Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ρήσεις του Κυρίου είναι αυτή που κλείνει την παραβολή του άφρονα πλούσιου. «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Αυτά παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει με ό,τι θέλει ο Θεός. Ο λόγος αυτός δείχνει ακριβώς την αιτία για την οποία τόσο ο Χριστός όσο και η Εκκλησία επιμένουν στο ότι ο πλούτος κάθε μορφής αποτελεί εμπόδιο για τη Βασιλεία του Θεού, για να είναι κάποιος αληθινός χριστιανός. Δεν γίνεται αναφορά στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία. Ο Χριστός επιμένει στη συγκέντρωση θησαυρών για ατομική χρήση και κατοχή και στην αντίθεση με τον κατά Θεόν πλουτισμό.
Τι σημαίνει όμως αυτό το αντιθετικό ζεύγος;
Ο άφρων πλούσιος είναι το παράδειγμα του θησαυρίζοντος εαυτώ. Χαρακτηριστικά αυτού του θησαυρίσματος ήταν η έγνοια για τα αγαθά, για την αποθήκευσή τους και για την χρήση τους με σκοπό την φιληδονία. Ο άφρων πλούσιος δεν σκέφτηκε ότι η ευφορία της γης δεν ήλθε ως αποτέλεσμα μόνο κάποιου δικού του κόπου, αλλά ως ευλογία του Θεού. Δεν σκέφτηκε λοιπόν να ευχαριστήσει το Θεό για τις δωρεές που έλαβε. Παράλληλα, δεν υπολόγισε ότι η αποθήκευση των αγαθών δεν ήταν αυτή που θα του έδινε νόημα και χαρά στη ζωή του, αλλά θα τον έκλεινε στον εαυτό του και στην αυτάρκειά του, με αποτέλεσμα ό,τι είχε να το κρατούσε για τον ίδιο. Μέριμνες όμως φέρνει η διατήρηση των πλούτου. Άγχος, σχέδια, προγράμματα. Όμως η ζωή δεν μπορεί να προχωρήσει στα ουσιώδη της, αν ο άνθρωπος είναι παραδομένος στην διατήρηση, διαχείριση και αποθήκευση των αγαθών του. Ταυτίζεται με αυτά και δεν έχει έγνοια ούτε για τον συνάνθρωπό του, αλλά ούτε και να χτίσει σχέσεις αγάπης με δικούς του, φίλους και συγγενείς. Ο πλούτος καθιστά τον άνθρωπο μοναχικό. Δεν σκέφτηκε λοιπόν ο πλούσιος να μοιραστεί τη χαρά για την ευφορία της γης του, αλλά σκέφτηκε πώς θα την κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Τέλος, ο πλούσιος επέλεξε να εγκλωβιστεί στο εγώ του κατευθύνοντας την πορεία του στο τρίπτυχο «φάγε, πίε, ευφραίνου». Η ζωή του δεν είχε κανένα άλλο ενδιαφέρον. Κανένα πνευματικό και ψυχικό προσανατολισμό. Ο εαυτός του στηρίχτηκε στην ύλη. Το νόημα της ζωής ήταν να απολαύσει τα αγαθά του. Δεν υπολόγισε όμως ότι υπάρχει ο θάνατος, που αναιρεί κάθε τέτοιο σχέδιο μόνιμου υλιστικού προσανατολισμού. Έτσι ο ίδιος έχασε τη δυνατότητα να δει τον κόσμο μέσα από ένα άλλο πρίσμα, αυτό της υπέρβασης του χρόνου και του θανάτου, αυτό της αγάπης που δίνει άλλο περιεχόμενο και άλλη χαρά στον άνθρωπο.
Θησαύρισε για τον εαυτό του ο άφρων πλούσιος. Πίστεψε ότι η αυτάρκεια των αγαθών του ήταν αποτέλεσμα της εύνοιας της «τύχης», του κόπου του, της ίδιας της ζωής. Παραδόθηκε στις μέριμνες πώς να επενδύσει τα κέρδη του. Ταύτισε τη χαρά με την ηδονή. Από τη ζωή του απουσίαζε εντελώς ο πλησίον. Η χαρά του να μοιράζεται κανείς. Η χαρά της ευχαριστίας στο Θεό. Και έτσι, με το θάνατό του, όσα ετοίμασε έπαψαν να του ανήκουν και έμειναν χωρίς κάτοχο. Αυτό συμβαίνει και με όσους δεν βλέπουν ότι ο αληθινός θησαυρός είναι να δοξολογούμε το Θεό για ό,τι μας δίνεται. Να λειτουργούμε ως διαχειριστές και ως οικονόμοι της χάριτός του, είτε πρόκειται για υλικά είτε πρόκειται για άλλα αγαθά, χαρίσματα, γνώσεις, επιτυχίες, αποδοχή από τους άλλους. Και παράλληλα, αντί να παραδινόμαστε στην φιλήδονο αμαρτία, να βλέπουμε την ανάγκη να μοιραστούμε με τον πλησίον μας στο μέτρο του εφικτού κάθε τι το οποίο μας δόθηκε.
Η στάση του πλουσίου δεν ήταν απλώς μια επιλογή ανάμεσα στον πλούτο για τον εαυτό του και στον πλούτο κατά Θεόν. Ήρθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής του, της υπαρξιακής του κατάστασης. Ο Χριστός μας λέει ότι ήταν πλεονέκτης. Ήταν διψασμένος όχι για αγάπη και για χαρά, όχι για Θεό και πλησίον, αλλά για την ατομική του εξασφάλιση. Η καρδιά του ήταν δοσμένη στον εαυτό του. Και στον καιρό του πειρασμού παρέδωσε την ψυχή του στην πλεονεξία του. Σταδιακά νικιέται ο άνθρωπος. Σταδιακά χτίζεται η λογική της υποταγής στο πνεύμα του πειρασμού, στην αυτάρκεια, στον θησαυρό εαυτώ.
Όπως σε κάθε παραβολή, ο Χριστός αφήνει τον καθένα μας να κρίνει ο ίδιος με ποιον ταυτίζεται. Έτσι, παραμένει ανοιχτός ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας μας θα πλουτίσει εις Θεόν. Θα γίνει με αντίθετη στάση ως προς αυτή του πλούσιου; Θα γίνει με την δοξολογία του Θεού και την εμπιστοσύνη στην ευλογία του να είμαστε διαχειριστές τόσο των αγαθών όσο και της χάριτος; Θα γίνει με την ελεημοσύνη; Με την προσευχή που γίνεται αγάπη; Με την συμπαράσταση σ’ αυτόν που πεινά, διψά, είναι ξένος, είναι γυμνός, είναι στη φυλακή, είναι ασθενής; Με την υπέρβαση της αυτάρκειας και τη νίκη κατά της πλεονεξίας, μέσα από τη σχέση με το Θεό και τον πλησίον;
Κάποτε ο πειρασμός φέρνει μπροστά στα πόδια του Μεγάλου Αντωνίου,εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, ασημένιο δίσκο. Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει: «Από πού βρέθηκε δίσκος στην έρημο; Εδώ ούτε δρόμος ούτε μονοπάτι, ούτε ίχνος περάσματος φαίνεται πουθενά. Αλλά και εάν έπεσε κάποιου ανθρώπου, δεν θα τον άκουγε; Δεν θα γύριζε λοιπόν να τον πάρει; Δική σου τέχνη είναι τούτο διάβολε! είπε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις. Χάρισμα σου λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου». Μόλις όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί. Σε λίγο θασυναντήσει άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Ο άγιος το προσπερνά, ενθυμούμενος τον λόγο της Γραφής«Πλούτος, εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. 61, 12). Ακόμη κι αν δείτε μπροστά σας τον πλούτο να ρέει άφθονος, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ’ αυτόν. Όπου είναι ο θησαυρός μας, εκεί και η καρδιά μας.
Πηγή:http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου