Ἀγαπητά μου παιδιά,
Κατά τήν περίοδο πού διανύσαμε, στίς δεκαπέντε πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγούστου, οἱ χριστιανοί εἴχαμε τήν εὐκαιρία καί τήν εὐλογία νά ὁδηγήσουμε τά βήματά μας στούς Ναούς κατά τό ἑσπέρας, ὥστε νά ψάλλουμε τούς Παρακλητικούς Κανόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Δέν εἶναι ἡ ἀπαίτηση τοῦ τυπικοῦ πού μᾶς ὤθησε προσευχητικὰ πρός τήν Παναγία. Εἶναι αὐτή ἡ ταραχή πού συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας καθημερινά. Εἶναι ἡ κούραση καί ἡ ὀδύνη πού μᾶς καταβάλει μπροστά στά μικρά καί στά μεγάλα προβλήματα αὐτοῦ του βίου. Τούτη ἡ ταλαιπωρία περιγράφεται ἐξάλλου μέ ἀκρίβεια στίς Παρακλήσεις, γι’ αὐτό μελωδικά ἱκετεύουμε: «Τῶν παθῶν μου τόν τάραχον, ἡ τόν κυβερνήτην τεκοῦσα Κύριον, καί τόν κλύδωνα κατεύνασον τῶν ἐμῶν πταισμάτων, θεονύμφευτε».
Προσκυνώντας σήμερα, ἀνήμερα τῆς παμμεγίστης ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τήν πανίερη εἰκόνα Της, βλέπουμε τούτη τήν ταραχή, αὐτή τήν ταλαιπωρία στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ φωτιστές τοῦ κόσμου, περιτριγυρίζουν τό ἱερό σκήνωμα τῆς Παναγίας, καί ἡ θλίψη τοῦ θανάτου καταβάλει γιά ἀκόμα μία φορά τήν ψυχή τους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαγγέλλουν τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι πού διδάσκουν πώς ὁ θάνατος νικήθηκε, πώς καταπατήθηκε ὁριστικά.
Καί παρότι οἱ ἴδιοι ἔχουν ἑδραιώσει τούτη τήν πίστη τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς τους, πονοῦν καί ἐκεῖνοι ἀντικρίζοντας τήν σκιά τοῦ θανάτου νά ἐπικάθεται πάνω στήν μορφή τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πέτρος προσφέρει θυμίαμα, ὁ Παῦλος ἱκεσία, ὁ Ἀνδρέας στέκεται σκεπτικός, ὁ Ἰωάννης θρηνεῖ γιά Ἐκείνη πού εἶχε δεχθεῖ ὡς μάνα, ἄλλοι ἀποστρέφουν τό πρόσωπο, ἄλλοι χαμηλώνουν τό βλέμμα.
Προσκυνώντας σήμερα, ἀνήμερα τῆς παμμεγίστης ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τήν πανίερη εἰκόνα Της, βλέπουμε τούτη τήν ταραχή, αὐτή τήν ταλαιπωρία στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ φωτιστές τοῦ κόσμου, περιτριγυρίζουν τό ἱερό σκήνωμα τῆς Παναγίας, καί ἡ θλίψη τοῦ θανάτου καταβάλει γιά ἀκόμα μία φορά τήν ψυχή τους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαγγέλλουν τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι πού διδάσκουν πώς ὁ θάνατος νικήθηκε, πώς καταπατήθηκε ὁριστικά.
Καί παρότι οἱ ἴδιοι ἔχουν ἑδραιώσει τούτη τήν πίστη τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς τους, πονοῦν καί ἐκεῖνοι ἀντικρίζοντας τήν σκιά τοῦ θανάτου νά ἐπικάθεται πάνω στήν μορφή τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πέτρος προσφέρει θυμίαμα, ὁ Παῦλος ἱκεσία, ὁ Ἀνδρέας στέκεται σκεπτικός, ὁ Ἰωάννης θρηνεῖ γιά Ἐκείνη πού εἶχε δεχθεῖ ὡς μάνα, ἄλλοι ἀποστρέφουν τό πρόσωπο, ἄλλοι χαμηλώνουν τό βλέμμα.
Μά Ἐκείνη, ἡ Παναγία Παρθένος, στέκεται στό κέντρο κοιμωμένη, ἀλλά καί ἀναβαίνουσα εἰς τούς οὐρανούς· μέ σῶμα γαληνεμένο καί ψυχή ἀνυψούμενη πρός τόν Υἱό καί Θεό Της. Ἀπαντᾶ στή θλίψη καί στόν πόνο τῶν Ἀποστόλων μέ ἕνα μήνυμα μυστικό, πού δέν ἐκφράζεται μέ λέξεις, μά εἶναι παραταῦτα εὔλαλο καί ἠχηρό: «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ μου νικᾶ τό θάνατο, νικᾶ τήν ὀδύνη, νικᾶ τήν ταραχή. Προσέλθετε κοντά μου νά δεῖτε, ἐλᾶτε νά νοιώσετε, ταχύνετε νά ἀναπαυθεῖτε».
Ποῦ ὀφείλεται ὅμως τό ταραχῶδες του βίου μας; Γιατί τόση ἀγωνία καί φόβος; Γιατί τόσα πάθη καί τόσες ἀτιμίες; Γιατί τόσα δεινά καί παθήματα; Γιατί τόση ὀδύνη καί τόση δυστυχία;
Μία πρώτη αἰτία τῆς τόσης ταραχῆς μᾶς ἀποτελεῖ ἡ ἀνάγκη. Ὁ ἄνθρωπος σέ τοῦτο τόν σκληρό κόσμο, σέ τοῦτο τόν κόσμο τῆς πτώσεως καί τῆς φθορᾶς, προσπαθεῖ καθημερινά νά ἐπιβιώσει. Ἡ ἐξασφάλιση τῆς τροφῆς, τῆς ἔνδυσης, τῆς προστασίας, τῆς ἀσφάλειας ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ συνεχῆ προσπάθεια, σέ μία μάχη καθημερινή. Ὁ κόπος ὑπέρμετρος, ὁ κάματος πολύς, μά ὄχι ἀρκετός γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἔκβαση τούτου τοῦ ἀγώνα. Οἱ ἀνάγκες μᾶς συχνά θά μᾶς καταβάλουν, θά μᾶς κατανικήσουν, θά μᾶς ὁδηγήσουν σέ ἀγωνία καί σέ ἀδιέξοδο.
Ἡ ταραχή μας ἐπίσης ὀφείλεται στόν ἀνταγωνιστικό χαρακτήρα τῶν σχέσεών μας. Οἱ ἄνθρωποι ἔχοντας ἀπολέσει τήν ἑνότητα μέ τόν οὐρανό καί μεταξύ τους, προσπαθοῦν νά ἐπιβληθοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Τό παιχνίδι τῆς ἐξουσίας, κρύβεται ὡς πειρασμός ἀκόμα καί στίς σχέσεις πού βασίζονται στήν ἀγάπη. Ἡ συζυγία, ἡ φιλία, ἡ συνεργασία φθείρονται καί κλωνίζονται. Ὁ φθόνος καί ἡ μοχθηρία μολύνουν τήν προσπάθειά μας νά ἐπικοινωνήσουμε ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον. Ὁ φόβος πώς ὁ ἄλλος εἶναι ἐχθρός, ἕτοιμος νά μᾶς πληγώσει καί νά μᾶς δουλώσει, ἑδραιώνει στή ψυχή μας τόν κλύδωνα καί τήν τρικυμία.
Ἀπό τήν ἄλλη δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε πώς ἡ ταραχή ἀκολουθεῖ τήν ἁμαρτία ὡς φυσική ἐπίπτωση. Ὅταν μιλοῦμε γιά ἁμαρτία ἐννοοῦμε τήν ἀπόσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Τοῦτο τό χάσμα δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό σχῆμα, ἀλλά ἕνα γεγονός τοῦ ὁποίου οἱ ἐπιπτώσεις ψηλαφοῦνται στή καθημερινότητά μας. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν». Μέ τήν πτώση μακραίνει ἀπό τήν ἀληθινή του φύση, ἀπό τόν φυσικό του προορισμό. Αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τή θεία προοπτική ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο σέ φοβερή σύγχυση. Ποιός ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του; Ποῦ πρέπει νά ὁδηγήσει τά βήματά του; Τί ἁρμόζει στήν ἀνθρώπινη φύση καί τί εἶναι ξένο πρός αὐτή; Ποιά τά ὅρια καί ποιά ἡ προοπτική της ζωῆς του; Ὅσο τά ἐρωτήματα παραμένουν ἀναπάντητα ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἐγκλωβισμένος μέσα σέ ἔργα καί πράξεις χωρίς νόημα, τά ὁποία δέν ὑπηρετοῦν τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία εἶναι φτιαγμένος, ἀλλά τήν κακία καί τήν μικρότητα. Τούτη ἡ τραγική ἐμπειρία τῆς ἁμαρτωλότητας ταράζει βαθιά τήν ὕπαρξή μας.
Ἡ ταραχή τελικά εἶναι γνήσιο τέκνο τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος μακριά ἀπό τό Θεό ζεῖ τήν ζοφερή κατάσταση τοῦ θανάτου. Τό ἄλγος καί ἡ ἀσθένεια χτυποῦν ξαφνικά καί προοιωνίζουν τό τέλος. Μά καί σέ κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια δημιουργική καί σπουδαία, ὁ θάνατος ρίχνει τή σκιά τοῦ προσπαθώντας νά σκοτίσει τήν ἔκβαση αὐτῆς. Ἔχει ἐνδιαφέρον πώς στήν ἐποχή μας τήν παραλυτική δύναμη τοῦ θανάτου ἔρχονται νά τήν ὁμολογήσουν ἀκόμα καί πρόσωπα πού ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία. Ὀνομαστός ψυχαναλυτής, μαρτυρεῖ μετά ἀπό πολυετῆ μελέτη σέ σειρά ἀσθενῶν, πώς αἰτία κάθε νεύρωσης ἀποτελεῖ ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ἀκόμα καί σέ ἐκεῖνες τίς περιπτώσεις πού δέν εἶναι τοῦτο φανερό. Ὁ θάνατος ἀποδομεῖ τά πάντα, στερεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο κάθε αἴσθηση σταθερότητας καί προοπτικῆς, ὁδηγώντας τόν στό μηδέν καί στό τίποτα. Μπροστά σέ αὐτό τό ἔρεβος ὁ ἄνθρωπος χάνει κάθε ἠρεμία καί ἰσορροπία, ἐγκαταλειπόμενος στήν ταραχή καί στήν ἀστάθεια.
Στό πρόσωπο ὅμως τῆς Παναγίας Παρθένου, τούτη ἡ ταραχή ἀποσύρεται καί παύει. Αὐτό μαρτυρεῖται μέ ποιητικό τρόπο κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος: «Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σέ λιμένα, ἐν ταῖς λύπαις χαράν καί εὐφροσύνην, καί ἐν ταῖς νόσοις ταχινήν βοήθειαν, καί ἐν τοῖς κινδύνοις, ρύστιν καί προστάτιν, ἐν τοῖς πειρατηρίοις».
Ἡ Κυρία Θεοτόκος παύει τήν ταραχή πρωτίστως γιατί δέν ἐγκαταλείφθηκε ἡ ἴδια κατά τόν παρόντα βίο στήν ἀνάγκη. Ἡ μέριμνά της δέν ἦταν πώς θά ζήσει μία «φυσιολογική» ζωή, μέ ἄνεση καί ἀσφάλεια, μέ τιμή καί πλοῦτο, ἀλλά πώς θά ὑπηρετήσει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Τοῦτος ὁ προσανατολισμός τήν ὁδήγησε κατά τόν Εὐαγγελισμό στήν ταπεινή ἀπόκριση «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτο μοί κατά τό ρῆμά σου». Καί αὐτή ἡ κατάφαση στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἕνωσε τόν οὐρανό καί τή γῆ, φέρνοντας στή θέση τῆς ταραχῆς τήν εἰρήνη τήν ἄνωθεν.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος καταργεῖ τήν ταραχή γιατί δέν εἶδε τά πρόσωπα πού τήν περιέβαλαν ἀνταγωνιστικά. Δέν διεκδίκησε κάποια θέση, κάποιο ρόλο. Ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, μά ἀποδεχόταν κάθε λόγο τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της χωρίς νά προβάλει κανένα δικαίωμα: «ὅς γάρ ἄν ποιήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου καί μήτηρ ἐστί». Ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ, γίνεται διπλά μητέρα Του, ὄχι μόνο γιατί τόν δέχτηκε στά σπλάχνα της, ἀλλά καί γιατί ἔγινε Ἐκείνη πού πρώτη ποίησε τό θέλημά Του στόν ἔσχατο βαθμό. Μακριά ἀπό διεκδικήσεις καί ἔριδες, ἔγινε τό κέντρο τῶν Ἀποστόλων μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἔγινε σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας, παράδειγμα καί πρότυπο γιά κάθε πιστό.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ταραχή γιατί ἔζησε ἐν ἀπολύτω ἁγνεία. Ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, φέρουσα τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἡ ἀγαθή της προαίρεση ἀπό τή μία, καί ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐντός Της ἀπό τήν ἄλλη, τήν κατέστησαν ἀειπάρθενο Κόρη. Ἡ ἁγνότητα τῆς Παναγίας ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν μπόρεσε νά βρεῖ τόπο σέ αὐτήν. Τίποτα δέν μποροῦσε νά τήν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν σχέση καί τήν κοινωνία μαζί του, πρό τοῦ τόκου, κατά τόν τόκο, καί μετά τόν τόκο τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι ἡ Παρθενία τῆς Παναγίας μᾶς γίνεται μαρτυρία καταπαύσεως τῆς ταραχῆς πού συνοδεύει τόν ἐρχομό τῶν ἀνθρώπων στόν κόσμο, τοῦ πόνου καί τῶν ὀδυνῶν τῆς γυναίκας κατά τήν γέννα. Ἡ πανάμωμος Μαριάμ φανερώνει πώς ἡ ἁμαρτία δέν ἀποτελεῖ πλέον ἀποκλειστική ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ χριστιανός μπορεῖ νά τήν ἀρνηθεῖ καί νά τήν ἀντιπαλέψει, γαληνεύοντας τόν βίο του καί τήν ὕπαρξή του.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀναιρεῖ τήν ταραχή γιατί ἐνῶ γνώρισε τόν θάνατο δέν κατανικήθηκε ἀπό αὐτόν. Ἡ Παναγία μᾶς πεθαίνει ἀληθινά. Ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀποκαλύπτει μέ τρόπο ξεκάθαρο τήν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος. Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἱστορεῖται μέ τρόπο συγκλονιστικό. Τό σῶμα τῆς Μαριάμ γαληνεμένο σέ ὕπνο βαθύ, κι ἡ ψυχή Της μέ μορφή νηπίου στίς Υἱκές ἀγκάλες. Ὅμως τά ἀπότοκά του θανάτου δέν ἀγγίζουν τήν Παναγία μας. Ὁ Υἱός Της δέν ἐπιτρέπει στό σῶμα πού Τόν γέννησε, νά ἐγκαταλειφθεῖ στή φθορά καί στή σήψη. Μαζί μέ τήν ἁγία ψυχή της, δέχεται καί τό παναγνό σῶμα Της, φανερώνοντάς μας πώς ὁ νόμος τοῦ θανάτου δέν εἶναι πλέον κυρίαρχος. Γι’ αὐτό οἱ φόβοι μᾶς μποροῦν νά καταλαγιάσουν, καί ἡ ἐλπίδα πρέπει νά γεννηθεῖ στή ψυχή τῶν πιστῶν.
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Ὅσα προβλήματα καί νά ταλανίζουν τή ζωή μας· ὅσες μέριμνες κι ἄν σκοτίζουν τό νοῦ μας· ὅσοι φόβοι κι ἄν ἀκινητοποιοῦν τήν ὕπαρξή μας· ὅσοι πειρασμοί κι ἄν ξεγελοῦν τή θέλησή μας· ὅσες ἀσθένειες κι ἄν ταλαιπωροῦν τό σῶμα μας· ὅσα ἁμαρτήματα κι ἄν βαραίνουν τήν ψυχή μας· ὅση ταραχή καί ἄν ἀχθοφορεῖται στή ζωή μας· ἡ Κυρία Θεοτόκος μπορεῖ νά ἀπαντήσει σέ ὅλα τά δεινά μας, σέ κάθε πειρασμό καί δοκιμασία. Γι’ αὐτό ἀξίως ἀπευθύνουμε τοῦτες τῆς ἡμέρες πρός τήν Παναγία ὕμνους καί δεήσεις μέ θέρμη καί ἐλπίδα: «Χαῖρε θρόνε πυρίμορφε Κυρίου, χαῖρε θεία καί μανναδόχε στάμνε, χαῖρε χρυσή λυχνία, λαμπάς ἄσβεστος, χαῖρε τῶν παρθένων δόξα καί μητέρων, ὡράϊσμα καί κλέος».
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου