Εἶχε περάσει μιά βδομάδα ἀπό τότε πού ἄνοιξαν τά σχολεῖα κι ὅλα εἶχαν μπεῖ σέ τάξη. Τά παιδιά ἔδειχναν πώς ἤδη εἶχαν προσαρμοστεῖ στό νέο τους πρόγραμμα καί ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν πώς πάει πιά τό καλοκαίρι, τέλειωσε. Μόνο σάν χτυποῦσε τό κουδούνι καί ξεχύνονταν ὅλα στήν αὐλή, τότε ἔμοιαζε ἡ αὐλή τοῦ σχολείου μέ καλοκαιρινή ἀλάνα μέ παιδιά πού ξεχνοῦσαν πώς μέσα σέ λίγα λεπτά θά ξανάμπαιναν στήν αἴθουσά τους γιά μάθημα.
Ἡ Παναγιώτα, ἡ δασκάλα τῆς Τετάρτης, ἔκανε τήν ἐφημερία της στήν αὐλή καί ἀπολάμβανε τό θέαμα τῶν μικρῶν παιδιῶν. «Ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι εἴμαστε οἱ πιό προνομιοῦχοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου», σκέφτηκε κι εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τῆς φύτεψε μέσα της τήν ἐπιθυμία νά γίνει δασκάλα. Καθώς ἔτρεχε μέ τό βλέμμα της σ᾿ ὅλη τήν αὐλή, σταμάτησε ἀπορημένη σ᾿ ἕνα ἀγοράκι πού κοιτοῦσε θλιμμένα τά ἄλλα πού ἔπαιζαν. Τό πλησίασε σιγά-σιγά καί τότε εἶδε πώς ἦταν ὁ Γιαννάκης ἀπό τήν τάξη της. Ἅπλωσε τό χέρι της καί τοῦ χάιδεψε τό κεφάλι.
- Γιατί δέν παίζεις, Γιάννη; τόν ρώτησε γλυκά.
Γύρισε καί τήν κοίταξε μέ τά πράσινα, ἐκφραστικά του μάτια.
- Ὁ μπαμπάς λέει πώς, ἄν παίξω, θά ἱδρώσω καί θ᾿ ἀρρωστήσω, ἀπάντησε ὁ μικρός καί κοίταξε μέ ὁλοφάνερη ζήλεια τά ἄλλα παιδιά πού ἔπαιζαν. Ποτέ δέ μ᾿ ἀφήνει νά παίζω, πρόσθεσε μ᾿ ἕναν ἀναστεναγμό.
Ἀργότερα, στήν τάξη μέσα, ἡ κ. Παναγιώτα παρατήρησε μέ λύπη πώς ὁ Γιάννης ἦταν ὁ πιό μελαγχολικός μαθητής. Καθόταν ἀκίνητος σάν στρατιωτάκι ψεύτικο, μά ἀπαντοῦσε ὁλόσωστα, ὅταν ἐκείνη τόν ρωτοῦσε.
Ἡ σκέψη τοῦ Γιάννη κυριάρχησε μέσα της κι ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα μά καί τή νύχτα. Μήπως ἔπρεπε ἀπό τώρα πού εἶναι ἀρχή νά μιλήσει μέ τούς γονεῖς του; Προσευχήθηκε πολλή ὥρα γιά ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί ἰδιαίτερα γιά τόν Γιάννη.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ξεκίνησε γεμάτη ὄρεξη καί ζωντάνια γιά τό σχολεῖο της. Θά τό συζητοῦσε μέ τόν διευθυντή της καί θά ἀποφάσιζαν μαζί τί ἔπρεπε νά γίνει μέ τό παιδί. Ἔφτασε νωρίτερα ἀπ᾿ ὅλους, γιατί ἤθελε νά τόν βρεῖ μόνο του, μά δυστυχῶς κάποιος ἄλλος τήν εἶχε προλάβει. Ἄκουσε ἀπ᾿ ἔξω ὑψωμένη τή φωνή τοῦ διευθυντῆ της.
- Μά δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό πού ζητᾶτε, κύριε. Δέν βλέπω νά ὑπάρχει εἰδικός λόγος.
- Ἔ, λοιπόν, ὑπάρχει! ἀκούστηκε νά λέει ὁ ἄλλος πού ἦταν μαζί του. Εἶναι θεοῦσα ἡ δασκάλα τοῦ γιοῦ μου κι ἐγώ δέν τό θέλω. Ὕστερα εἶναι καί τό ἄλλο. Ὁ γιός μου ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη καί στοργή, καί μιά γυναίκα πού δέν ἔκανε δικά της παιδιά δέν μπορεῖ νά ἔχει μητρική ἀγάπη στά παιδιά τῆς τάξης της. Λοιπόν, ἐπαναλαμβάνω: Θέλω τό παιδί μου νά πάει στό ἄλλο τμῆμα, στήν κ. Γεωργία, σήμερα κιόλας, ἀλλιῶς εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τό πάω σέ ἄλλο σχολεῖο.
- Μά, ἐλᾶτε στή θέση μου, κύριε! ἀκούστηκε ἱκετευτική ἡ φωνή τοῦ διευθυντῆ. Τί θά πῶ ἐγώ στήν κ. Παναγιώτα, σ᾿ αὐτή τήν ἐξαίρετη δασκάλα;
Ἡ κ. Παναγιώτα χτύπησε ἀποφασιστικά τήν πόρτα τοῦ διευθυντῆ καί μπῆκε χαμογελαστή μέσα.
- Δέν χρειάζεται νά πεῖτε τίποτα, κ. διευθυντά. Γιά ποιό παιδί πρόκειται, μόνο, πέστε μου καί θά κάνουμε ἀμέσως τήν ἀλλαγή.
Κατέβασε σαστισμένος τό κεφάλι ὁ πατέρας κι ὁ διευθυντής ἔγινε κατακόκκινος.
- Μιλούσατε πολύ δυνατά καί δίχως νά τό θέλω ἄκουσα, ἐξήγησε ἡ κ. Παναγιώτα.
- Γιάννης Διαμαντίδης! εἶπε μανιασμένος ὁ πατέρας.
Ὁ ... ὁ Γιάννης; τραύλισε δίχως νά μπορεῖ νά μήν δείξει τήν ταραχή της ἡ δασκάλα. Κι ἤθελα τόσο πολύ νά βοηθήσω αὐτό τό παιδί!
- Ἡ μόνη βοήθεια πού μπορεῖτε νά τοῦ δώσετε εἶναι νά τόν στείλετε στό ἄλλο τμῆμα, εἶπε ψυχρά ὁ πατέρας.
Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά ὁ Γιάννης ἔμπαινε στήν αἴθουσα τῆς κ. Γεωργίας. Τά μάτια του ἦταν δακρυσμένα. Γύρισε γιά τελευταία φορά καί κοίταξε τήν κ. Παναγιώτα πού τόν ὁδηγοῦσε στήν καινούργια του δασκάλα.
- Ἐγώ δέν ἤθελα, τῆς εἶπε μέ παράπονο, ὁ πατέρας μου ἤθελε. Θά βλεπόμαστε ὅμως στήν αὐλή, ἔτσι δέν εἶναι;
- Ἔτσι εἶναι, Γιάννη, θά κάνουμε παρέα στήν αὐλή, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
Πέρασε ἄλλη μιά βδομάδα καί τό σχολεῖο τῆς κ. Παναγιώτας ξεκίνησε γιά τόν πρῶτο του περίπατο. Οἱ δυό Τετάρτες ἡ μιά πίσω ἀπ᾿ τήν ἄλλη ξεκούφαιναν τόν κόσμο. Ἡ κ. Παναγιώτα μ᾿ ἄγρυπνο μάτι παρακολουθοῦσε ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί πότε-πότε κοιτοῦσε καί τόν Γιάννη λίγο πιό πίσω. Σέ μιά στιγμή πού γύρισε, δέν τόν εἶδε στή γραμμή του. Ἐκείνη τήν ὥρα ἕνας νεαρούλης ἔκανε μέ τή μηχανή του ἐπίδειξη σούζας στά μικρά τοῦ Δημοτικοῦ. Ἡ κ. Παναγιώτα εἶδε τόν Γιάννη νά στέκεται στή μέση τοῦ δρόμου σαστισμένος. Ἀντιλήφθηκε πώς ὁ νεαρός δέν τόν ἔβλεπε, γιατί κοιτοῦσε τ᾿ ἄλλα παιδιά. Κόπηκαν τά πόδια τῆς δασκάλας καί τότε ὅρμηξε πάνω στόν Γιάννη. Ἀκούστηκε μιά κραυγή ἀπό πολλά παιδιά κι ὕστερα ὅλα χάθηκαν.
Ὅταν συνῆλθε, βρισκόταν μέ τά δυό πόδια σπασμένα στό νοσοκομεῖο. Ὁ Γιάννης, ἐκτός ἀπό μιά γρατσουνιά στό πόδι ἀπό τήν πτώση του στήν ἄσφαλτο, δέν ἔπαθε τίποτε ἄλλο. Τό μηχανάκι ὅμως πέρασε πάνω κι ἀπό τά δυό πόδια τῆς δασκάλας καί τῆς τά τσάκισε.
Ἄκουσε τήν πόρτα τοῦ δωματίου της ν᾿ ἀνοίγει καί εἶδε δεξιά νά ξεπροβάλλει πρῶτα τό κεφάλι τοῦ πατέρα τοῦ Γιάννη. Ὕστερα εἶδε τόν Γιάννη πιασμένο ἀπό τό χέρι τῆς μαμᾶς του μέ μιά ἀγκαλιά λουλούδια. Τούς χαμογέλασε ἐνθαρρυντικά καί τότε ὁ Γιάννης ἔτρεξε καί κρύφτηκε στήν ἀγκαλιά της.
- Σᾶς εὐχαριστοῦμε, μίλησε πρῶτα ἡ μητέρα. Μονάχα τόν Γιάννη ἔχουμε... κι ἄν δέν ἤσασταν ἐσεῖς...
- Ὁ μπαμπάς λέει, τή διέκοψε ὁ Γιάννης, πώς μόλις γυρίσετε στό σχολεῖο θά ξανάρθω πάλι στήν τάξη σας.
Πῆρε τά λουλούδια ἀπό τά χέρια του καί μέ μάτια βουρκωμένα διάβασε τήν κάρτα. «Σᾶς εὐχαριστοῦμε, πρῶτα πού σώσατε τόν Γιάννη κι ὕστερα πού μᾶς δείξατε πώς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν καί νά θυσιάζονται. Οἰκογένεια Διαμαντίδη».
Κοίταξε δακρυσμένη τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού κρεμότανε ἀπέναντί της.
«Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μ᾿ ἀξίωσες νά κάνω κάτι γιά τή δόξα σου», εἶπε μυστικά καί γύρισε καί τούς χαμογέλασε.
- Ἐκεῖνον νά εὐχαριστήσετε, τούς εἶπε καί τούς ἔδειξε τήν εἰκόνα.
- Τόν εὐχαριστοῦμε πού στέλνει στή ζωή μας ἀνθρώπους σάν κι ἐσᾶς, εἶπε ταπεινά ἡ μητέρα.
- Κι ἄς μᾶς συγχωρέσει, συμπλήρωσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ὁ πατέρας.
Κι ὁ Γιάννης ἀκουμπισμένος πάνω στήν καρδιά της ἄκουγε τούς κτύπους νά γίνον-ται ὅλο καί πιό δυνατοί· κι ἄν ἤξερε τή γλώσσα τους, θά ἄκουγε πώς ἡ καρδιά της φώναζε ὅλο καί πιό δυνατά: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!».
Ἑ.Β.
πηγή:http://xristianos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου