Ὅλη τή νύχτα ἔμεινα στό πλάι του. Καιγότανε στόν πυρετό. Μόνο κατά τό χάραμα ἔκλεισε κάπως ἀνακουφισμένο τά ματάκια του κι ἀποκοιμήθηκε σάν κουρασμένος ἄγγελος... Τό παιδί μου... Τό πρῶτο μου ξενύχτι πάνω ἀπό τήν κούνια του. Κοίταξα τό ρολόι μου. Σέ λίγη ὥρα ὁ ἥλιος ἀχνοκόκκινος θά ᾿φερνε πάνω ἀπό τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τήν καινούργια μέρα τοῦ Θεοῦ. 2 Φεβρουαρίου, Ὑπαπαντή· ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία τιμάει τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή μητέρα...
Ἔνιωσα μιά παράξενη συγκίνηση. Κρύωνε τό κορμί μου ἀπ᾿ τήν ἀγρύπνια κι ἔγειρα λίγο νά ξεκουραστῶ ἐκεῖ κοντά, πάντοτε θέλοντας νά βλέπω τό παιδί. Αὔριο, σκέφτηκα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τιμᾶ ἐμένα τήν ἀσήμαντη. Θυμίζει πώς ἐγώ ἡ ἀσήμαντη εἶμαι μιά τιμημένη τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκε νά ζήσει τήν πληρότητα τῆς φύσης της, τήν ἴδια ὥρα πού δίπλα μου τόσες γυναῖκες σηκώνουν τό σταυρό τῆς ἀτεκνίας τους· ἐγώ, μιά τιμημένη τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ χαρίστηκε νά γίνω συνδημιουργός, ν᾿ ἀποδεχθῶ μέσα στά χέρια μου τό δῶρο Του, ἔτσι ὅπως καταδέχεται ὁ Θεός ν᾿ ἀγγίζουνε τά τίμια Δῶρα χέρια ἀνθρώπινα στό ἱερό θυσιαστήριο, πάντοτε χρησιμοποιώντας ἀγαπητικά τόν ἄνθρωπο γιά νά διακονεῖ τά πιό μεγάλα θαύματα.
Μέτρησα μέ εὐγνωμοσύνη τή μεγάλη δωρεά· κι ἴσως μέ κάποιους μυστικούς νυγμούς γιά ὅσες φορές διαμαρτυρήθηκα γι᾿ αὐτόν τόν κόπο τῆς μητρότητας...
Σέ λίγο θά ξημέρωνε· θά ἠχοῦσαν ὀρθρινά ἀπ᾿ τούς ναούς τά σήμαντρα. Ἄνοιξα τή Γραφή, γιά νά διαβάσω τήν περικοπή: «...πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται». Σταμάτησα σ᾿ αὐτές τίς λέξεις πού ἔμειναν στή μνήμη μου. Αὔριο, σκέφτηκα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά μοῦ θυμίσει τό ὄνομα πού εἶναι προορισμένο γιά τό παιδί πού μοῦ χαρίστηκε: «ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»· ἐτούτη ἡ ἄπλαστη ψυχή, ἡ ἀνυπεράσπιστη, εἶναι πλασμένη γιά τήν ἁγιότητα· εἶναι ἠγαπημένη τοῦ Θεοῦ, λελυτρωμένη μέ τό αἷμα Του... Ἤθελα νά σταθῶ εὐλαβικά πάνω ἀπ᾿ τήν κούνια του· ἕνας «δυνάμει» ἅγιος, ἀκουμπισμένος μές στά χέρια μου. Μέτρησα τήν ἀδυναμία μά καί τήν εὐθύνη τους: νά σεβασθοῦν τήν παιδικότητα, τό αὐτονόητο δικαίωμά της στή χαρά καί στήν ἀσφάλεια· νά τήν ἀγγίζουν μέ εὐλάβεια, μήν τύχει καί τήν τραυματίσουνε ἀδέξια κι ἀνοίξουν μέσα της ρωγμές πού θά αἱμορραγοῦν ἀδιάκοπα, πληγώνοντας τό κάλλος τοῦ Θεοῦ. Γιά νά μπορέσει μές στό «κατ᾿ εἰκόνα», μές στήν πληρότητα καί τήν ἰσορροπία τῶν δυνάμεων πού ἀπαρτίζουνε τ᾿ ἀνθρώπινό μας πρόσωπο, ν᾿ ἀναπτυχθεῖ δίχως προσκόμματα τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τό αὐτονόητο δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ μου νά ἀνήκει στόν Δημιουργό Θεό...
Κοίταξα τή μικρή εἰκόνα πού σηματοδοτοῦσε στό ἡμερολόγιο τοῦ τοίχου τήν αὐριανή γιορτή: ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγεῖ στή στοργική της ἀγκαλιά τό Θεῖο Βρέφος στό ναό...
Αὔριο -σκέφτηκα- ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά μοῦ θυμίσει τό αὐτονόητο, αὐτό πού τόσο εὔκολα ξεχνῶ: ὅτι ἐκείνη ἡ μικρή καί κτητική λεξούλα πού ἀβίαστα προφέρω ὅταν λέω «τό παιδί μου», δέν εἶναι παρά μία παραχώρηση. Μιά παραχώρηση εὐθύνης καί τιμῆς ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ ἐμπιστεύεται σάν δάνειο ὅ,τι δικό Του καί ἀγαπημένο γνώρισε: μιά παιδική ψυχή, ὅπως ἐκεῖνες πού ἐναγκαλίστηκε ἐλέγχοντας τούς μαθητές -«ἄφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με»- ὑπογραμμίζοντας σέ μένα τήν ἀδύναμη τό χρέος καί τόν κίνδυνο νά μήν σφετεριστῶ τή δωρεά. Νά μήν θαρρέψω πώς εἶναι τό παιδί μου κτῆμα μου, προέκταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τιποτένιου μου «ἐγώ» κι ἔτσι θελήσω νά τοῦ ἐπιβάλω αὐτάρεσκα δικά μου σχέδια, ματαιώνοντας κάποτε τό σχέδιο τό Θεοῦ. Νά μή μορφώσω μέσα του ἀσυνείδητα ἕνα δικό μου εδωλο, σβήνοντας τήν εἰκόνα Του. Νά μήν πιστέψω, ἐπιπόλαια, πώς εἶναι μόνο τά δικά μου χέρια ἱκανά νά τό φυλάξουν ἀπ᾿ τοῦ κόσμου τό κακό κι ἔτσι τό ἀποκόψω ἀνώριμα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τή μόνη Κιβωτό πού ἀσφαλίζει μές στίς θύελλες, τόν μόνο χῶρο πού μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»· αὐτός ὁ πιό ἀνόσιος σφετερισμός, ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος πού ἐλλοχεύει ἀκόμα καί γιά μέ, πού λέω πώς θέλω νά ᾿μαι μία μητέρα χριστιανή...
Χτυποῦσαν οἱ καμπάνες τοῦ ναοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά ζωγραφίσει πάλι μπρός μου τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Πίσω της μιά εὐλογημένη στρατιά ἀπό μητέρες πού δέν σφετερίστηκαν: μιά Ἀνθούσα πού προσκόμισε ἅγιο ἀκόμη ἀπό τήν ἀγκαλιά τόν Ἰωάννη της, μιά Ἀνθία, μία Μόνικα... Σταμάτησα αὐθόρμητα σ᾿ αὐτό τό τελευταῖο ὄνομα. Μιά κεντιά πόνου διαπέρασε τό μέσα μου. Μιά Μόνικα πού, ὄχι, δέν σφετερίστηκε τόν Αὐγουστῖνο της κι ὅμως τόν εἶδε νά περιπλανιέται εκοσι χρόνια στήν ἀπώλεια... Κοίταξα τ᾿ ἀγγελούδι μου. Αὔριο χιλιάδες πειρασμοί κακοῦ θά ᾿ρθουνε νά κυκλώσουνε τήν ἀθωότητα· κι σως εἶναι ταγμένος καί γιά μένα ὁ σταυρός τῆς Μόνικας...
Αὐθόρμητα γονάτισα, αὐτή ἡ μόνη στάση πού ταιριάζει στή μητρότητα, στάση τῆς Μόνικας καί τῆς Ἀνθούσας, ἀδιάκριτα. Κοίταξα στό εἰκονοστάσι τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δίπλα τήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού προστατεύουν εὐλογητικά τήν ἐργασία μου. Γαλήνεψα... Ἅγιος ὁ Ἰωάννης, σκέφτηκα, μά καί ὁ Αὐγουστῖνος ἅγιος... Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μοῦ θυμίζει στοργικά πώς, ἄν τά γόνατά μου μένουν πάντα λυγισμένα στόν Θεό, ὅποιοι κι ἄν εἶναι οἱ δρόμοι τοῦ παιδιοῦ μου οἱ μελλούμενοι, τό τέρμα τους θά εἶναι πάντα ὁ παράδεισος...
Μιά μικρή φωνούλα ἔκοψε τίς σκέψεις μου. Ξυπνοῦσε τ᾿ ἀγγελούδι μου. Σέ λίγο θά ζητοῦσε πάλι τή φροντίδα μου. Πρίν σηκωθῶ, ἔστειλα στόν Θεό τήν καρδιακή μου προσευχή: ὅταν θά φτάσω μπρός στό θρόνο Του, πλάι στούς ἁγίους Του, πού θά Τοῦ δείχνουν ἄλλος τά πληγωμένα μέλη του, ἄλλος τά πύρινα συγγράμματα γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄλλος τό σῶμα τό λιγοστεμένο ἀπό τήν ἄσκηση, ἐγώ νά ἔχω νά Τοῦ δείξω ἕναν ἅγιο. Χρυσόστομο ἤ Αὐγουστῖνο. Νά ἔχω νά Τοῦ δείξω μιά ἀγκαλιά πού ἀκούραστα ξαγρύπνησε καί δύο πληγωμένα γόνατα πού ἐπίμονα παρακαλέσανε τούς οὐρανούς. Μ᾿ αὐτά, φτωχά μου ἀντίδωρα στό θεϊκό Δωρεοδότη μου, νά μπῶ μές στούς ἁγίους Του· πλάι στίς τάξεις τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν ἐγκρατευτῶν... στήν τίμια χορεία πού ἔχει διακριτικό διάσημό της τή μητρότητα· ἐκεῖ πού τώρα τέρπονται ἡ Ἀνθούσα καί ἡ Μόνικα, οἱ ἅγιες μητέρες πού Τόν εὐηρέστησαν. Ἀμήν.
Μία μητέρα
πηγή:http://xristianos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου