ΑΘΛΟΦΟΡΕ ΑΓΙΕ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΕ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ, ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΤΩ ΕΛΕΗΜΟΝΙ ΘΕΩ, ΙΝΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΕΣΙΝ, ΠΑΡΑΣΧΗ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ.

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Ο τύπος με τα πολύχρωμα μπαλόνια



Καθόταν καιρό τώρα έξω απ' την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου στην πάνω πλευρά της πανεπιστημιούπολης. Μπορούσες να τον δεις σχεδόν κάθε μέρα τις πρωινές ώρες μέχρι που μεσημέριαζε. Μετά χανόταν. Συνήθως δεν έδινα σημασία, ο δρόμος μου για τη δουλειά, όμως, περνούσε απ'την είσοδο εκείνη του νοσοκομείου. Καθημερινά, εκατοντάδες άνθρωποι περνούσαν με συννεφιασμένα πρόσωπα την πύλη του τεράστιου οικοδομήματος. 

   Εκείνος πάντα στην δεξιά άκρη της πύλης. Δεν τον θυμάμαι ποτέ καθιστό. Πάντα όρθιος, κρατώντας με το δεξί χέρι του τα γεμάτα ήλιον πολύχρωμα μπαλόνια. Που, άμα τ' αφήσεις, θα πετάξουν προς το γαλάζιο άπειρο. Φιγούρα άκρως μινιμαλιστική. Σε τέλεια αντίθεση με τους υπόλοιπους πλανόδιους μικροπωλητές εκεί. Ανάμεσα από μια παράξενη συγχορδία από σειρήνες ασθενοφόρων, ανήσυχες συνομιλίες περαστικών και συνθήματα οργισμένων φοιτητικών παρατάξεων, εκείνος και τα πολύχρωμα μπαλόνια του μοιράζονταν μια παράξενη σιωπή. 
   
Οι πιο πολλοί τον προσπερνούσαν με σκυμμένο το κεφάλι βυθισμένοι στις δικές τους αγωνίες -ο πόνος τις πιο πολλές φορές κάνει τις ψυχές και τα βλέμματα να συστέλλονται. Κάποιοι, λίγοι, σήκωναν το βλέμμα ψηλά μέχρι τα μπαλόνια. Συνήθως, τα μπαλόνια που πουλούσε προορίζονταν για το τμήμα Μαιευτικής. Για χαρούμενες περιστάσεις. Σπάνια και για κάποιες περαστικές μητέρες που βόλταραν με το καρότσι τα μικρά τους αγγελούδια. Όλοι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο εκείνο τον γνώριζαν ως "ο τύπος με τα μπαλόνια". Λίγοι, ελάχιστοι τον γνώριζαν περισσότερο.

Κάποιο βροχερό πρωινό που μου έτυχε έκτακτη υπόθεση, έκλεισα την εξώπορτα του σπιτιού μου τρεχάτος και με την υπόθεση να τριγυρίζει στη σκέψη μου. Χωρίς ομπρέλα, χωρίς να'χω φάει πρωινό. Απότομα και τρέχοντας. Στο ύψος της πύλης του νοσοκομείου θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το μήλο μου.

Οπότε, χωρίς να κόψω ταχύτητα στο γρήγορο βάδισμά μου, άνοιξα την τσάντα ώμου να βρω το πορτοφόλι μου. Μετά από σύντομο ανώφελο ψάξιμο, συνέχισα γοργά στο δρόμο μου.

   Σταμάτησα απότομα όταν είδα τον τύπο με τα μπαλόνια να 'ρχεται προς το μέρος μου φωνάζοντας και τρέχοντας 'φίλεε, περίμενε'. 'Τι έγινε', τον ρωτάω με απορία. 'Το πορτοφόλι σου, αδερφέ, σου 'πεσε καθώς έψαχνες την τσάντα σου' μου 'πε ευγενικά. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα προσεκτικά. Τον ευχαρίστησα θερμά κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. 
Το απόγευμα, πολύ κουρασμένος καθώς επέστρεφα σπίτι, τον έψαξα με το βλέμμα μου για να τον ευχαριστήσω, αλλά δεν τον  βρήκα.                               
Μέρες αργότερα, κι αφού πλέον τον χαιρετούσα καθημερινά και γίναμε φίλοι, έμαθα το τι σημαίνει να πονάς, να πασχίζεις κι όμως να συνεχίζεις να ελπίζεις. Να προσπαθείς. Να αγαπάς. Να ζεις. Το παιδάκι του, εννιάμιση χρόνων αγγελούδι, νοσηλευόταν με λευχαιμία στο ειδικό παιδικό τμήμα του Νοσοκομείου. Κι εκείνος, άνεργος φυσικοθεραπευτής, προσπαθούσε ανώφελα να τα βγάλει πέρα πουλώντας μπαλόνια. Χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να κάνει θόρυβο, διαδηλώσεις... Ηρωικές ψυχές που η δικιά μας εγωκεντρική προοπτική δε μπορεί ούτε ν' αγγίξει το μεγαλείο τους ούτε να καταλάβει την αλήθεια τους. 


Από εκείνο το διάστημα, κάθε πρωινό που αναχωρούσα για τη δουλειά, πάντα κοιτούσα ψηλά. Ώστε ν' ανταμώσει η καρδιά μου τα πολύχρωμα μπαλόνια και τη μαγευτική μελωδία τους. Και γέμιζα κι εγώ λίγη απ' την ελπίδα των μπαλονιών που το μόνο που ήθελαν ήταν να πετάξουν ψηλά. Ώσπου, ένα πρωινό τα είδα να ταξιδεύουν ψηλά. Να γίνονται πουλιά. Όλα μαζί προς το απέραντο γαλάζιο.


πηγή:http://aoratigonia.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου