Τιμούμε τους πρωτοκορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο και τους Δώδεκα εν
γένει, τις δύο τελευταίες ημέρες του Ιουνίου, αφού έχει προηγηθεί νηστεία στη
ζωή της Εκκλησίας, για να θυμόμαστε αυτό το οποίο διατρανώνουμε μέσα από το
Σύμβολο της Πίστεως, ότι δηλαδή πιστεύουμε «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και
αποστολικήν Εκκλησίαν». Συνήθως ο τρόπος που ερμηνεύουμε την έννοια της
αποστολικότητας έχει να κάνει μ’ αυτό που ονομάζουμε διαδοχή, τόσο σε θεσμικό
επίπεδο, όσο και σε επίπεδο πίστης. Η θεσμική διαδοχή αναφέρεται στους
επισκόπους της Εκκλησίας, που βρίσκουν τις χρονολογικές απαρχές τους στα πρόσωπα
των Αποστόλων. Αυτό αποτελεί την εγγύηση της χρονικής και ιστορικής συνέχειας
της ζωής της Εκκλησίας. Τα πρόσωπα και οι θεσμοί διαδραματίζουν κομβικό ρόλο,
γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει και η εγγύηση του δεύτερου σημείου της
αποστολικότητας, που είναι η διαδοχή της πίστης, δηλαδή όσοι φανερώνουν στον
κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, είναι συνεχιστές του έργου των αποστόλων τόσο
σε φυσικό, χρονολογικό δεδομένο, όσο και σε ό,τι αφορά στην πίστη. Πιστεύουν
ό,τι πίστευαν οι Απόστολοι. Εκφράζουν την αλήθεια που εξέφραζαν οι Απόστολοι.
Τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως εδιδάχθησαν από τους Αποστόλους. Και
διασώζουν το Χριστό, όπως τον περιέγραψαν και τον βίωσαν οι Απόστολοι, ακόμη κι
αν τα εσωτερικά τους βιώματα δεν είναι ίσως πάντοτε αυτά των Αποστόλων.
Γιατί όμως η Εκκλησία στις μέρες μας, παρότι τυπικά και εξωτερικά εκφράζει και διασώζει την αποστολικότητα, εντούτοις έχουμε την αίσθηση ότι δυσκολεύεται πολύ να θυμίσει στον κόσμο το ήθος και το βίωμα των Αποστόλων;