοί στο βασιλιά αλλά ο καθένας απάντησε στις ερωτήσεις του διαφορετικά…μερικοί είπαν πως για να ξέρεις το σωστό χρόνο για κάθε πράξη πρέπει να κατασκευάσεις…έναν πίνακα με τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια και να ζεις με βάση τον πίνακα αυτό, ποτέ μη παραβαίνοντας τίποτα…Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν αδύνατο να αποφασίζεις από τα πριν για κάθε πράξη…Άλλοι πάλι είπαν ότι όσο κι αν προσπαθούσε ο βασιλιάς να είναι ενήμερος για το καθετί, είναι πραγματικά αδύνατο για τον οποιονδήποτε ν’ αποφασίζει ποια είναι η σωστή στιγμή για κάθε πράξη αλλά, μάλλον θα έπρεπε να έχει ένα συμβούλιο σοφών…
Τότε όμως έφεραν ορισμένες αντιρρήσεις άλλοι, λέγοντας…πως μόνο οι μάγοι το ξέρουν, οπότε, για να μάθει κανείς τη σωστή ώρα για κάθε πράξη, πρέπει να συμβουλεύεται μάγους.
Το ίδιο διαφορετικές ήταν και οι απαντήσεις στη δεύτερη ερώτηση ποιους ανθρώπους να ακούει και ποιους ν’ αποφεύγει…
Στην τρίτη ερώτηση σχετικά με το τι είναι η πιο σπουδαία απασχόληση, μερικοί απάντησαν ότι το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο είναι η επιστήμη. Άλλοι είπαν η πολεμική τέχνη και άλλοι πάλι ότι είναι η θρησκευτική λατρεία.
Μιας και οι απαντήσεις ήταν όλες διαφορετικές, ο βασιλιάς δε συμφώνησε με καμιά και δεν έδωσε την αμοιβή σε κανέναν. Αλλά επειδή, ωστόσο, ήθελε να βρει τις σωστές απαντήσεις στις ερωτήσεις του, αποφάσισε να συμβουλευτεί έναν ερημίτη πασίγνωστο για τη σοφία του.
Ο ερημίτης ζούσε σ’ ένα δάσος που ποτέ δεν εγκατέλειπε και δε δεχόταν κανέναν άλλο, παρά κοινούς θνητούς. Έτσι, ο βασιλιάς φόρεσε ρούχα απλά και πριν φτάσει στη σπηλιά του ερημίτη, κατέβηκε απ’ το άλογό του και…συνέχισε το δρόμο μόνος του.
Όταν πλησίασε ο βασιλιάς, ο ερημίτης έσκαβε μπροστά στο καλύβι του…Ο ερημίτης φαινόταν αδύνατος στην υγεία του και, κάθε φορά που έχωνε το φτυάρι του στο έδαφος και έβγαζε λίγο χώμα, ανέπνεε βαριά.
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε:
«Ήρθα σε σένα, σοφέ ερημίτη, να σου ζητήσω να μου απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις…»
Ο ερημίτης άκουσε τις ερωτήσεις αλλά δεν απάντησε τίποτα. Έφτυσε το χέρι του και ξανάρχισε το σκάψιμο.
«Είσαι κουρασμένος», είπε ο βασιλιάς. «Δώσ’ μου εμένα το φτυάρι να σου κάνω λίγη δουλειά»…
Αφού έσκαψε αρκετά ο βασιλιάς σταμάτησε και επανέλαβε τις ερωτήσεις του. Ο ερημίτης πάλι δεν του έδωσε καμιά απάντηση…άπλωσε το χέρι του να πάρει το φτυάρι και είπε:
«Τώρα ξεκουράσου εσύ λίγο και άσε με εμένα να δουλέψω λίγο». Αλλά ο βασιλιάς δεν του έδωσε το φτυάρι και συνέχισε να σκάβει. Πέρασε μια ώρα κι άλλη μια. Ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω απ’ τα δέντρα και ο βασιλιάς, τελικά, έχωσε το φτυάρι στο χώμα και είπε:
«Ήρθα σε σένα, σοφέ μου άνθρωπε, για μια απάντηση στα ερωτήματά μου. Αν δεν μπορείς να μου δώσεις καμιά, πες μου το για να γυρίσω σπίτι μου».
«Κάποιος έρχεται τρέχοντας», είπε ο ερημίτης, «για να δούμε ποιος είναι».
Ο γενειοφόρος άντρας που ήρθε κρατούσε με τα χέρια το στομάχι του και αίμα έτρεχε από κάτω τους…Ο βασιλιάς έπλυνε όσο πιο καλά μπορούσε την πληγή του, την έδεσε με το μαντήλι και με μια πετσέτα που του έφερε ο ερημίτης. Αλλά το αίμα δεν σταματούσε να τρέχει και ο βασιλιάς άρχισε να την πλένει και να την ξεπλένει και να βγάζει κάθε τόσο το μαντήλι βουτηγμένο στο αίμα της πληγής. Όταν κάποτε σταμάτησε το αίμα να τρέχει ο άντρας…ζήτησε κάτι να πιεί. Ο βασιλιάς έφερε φρέσκο νερό και του έδωσε. Ωστόσο ο ήλιος είχε δύσει και είχε αρχίσει να κάνει κρύο…
Αλλά ο βασιλιάς είχε τόσο κουραστεί από το περπάτημα και από τη δουλειά που είχε κάνει, ώστε σύρθηκε μέχρι το κατώφλι και αποκοιμήθηκε…όλη τη σύντομη καλοκαιριάτικη νύχτα. Όταν ξύπνησε το πρωί, ο παράξενος γενειοφόρος τον κοιτούσε εντατικά με μάτια που έλαμπαν.
«Συγχώρεσέ με…», είπε ο άντρας με τη γενειάδα.
«Δεν σε ξέρω και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε συγχωρέσω», είπε ο βασιλιάς.
«Δεν με ξέρεις εσύ αλλά εγώ σε ξέρω. Είμαι εκείνος ο εχθρός σου που ορκίστηκε να σε εκδικηθεί, γιατι εκτέλεσες τον αδελφό του και σφετερίστηκες την περιουσία του. Ήξερα πως είχες πάει μόνος να δεις τον ερημίτη και αποφάσισα να σε σκοτώσω καθώς θα γύριζες πίσω…αλλά οι σωματοφύλακες σου με αναγνώρισαν και με πλήγωσαν. Τους ξέφυγα αλλά θα είχα πεθάνει αν δεν είχες περιποιηθεί τις πληγές μου. Πρώτα ήθελα να σε σκοτώσω αλλά εσύ μου έσωσες τη ζωή…Συγχώρα με».
Ο βασιλιάς χάρηκε που έκανε ειρήνη με τον εχθρό του…και είπε πως θα έστελνε τους υπηρέτες του και το γιατρό του να τον περιποιηθεί και υποσχέθηκε να του ξαναδώσει την περιουσία του.
Αφού χαιρέτησε τον πληγωμένο που ξεκίνησε για την πατρίδα του, ο βασιλιάς βγήκε στην αυλόπορτα και έψαξε για τον ερημίτη. Πριν φύγει, θέλησε να τον παρακαλέσει ακόμα μια φορά ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχε υποβάλει. Ο ερημίτης ήταν έξω γονατισμένος και έσπερνε σπόρους στις πρασιές που είχανε σκάψει την προηγούμενη μέρα.
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε:
«Για τελευταία φορά, σε ικετεύω ν’ απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, σαν σοφός που είσαι».
«Μα ήδη σου έχει δοθεί απάντηση!» είπε ο ερημίτης ακόμα γονατισμένος στ’ αδύναμα πόδια του, κοιτάζοντας το βασιλιά που στεκόταν μπροστά του.
«Ποιος έδωσε απάντηση; Τι θες να πεις;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Δε βλέπεις;» απάντησε ο ερημίτης. «Αν δεν είχες λυπηθεί χθες την ανημπόρια μου και δεν είχες σκάψει εκείνες τις πρασιές αλλά είχες τραβήξει το δρόμο σου, αυτός ο άνθρωπος θα σου είχε επιτεθεί και θα το είχες μετανιώσει που δεν έμεινες μαζί μου. Έτσι, η πιο σπουδαία ώρα ήταν όταν έσκαβες τις πρασιές. κι εγώ πάλι ήμουνα ο πιο σπουδαίος άνθρωπος. και το να μου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία σου ασχολία. Μετά, όταν εκείνος ο άνθρωπος μας είδε και έτρεξε προς τα μας, η πιο σπουδαία ώρα ήταν όταν το φρόντιζες, γιατί αν δεν είχες δέσει τις πληγές του, θα είχε πεθάνει χωρίς να συνάψει ειρήνη μαζί σου. Έτσι, αυτός ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες για κείνον ήταν η πιο σπουδαία σου ασχολία.
Θυμήσου, λοιπόν: υπάρχει μόνο ένας χρόνος που είναι σπουδαίος. Το τώρα, γιατί μόνο τότε έχουμε οποιαδήποτε δύναμη. Ο πιο αναγκαίος άνθρωπος στον κόσμο είναι αυτός με τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί κανένας μας δεν ξέρει αν θα έχεις ποτέ σου πάρε δώσε με κανέναν άλλο. Και η πιο σπουδαία δουλειά που έχεις είναι να του κάνεις το καλό, επειδή γι’ αυτό και μόνο το σκοπό ήρθε ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζήση».
Μετάφραση, Φώντας Κονδύλης-Ανδρέας Αγγελάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου