Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου τίθεται ένα από μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί εντάσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πρόκειται για την άνιση κατανομή του πλούτου και η ασπλαχνία των πλουσίων απέναντι στου φτωχούς. Ο πλούτος είναι ένα είδωλο που έχει πολλούς προσκυνητές, πλούσιους και φτωχούς.
Η λατρεία του πλούτου βρίσκεται στο υπόβαθρο πολλών κοινωνικών αλλαγών. Οι βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές δε έχουν σχέση με οικονομικά μεγέθη. Τις γεννά η πίστη των Αγίων που μας δίνουν μια άλλη αίσθηση ζωής. Ανατρέπει κατεστημένα, κάνει τον φτωχό άρχοντα και τον πλούσιο ικέτη του φτωχού. Την εικόνα που μας δίνει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα για την μετά θάνατο κατάσταση του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, τα μάτια των Αγίων τη βλέπουν από τώρα, μέσα στις κοινωνικές αδικίες. Γιατί βλέπουν την κατάληξη της αδικίας και όχι την τυραννική ισχύ της. Και η κατάληξη της αδικίας είναι η απεγνωσμένη κραυγή του πλουσίου «πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καί πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψη τό ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καί καταψύξη τήν γλῶσσαν μου».
Μέσα όμως στην κολαστική φλόγα θα είναι και ο ανυπόμονος φτωχός. Αυτός που είχε θεωρήσει τον πλούτο σα το υψηλότερο αγαθό και έφθασε στο φθόνο των ανθρώπων.
Ο πλούσιος της παραβολής ήταν δούλος της φιλαυτίας του. Ήταν κλεισμένος στον εαυτό του «εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Η αγάπη για τον εαυτό του είχε νεκρώσει μέσα του κάθε συμπάθεια, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι «θεοσεβής», να πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Στην παραβολή δεν κατηγορείται για ασέβεια αλλά για έλλειψη αγάπης. Μπήκε στον τόπο του βασάνου ως ανελεήμων και φιλήδονος, όχι ως ασεβής.
Ζούσε την ειδωλολατρία των παθών. Η συνύπαρξη πίστης και ειδωλολατρίας είναι μια σχιζοφρενική κατάσταση στη ζωή πολλών πιστών.
Η πίστη για να είναι ορθή πρέπει να συνδέεται άμεσα με την πράξη. Δεν μπορεί κανείς να ικανοποιεί τα πάθη του και να ελπίζει ότι θα σωθεί χάρη στην πίστη του. Η πίστη που σώζει δεν είναι οι αντιλήψεις μας για το Θεό, που είναι άσχετες με την καθημερινή ζωή. Για να είναι σωτήρια η πίστη πρέπει να εμποτίζει όλη μας την ύπαρξη, αλλιώς ως πρόσωπα ζούμε ένα φριχτό διχασμό. Σήμερα ο Χριστός μας δίδαξε ότι η πίστη, όταν δεν συνοδεύεται από την αγάπη, δεν σώζει. Μας επισήμανε επίσης, ότι είναι δυνατή η πίστη ν’ αφήνει ανέπαφη την φιληδονία μας και την ασπλαχνία μας, οι οποίες τελικά κολάζουν την ψυχή μας.
Μετά τον θάνατο του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, το σκηνικό ανατράπηκε. Ο πλούσιος βρέθηκε «ἐν βασάνοις» ενώ ο Λάζαρος πήγε στους κόλπους του Αβραάμ. Το κολαστήριο της ψυχής του πλουσίου εκτός των παθών του, ήταν και η αμετανοησία του. Δεν είχε αίσθηση μετάνοιας. Όταν απευθύνθηκε στον Αβραάμ δεν είπε: «ἐλέησέ με», δεν αναγνώρισε την ευθύνη του. Απλώς παραπονιόταν για τις οδύνες του. Γι’ αυτό ο Αβραάμ του θύμισε ότι «ἀπέλαβε τά ἀγαθά του ἐν τῇ ζωῇ του».
Η ψυχή που είναι δοσμένη στις απολαύσεις του σώματος την ώρα του θανάτου αντιλαμβάνεται τον εαυτό της δέσμιο στο σώμα. Αγωνιά και υποφέρει. Ενώ ο εγκρατής που είχε ταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, την ώρα που πεθαίνει είναι ήρεμος και ελεύθερος. Ζει με την παρουσία του Θεού και η μετάβαση στη νέα κατάσταση γίνεται με ειρήνη.
Αν καταφέρναμε να δούμε πίσω απ’ τις κοινωνικές αναστατώσεις και αδικίες, τις πραγματικές αιτίες που τις προκαλούν, θα βλέπαμε ειδωλοποιήσεις και λατρεία ειδώλων, που δημιουργούνται από την πνευματική μας ραθυμία και την υποδούλωση στις απαιτήσεις των παθών. Θα βλέπαμε τον κόσμο να παίζει με την φωτιά της κόλασης.
Γι’ αυτό ας έχουμε υπόψη μας την κατάληξη του «θεοσεβούς» πλουσίου της παραβολής και που καταλήγει η ασπλαχνία του ανθρώπου.
π.Γ.Στ.
Πηγή: http://agiabarbarapatras.blogspot.gr/2009/10/16-19-31.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου