Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεμιστοκλέους Μουρτζανου
Αν ερωτήσουμε τον κόσμο μας, αλλά και τον εαυτό μας, πώς
εννοούμε την σχέση με το Χριστό, θα διαπιστώσουμε ότι την περιορίζουμε στο
επίπεδο του «δούναι και λαβείν».
Πιστεύουμε σε έναν Θεό για να μας δίνει αυτός και να
λαμβάνουμε εμείς. Κι έτσι θεωρούμε ότι ο Σταυρός ήταν ο δρόμος του Θεού. Δεν
είναι ο δικός μας. Έχουμε δημιουργήσει έτσι μία πίστη η οποία φορτώνει τις
ευθύνες για την αιωνιότητα, αλλά και γι’ αυτόν τον κόσμο στον Εσταυρωμένο Θεό.
Εκείνος μας αγαπά. Εκείνος θυσιάστηκε για μας. Εκείνος μας τα δίνει όλα. Εμείς
δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Να ζητάμε την
κατανόησή Του στη ζωή μας. Να προνοεί για μας. Να μας εξασφαλίζει και τα αγαθά
της αυτάρκειας και την άφεση για τις αμαρτίες μας και την
αιωνιότητα.
Γι’ αυτό και η απομάκρυνσή μας από το εκκλησιοκεντρικό ήθος. Εκκλησία για τον κόσμο μας, ίσως και για τους περισσότερους από εμάς, είναι οι επίσκοποι, οι ιερείς, οι μοναχοί. Αυτοί πρέπει να δίνουν κι εμείς να λαμβάνουμε. Αυτοί πρέπει να σηκώνουν τον σταυρό και τον δικό τους και τον δικό μας, για να μπορούμε εμείς να συνεχίζουμε ανέφελα τη ζωή μας. Αυτοί φέρουν την ευθύνη. Αυτοί μας τα δίνουν όλα. Αυτοί είναι οι εκπρόσωποι του Θεού στον κόσμο. Επομένως, αυτοί φέρουν τα βάρη της επιτυχίας, της αποτυχίας, της ευθύνης.
Όμως ο Σταυρός του Κυρίου μας δείχνει τις αληθινές διαστάσεις τόσο της σχέσης μας με το Χριστό, όσο και του τι είμαστε εμείς στην Εκκλησία. Η σχέση προϋποθέτει επιθυμία. Για να σχετιστώ με το Χριστό, δεν αρκεί εκείνος να θέλει να έχει σχέση μαζί μου. Δεν αρκεί εκείνος να σταυρώνεται για μένα. Δεν αρκεί εκείνος να με αγαπά. Δεν αρκεί εκείνος να έχει την ευθύνη για μένα και τη σωτηρία μου. Χρειάζεται να τον αναζητώ και εγώ. Να επιθυμώ να σχετιστώ μαζί Του. Και η σχέση είναι προσωπική με τον καθέναν μας. Γιατί ο Χριστός απευθύνθηκε και απευθύνεται συνεχώς στην ελευθερία μας. Και η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ευθύνη για την σχέση μαζί Του, αλλά και για κάθε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο.
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». (Μάρκ. 8,34) Λόγος χαράς, αλλά και λόγος λύπης. Πού ανήκω; Θέλω; Αν ναι, πώς το δείχνω στη ζωή μου; Αν όχι, ο σταυρός παραμένει εντός του ναού, αλλά όχι εντός της ψυχής μου. Τον βλέπω, τον προσκυνώ, τον τιμώ, αλλά δεν με μεταμορφώνει. Και ίσως είναι το δυσκολότερο βήμα αυτό. Να μην μπορώ να μεταμορφωθώ εν αγάπη, να μην μπορώ να ακολουθήσω Αυτόν που με καλεί από τον Γολγοθά Του. Αλλά δεν περιορίζεται εκεί η λύπη. Ακόμη κι αν λέω το ναι, δεν είμαι πάντοτε έτοιμος να ακολουθήσω τα επόμενα βήματα που ο Χριστός μου ζητά.
«Απαρνησάσθω εαυτόν». Δεύτερος λόγος χαράς, δεύτερος λόγος λύπης. Το να απαρνηθείς τον εαυτό σου σημαίνει να μην βάζεις το «εγώ» σου στη θέση του κέντρου όλου του κόσμου, αλλά να βάζεις το θέλημα του Θεού, τον δρόμο της αγάπης, της παραίτησης από τα δικαιώματά μας, χάριν των άλλων, τον δρόμο της άσκησης, της αρετής, της προσφοράς, ώστε τόσο σε συλλογικό-κοινωνικό επίπεδο, όσο και στη σχέση σου με τον Θεό, να μπορείς να λες «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Και όταν μέσα σου ζεις και πορεύεσαι κατά τον λόγο και το θέλημα του Χριστού, τότε μπορείς να συνυπάρξεις με τους άλλους όντας άνθρωπος που γνωρίζεις να μοιράζεσαι, να ανέχεσαι και να συγχωρείς, να πορεύεσαι εν αγάπη. Η σχέση με το Χριστό που οδηγεί στην απάρνηση του εαυτού μας μάς δίνει την χαρά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος ο οποίος αθλείται κατά Θεόν, αγωνίζεται να αποκρούει τους λογισμούς του, να εκριζώνει τα πάθη του, να μην αφήνει το «σαρκικό φρόνημα» να τον κυριεύει, βιώνει την χαρά και την ευλογία να κάνει πράξη το θέλημα του Θεού, υπακούει σ’ Αυτόν. Σώζεται και, ταυτόχρονα, σώζει.
Όμως ένας τέτοιος δρόμος κρύβει λύπη. Γιατί δεν είναι μόνο ότι ζούμε σε έναν κόσμο και σε έναν πολιτισμό που αποθεώνει το «εγώ» μας, τον εαυτό μας, τα δικαιώματά μας. Ζούμε και σε έναν κόσμο που τείνει να θανατώνει καθημερινά το Θεό. Είτε μετατρέποντάς τον σε θρησκεία, δηλαδή σε απλή παράδοση, σε έθιμα, στη νοοτροπία του «για το καλό του χρόνου», είτε βλέποντάς τον ως μια Ανώτερη δύναμη, που δεν ασχολείται με τη ζωή μας, το πολύ-πολύ να μας δώσει ό,τι της ζητούμε, γιατί μπορεί να το κάνει, ή να μας περιμένει στην άλλη ζωή για να μας υποδεχθεί μαγικά, εφόσον δεν κάναμε τίποτε κακό, δεν πειράξαμε κανέναν, ενώ σε ό,τι αφορά στις όποιες αμαρτίες μας, «έτσι κάνουν όλοι». Είτε θεωρώντας την σχέση μας μαζί Του ως κατάλοιπο μιας παιδικής αθωότητας, που μας επιστρέφει συναισθηματικά στο παρελθόν μας, ίσως και μας συγκινεί, αλλά δεν αλλάζει την ύπαρξη και τον τρόπο ζωής μας.
Αυτή η νοοτροπία, σε συνδυασμό με την εκ φύσεώς μας κατάσταση η κύρια έγνοια να είναι ο εαυτός μας, ο οποίος έχει να παλέψει πρωτίστως με τον θάνατο, όχι μόνο τον βιολογικό, αλλά και εκείνον που μας προκαλούν οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι υπαίτιοι για τις αποτυχίες μας ή δεν μας επιτρέπουν να πραγματώσουμε τα όνειρά μας ή να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας -και αυτά όλα είναι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι θάνατοι στη ζωή μας-, αυξάνουν την λύπη της επιλογής να τον απαρνηθούμε ή δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση. Μόνο η αγάπη μπορεί να μας υποδείξει τον τρόπο και να μας κάνει να νικήσουμε την λύπη. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξητε . αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,32), μας λέει ο Χριστός «Αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».
Τρίτος λόγος χαράς, τρίτος λόγος
λύπης. Υπάρχει χαρά
στο να σηκώνει κανείς τον σταυρό του και να ακολουθεί τον Χριστό στον Γολγοθά;
Ναι, είναι η χαρά ότι δεν είμαστε μόνοι μας, αλλά ακολουθούμε τον ίδιο τον Θεό.
Είναι η χαρά ότι όσο κι αν είναι βαρύς ο κόπος, έχουμε τον Χριστό, ο Οποίος μας
συνδράμει και ο Οποίος μας οδηγεί στην Ανάσταση. Γιατί δεν είναι ο Σταυρός το
τέρμα, αλλά το πέρασμα από τον θάνατο στη Ζωή. Και ο Χριστός είναι «η Ανάστασις
και η Ζωή» (Ιωάν. 11, 25). Όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, «καν αποθάνη, ζήσεται»
(Ιωάν. 11, 26). Συμφέρει μάλιστα να πεθάνει κανείς για τον Κύριο. Όπως ο κόκκος
του σίτου, αν δεν πεθάνει, αν δεν ταφεί κάτω από την γη, μόνος μένει. Αν όμως
πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. 12, 24). Και θάνατος δεν είναι το μαρτύριο
ή το βιολογικό τέλος, όπως πολλοί νομίζουν. Θάνατος είναι η νέκρωση των παθών.
Θάνατος είναι εκείνα τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ΟΧΙ τα οποία καλούμαστε να
αντιτάξουμε στις επιθυμίες της απάτης. Σταυρός είναι το να μπορούμε να
συγχωρούμε όλους αυτούς που δεν μας καταλαβαίνουν. Όλους αυτούς που δεν είναι
όπως εμείς θα θέλαμε. Όλους αυτούς που δεν μας αγαπούνε και μας κάνουν να
πονούμε. Όλους αυτούς που μας περιθωριοποιούν, γιατί
πιστεύουμε.
Χαρμολύπη φέρει ο Σταυρός στη ζωή μας. Γιατί μας υποδεικνύει τι είναι αληθινά η χριστιανική ζωή. Ιδίως σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο, στον οποίο ζούμε, καλούμαστε να μην καταβαλλόμεθα ούτε από την ψευδαίσθηση ότι η πίστη μας εξασφαλίζει την γαλήνη, την ηρεμία, την ανάπαυση και ότι δεν πρόκειται να περάσουμε καμία δοκιμασία στη ζωή μας, αλλά ούτε και από την αίσθηση ότι επειδή πιστεύουμε, όλα μας τα προβλήματα έχουν λυθεί ή δεν υποφέρουμε από την αμαρτία και τον θάνατο. Ζούμε όμως μέσα από τον Σταυρό την οδό της ανάστασης και της αγάπης του Θεού. Κι εδώ είναι η ευθύνη μας ως χριστιανοί, όλοι μας ανεξαιρέτως, κλήρος και λαός. Να δώσουμε αυτήν την μαρτυρία της ανάστασης με την πίστη, τα έργα, τη ζωή μας εντός της Εκκλησίας. Για να γίνει και για μας ο Σταυρός από πηγή πόνου, δοκιμασίας, θανάτου, «ζωή και Ανάστασις».
Πηγή: Προσκυνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου