Ένας εξαθλιωμένος άνθρωπος πέρασε δίπλα μου. Τραβήχτηκα να τον αποφύγω, τρόμαξα. Ένας ακόμη δυστυχισμένος! Σταγόνα στον ωκεανό. Ένας δυστυχισμένος να μετράει σαν ωκεανός, είπαν. Να μας κρίνει στην αιώνια δίκη!
Σαββατόβραδο Τριωδίου, ξημερώνει Κυριακή της Κρίσεως και ξαναδιαβάζω τις ανθρώπινες δυστυχίες, που καταγράφει ο «Υιός του ανθρώπου» στην πιο δραματική παγκόσμια σύναξη. «Όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξι αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού. Και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη». Υστέρα αντηχούν οι λέξεις: Η πείνα, η δίψα, η ερημιά του ξένου, η γυμνότητα, η αρρώστια, η φυλακή. Η κάθε λέξη μόνη μια δυστυχία μεγάλη, να μεγαλώνει όσο βαραίνει στις άλλες. Αυτούς που τις σηκώνουν βάζει κριτές «ο Βασιλεύς». Αυτούς που συναντήσαμε και προσπεράσαμε. Δεν ξοδέψαμε να τους χορτάσουμε, δεν σβήσαμε τη δίψα τους, δεν σκεπάσαμε τη γυμνότητά τους, δεν παρηγορήσαμε τη μοναξιά τους, δεν πιστέψαμε στην οδύνη τους. Όλες οι άλλες αξιομισθίες που προτάξαμε και υπηρετήσαμε, αν δεν ακούμπησαν τον εξαθλιωμένο «ελάχιστο αδελφό» του βασιλιά, αν τον αφήσαμε απαράκλητο, δεν μετρούν αυτή την ώρα. Αυτή την ώρα οι δυστυχίες μας κρίνουν. Σαββατόβραδο Κυριακής τής Κρίσεως και βαραίνουν μέσα μου οι προσωπικές μου «δυστυχίες», άλλες από αυτές που κατονομάζει ο Χριστός. Οι αποθαρρύνσεις, οι διαψεύσεις, οι πληγές, τα πάθη, τα λάθη μου, το τόσο λίγο που έφτασα απ' όσα πίστεψα να μπορέσω. Απόψε έχω και ψωμί και νερό, δεν είμαι ξένος, ούτε γυμνός, δεν είμαι ούτε άρρωστος, ούτε φυλακισμένος. Δυστυχισμένος είμαι που δεν πεινώ και δεν διψώ τον Χριστό, που γίνεται συχνά για την ψυχή μου ξένος, που άλλη μια φορά δεν έχω «ένδυμα γάμου» για το δείπνο Του και ασθενεί η ψυχή μου και φυλακίστηκε ξανά στο «εδώ και τώρα» αυτού του κόσμου. Κι όμως δεν είναι πως δεν αναζητώ την «άλλη» ζωή, είναι πως δεν καταγίνομαι να κάνω αυτή τη ζωή «άλλη» για τον συνάνθρωπο, για τον εαυτό μου, ίσως γι' αυτό και δεν αναγνωρίζω το Χριστό που περνάει δίπλα μου.
«Κύριε, πότε σε είδομεν»; Στους καθημερινούς μας δρόμους, ακόμη και όταν κρύβουμε μέσα μας μια συμπονετική καρδιά, δεν «βλέπουμε». Βλέπει όμως Εκείνος, που δέχεται, που θέλει να ταυτίζεται με τον κάθε «ελάχιστο» άνθρωπο και περιμένει τον καθένα μας στην αναμέτρησή του με τον ξένο πόνο, να δώσει τις εξετάσεις του, να αποδείξει την αξία του, να Τον αναγνωρίσει στην όψη του εξαθλιωμένου, να φανερώσει με τις πράξεις του το Χριστό στους αδελφούς του.
Σαββατόβραδο Κυριακής της Κρίσεως, κοντά δύο μήνες για να φτάσουμε στο Πάσχα, να μπορέσει να κάνει και η δική μου ψυχή Ανάσταση, σαν αχθοφόρος άλλης γης, να φτάσει να υπογράψει σαν ποιητής στις φράσεις:
«Πάνε τώρα δυο μήνες. Δεν κάνω άλλο τίποτε.
Τα χέρια μου βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση.
Ξεφορτώνω ουρανό στις ψυχές των ανθρώπων».
(Ν. Βρεττάκος)
Πηγή: Από το Περιοδικό «Η δράσις μας», Τεύχος 427
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου