ΑΘΛΟΦΟΡΕ ΑΓΙΕ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΕ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ, ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΤΩ ΕΛΕΗΜΟΝΙ ΘΕΩ, ΙΝΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΕΣΙΝ, ΠΑΡΑΣΧΗ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Η κατάθεση της τιμίας Εσθήτος της Παναγίας



Μια «κρυφή» εορτή αφιερωμένη στη «Μητέρα του Φωτός» είναι και η «Κατάθεσις της τιμίας Εσθήτος της Ύπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχέρναις» (473), όπως αναφέρει το ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 2 Ιουλίου, ημέρα που εορτάζεται επίσημα αυτό το γεγονός. Μάλιστα είναι η πρώτη και κυρία εορτή την ήμερα αυτή. Όντως είναι «κρυφή» εορτή, υπό την έννοια ότι ελάχιστοι γνωρίζουν για το θέμα αυτό, σε αντίθεση με την τίμια Ζώνη που γνωρίζουν πολλοί. […] Πώς λοιπόν έχει το θέμα, η ιστορία του ιερού αυτού κειμηλίου της Θεοτόκου πού ονομάζεται Εσθήτα και πώς έφθασε στην Κωνσταντινούπολη; 

Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Μεγάλος ο Μακέλλης, περί το 470 μ.Χ., δύο Πατρίκιοι (αξιωματούχοι) αυτού, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος, από θείο πόθο κινηθέντες πορεύθηκαν στους Αγίους Τόπους για προσκύνηση. Περιδιαβαίνοντας τα ιερά Προσκυνήματα μετά την Γαλιλαία και τη Ναζαρέτ, κατά θεία οικονομία, όπως αποδείχθηκε, βρέθηκαν σε ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής και απεφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο σπίτι μιας σεβάσμιας γερόντισσας Χριστιανής Εβραίας. Εκεί λοιπόν οι δύο Πατρίκιοι είδαν ότι συνέχεια του κυρίως σπιτιού υπήρχε και άλλος κλειστός χώρος και εκεί υπήρχαν κάποιοι ασθενείς άνδρες και γυναίκες, με λαμπάδες και λιβάνια προσευχόμενοι. Από το χώρο δε αυτό ερχόταν και μια άρρητος ευωδία. Ήταν τόσο φυσικό να ρωτήσουν τη σεβάσμια γερόντισσα και αυτή απάντησε: «Ο Θεός πρόσταξε και γίνονται εις τούτον τον οίκον μεγάλα θαυμάσια: δαίμονες από τους ανθρώπους διώκονται, τυφλοί αναβλέπουσι. χωλοί περιπατούσι και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια θεραπεύεται στους προσερχόμενους με πίστη». Και αυτοί είπαν: «Και πόθεν έλαβε εξ αρχής ούτος ο τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμεν να μας ειπείς δια την άγάπην του Θεού, ότι και ημείς δια να δοξάσωμεν τα θεία Μυστήρια ήλθομεν από τόπον μακρινό να προσκυνήσωμεν».

Αμέσως φάνηκε ότι δεν ήθελε να φανερώσει την υπόθεση. Συμπλήρωσε μόνο: «Άλλο δεν ήξεύρω να σας ειπώ, ει μη μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι δύο άρχοντες διέγνωσαν ότι κάτι μεγάλο μυστήριο κρύπτεται εκεί. Έτσι την παρακάλεσαν και την εκολάκευσαν να τους πει την όλην αλήθεια και ότι δεν έχει να υποστεί βλάβη η ζημία αφού αυτοί είναι ξένοι και φεύγουν. Τότε η σεμνή εκείνη γυναίκα τους είπε: «Από την ώραν που επιστεύθη Τούτο το θείον Μυστήριον δεν το φανέρωσα τίνος ουδέποτε, καθώς και οι πρόγονοί μας δεν το ομολόγησαν τινός ανδρός κατά τον όρκο οπού αλληλοδιαδόχους ελάβομεν, αλλ' επειδή βλέπω από τους λόγους σας ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς και αιδέσιμοι.

Θέλω να σας ειπώ εξ αρχής την υπόθεσιν αλλά να μην ομολογήσετε το πράγμα εις άλλον τινά αλλά να φυλάξετε κεκρυμμένο το μυστήριον. Γινώσκετε ότι εις τούτον τον ταπεινόν οικίσκο είναι πεφυλαγμένο ένα ιμάτιον της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας εις μικρόν κιβώτιο του οποίου η χάρις και θεία δύναμις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια». Συγκλονίστηκαν οι δύο η δε γερόντισσα συνέχισε: 
«Αύτη η Θεία Παρθένος Θεοτόκος εις τον καιρόν της Κοιμήσεως, είχε δύο γυναίκας παρθένους πολύ οικείας, εις τας οποίας χάρισε δύο χιτώνας, τους οποίους φορούσε η Δέσποινα να τας έχουν χάριν ευλογίας. Μία από αυτάς τας δύο γυναίκας ήτο από το γένος μου και εις τον θάνατον της αφήκεν άλλην παρθένον συγγενή αυτής αυτό το θείον ιμάτιον και αυτή άλλης κατά διαδοχή παραγγέλλουσαι να μην το ομολογήσουν, και ούτω κατήντησε εις εμέ την ανάξια και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω τον θησαυρόν αυτόν τον πολύτιμο». 
Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησαν τη γυναίκα και τόνισαν ότι στα όρια της Παλαιστίνης δεν θα αναφέρουν ότι άκουσαν. Την παρακάλεσαν ακόμη να επιτρέψει να κοιμηθούν στον ιερό αυτό χώρο για να προσευχηθούν έτι περισσότερον και λάβουν χάρη και ευλογία. Η γυναίκα δέχθηκε και τους ετοίμασε όπως μπορούσε. η χαρά και συγκίνηση τους έφθασαν έως δακρύων. Προσευχόμενοι και ευχαριστούντες την Παναγία πού τους αξίωσε τέτοιας χάριτος, ελάχιστα κοιμήθηκαν. Όταν διαπίστωσαν ότι μέρος των ασθενών είχαν σε άλλο χώρο κοιμηθεί διότι οι πολλοί είχαν φύγει, πήραν ακριβώς τα μέτρα (διαστάσεις) του κιβωτίου εκείνου. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τη γυναίκα αποχαιρετώντας την της είπαν, ότι πριν αφήσουν την Παλαιστίνη θα περάσουν να προσκυνήσουν και θα τις φέρουν από ευγνωμοσύνη δώρα.

Στη συνέχεια κάπου στα Ιεροσόλυμα βρήκαν έναν ξυλουργό και του είπαν να τους ετοιμάσει, από παλαιά ξυλεία κιβώτιο σύμφωνα με τα μέτρα πού του έδωσαν. Έτσι μετά παρέλευση ημερών ξαναβρέθηκαν (με το κιβώτιο εντός σάκου), στο χωριό εκείνο και στο σπίτι της γερόντισσας. Έχοντες μαζί τους τα αναγκαία φαγητά έφαγαν με τη γυναίκα και συνευφράνθησαν. Και πάλι θέλησαν να κοιμηθούν εντός του ιερού εκείνου χώρου για χάρη και ευλάβεια, όπως και έγινε. Αυτοί έχοντας το γνωστό τους σκοπό είχαν στο βάθος και ένα φόβο μήπως δεν είναι θέλημα της Παναγίας η τολμηρή ενέργεια πού θα πράξουν. Έτσι προσευχόμενοι με δάκρυα εδέοντο στη Θεομήτορα να τους ελεήσει για ότι θα πράξουν. Μεταξύ άλλων είπαν και τούτο εκείνη τη νύκτα. «Πιστεύομεν ότι είναι ορισμός σου και θέλημα να έλθη και αυτός ο πολύτιμος θησαυρός εις την τιμώσαν σε πόλιν, την σήν επώνυμο, εις ασφάλεια και περιποίησιν των ορθοδόξων δούλων σου και σωτηρίαν διαιωνίζουσαν δια Τούτο τολμώμεν να εγγίσωμεν οι ανάξιοι εις το ιερόν Τούτο κιβώτιο και η χάρις σου να μας συγχώρηση την τόλμη μας». Έτσι εκείνη τη νύκτα τρέμοντες αλλά και χαίροντες έκαναν αλλαγή κιβωτίων χωρίς να διακρίνεται τίποτε το επιλήψιμο. Το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά, χωρίς να εννοήσει η απονήρευτη γερόντισσα το συμβάν, την αποχαιρέτησαν με πολλές ευχαριστίες, έφυγαν μετά ανεκλάλητης χαράς για τη Βασιλεύουσα.

Φθάσαντες, σκέφθηκαν να μην ομολογήσουν αρχικά το γεγονός. Έχοντες προσωπικό χώρο πλησίον του Κερατίου Κόλπου, ο οποίος ονομάζεται Βλαχέρναι, έκτισαν ναό στο όνομα των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου για να μη δώσουν στόχο. Εκεί έθεσαν το ιερό κιβώτιο και φρόντισαν να γίνονται ιεροπραξίες. Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα έπαιρνε διαστάσεις. Έτσι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Λέοντα το όλο θέμα το τι έφεραν από τους Αγίους Τόπους, και ο οποίος χάρηκε υπερβαλλόντως για το χαρμόσυνο γεγονός και τίμησε τούς δύο Πατρικίους και τους μακάρισε πού ο Θεός τους αξίωσε να φέρουν τέτοιο θησαυρό στην Πόλη. Πάραυτα πήγε στο Ναό και προσκύνησε με συγκίνηση την Εσθήτα της Παναγίας (είδος γυναικείου φορέματος). Τιμώντας ο Βασιλεύς το ιερό κειμήλιο κατασκεύασε ειδικό κουβούκλιο και περιτύλιξε την Εσθήτα με πορφυρίδα βασιλική και έβαλε σε ειδική θήκη την οποία σφράγισε με βούλα και υπογραφή. Το επίσης σπουδαίο, τον υπάρχοντα μάλλον ναό της Θεοτόκου πού νωρίτερα είχε κτίσει η Πουλχερία, επεξέτεινε ο Λέων σε μεγαλοπρεπή προς χάρη της Παναγίας, τον γνωστό και με τόση φήμη Ναό των Βλαχερνών, και εκεί έθεσε την ιερά Εσθήτα. Ώστε ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών με την τόση ιστορία έγινε προς χάρη του ιερού κειμηλίου. Όσο ζούσαν οι δύο Πατρίκιοι αλλά και ο Λέων είχαν μια συνεχή σχέση με το Ναό αυτό και την αγία σορό, όπως ονομάσθηκε η κατάθεση της Εσθήτος, και θεσπίστηκε η εορτή στις 2 Ιουλίου.

Ο μεγαλοπρεπής αυτός Ναός με τον πνευματικό θησαυρό εντός, πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε μάλλον έγινε το μεγαλύτερο Προσκύνημα της Κων/λεως. και αφού το Προσκύνημα συνοδευόταν από ποικίλα θαύματα για χίλια χρόνια έως φυσικά την άλωση. Πέραν αυτών η Θεοτόκος Δέσποινα με ιερό «ορμητήριο» το Ναό αυτό συνέδραμε σε κινδύνους και επιδρομές, σε λιμούς και λοιμούς και οποία λυπηρά τους κατοίκους της Πόλεως. Αυτός ο Ναός ήταν και το κέντρο «αμύνης» στην επίθεση των Αβάρων. Εκεί εψάλη ο Ακάθιστος Ύμνος.

Σε μεταγενέστερους από τότε χρόνους, μετά το σωτηριώδες τέλος μιας πολιορκίας της Κων/λεως, ο Πατριάρχης για ευχαριστίες της Παναγίας αλλά και την τόνωση του λαού κάλεσε άρχοντες και αρχόμενους και έκαναν μεγάλη περιφορά με την Εσθήτα φερομένη, μαζί και ο αυτοκράτορας του καιρού εκείνου χωρίς στέμμα, ταπεινά φερόμενος, ακολουθούσε ψάλλοντας με το λαό το «Κύριε ελέησον». Φθάσαντες και πάλι στο Ναό των Βλαχερνών έξω αυτού, σε ψηλή εξέδρα ο Πατριάρχης, αφού έκανε εκτενή δέηση, άνοιξε ενώπιον τόσου λαού την ιερά θήκη, πήρε στα χέρια του την ιερά Έσθητα της Θεοτόκου, την σήκωσε και βλέποντας την όλοι επευλόγησε ο λαός ψάλλοντας με άκρα συγκίνηση. Στη συνέχεια πέρασε κατά δεκάδες χιλιάδας ο λαός για ώρες πολλές και προσκύνησε το μοναδικό αυτό κειμήλιο της Παρθένου. Όντως μέρες δόξας και πίστης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου