ΑΘΛΟΦΟΡΕ ΑΓΙΕ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΕ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ, ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΤΩ ΕΛΕΗΜΟΝΙ ΘΕΩ, ΙΝΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΕΣΙΝ, ΠΑΡΑΣΧΗ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Ζαννής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Ζαννής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ο γάμος του Καραχμέτη


Τάσου Ζαννή


Αν μου ζητούσαν να δώσω με δυο λέξεις το νόημα και το μήνυμα του διηγήματος του Παπαδιαμάντη «Ο Γάμος του Καραχμέτη», θα 'λεγα ότι το διήγημα αυτό είναι το συναξάρι μιας Αγίας Συζύγου. Τούτο όμως με υποχρεώνει να δώσω μιαν εξήγηση του ορού «συναξάρι».

Η διδασκαλία της Εκκλησίας μας βρίσκεται διατυπωμένη στις Γραφές και στα κείμενα των Πατέρων. Αυτή ή διδασκαλία, όμως, όσο κι αν είναι τέλεια διατυπωμένη, θα εκινδύνευε να παραμείνει ανενέργητη υψηλή θεωρία, αν δεν υπήρχαν τα παραδείγματα των Αγίων, πού μας δείχνουν τον τρόπο —ή μάλλον την απέραντη ποικιλία των τρόπων— καθώς και το μέτρο, κατά το όποίο είναι δυνατόν να βιωθεί ή διδασκαλία αυτή. Αυτούς ακριβώς τους τρόπους κι αυτό το μέτρο τα βρίσκουμε στις γραπτές διηγήσεις για τη ζωή των Αγίων, πού αποτελούν τα συναξάρια. Αλλά ένα συναξάρι δεν είναι μια ιστορική βιογραφία, όπως ακριβώς μια βυζαντινή εικόνα ενός Αγίου δεν είναι το πορτραιτο του. Το συναξάρι είναι μια διήγηση πού προσπαθεί να μας κάνει καταληπτό το πέρασμα ενός άνθρωπου από τη φυσική ζωή στη ζωή της αγιότητας, τη μεταμόρφωση του «παλαιού ανθρώπου» σε άνθρωπο πού μετέχει από τώρα στην «καινή κτίση». Τα συναξάρια των Αγίων, παρά το απλοϊκό τους υφός, κλείνουν τόσο βάθος και τόση αληθινή σοφία, ώστε διαβάζοντας τα νοιώθει κανείς τη δροσιά του Θαβώρειου Όρους και τις ανταύγειες του φωτός της Μεταμόρφωσης.

Ακριβώς το αισθημα αυτό είχα κι εγώ όταν διάβασα το διήγημα « Ό Γάμος του Καραχμέτη», γι' αυτό και το χαρακτήρισα αυθόρμητα σαν συναξάρι, μια και αναφέρεται σε πρόσωπα πού έζησαν πραγματικά.




Βρισκόμαστε στη Σκίαθο, την εποχή της τουρκοκρατίας. Ο Κουμπής, ένας από τους προεστούς του χωρίου και φίλος του τούρκου ναυάρχου, μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ, φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πώς «πόρνους και μοιχούς κρίνει ό Θεός». Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λελούδα, πού είναι «-μόλις τριάντα χρόνων ίσως - ωραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη» «και να δωροδοκήσει έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν... να τους στεφάνωση».

Μια μέρα, πού φθάνει ο τούρκικος στόλος στο νησί, ό Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λελούδα και έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Τό γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.

«Η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανιοβολισμους καί μόνη αύτη τους εξηγήσει, είς την αληθή σημασίαν των.

- Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, έφιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή».

Σε λίγο έφθασαν οί νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λελούδα το κλειδί για να μείνει στο σπίτι της.

 Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτα επρόφερε:

- Να με σχωρέσης.!

- Σχωρεμένη και βλοημένη να 'σαι, είπεν εν έγκαρτερήσει ή πρώην Κουμπίνα.

Την επαύριον πρωί ό Κουμπής έκραξε την γυναίκα καί της είπε:

- Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου... καί σύρε να καθίσης στο σπίτι σου. Καί, σε παρακαλώ, όσο μπορείς, να τα 'χης καλά με την Κουμπίνα.

- Εγώ θα τα 'χω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν ή απλή ψυχή. Καί σε περικαλώ, Κουμπή, να μ' αφήσεις να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά πού θα κάμης.- Καλά, ό Θεός σε φωτίζει καί φέρεσαι έτσι, αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κράτηση, ό σκληρός, την συγκίνησίν του.

Εκτοτε ό Κουμπής ωνομάσθη απ' όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου...»

Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λελούδα έκανε ένα φοβερό λάθος. Εξ αιτίας της ό Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέντητο πουκάμισο καί πήγε στην εκκλησία. Οταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του «εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κι έτρεξε με σκοπόν καί απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα.

Αι δύο γυναίκες... ήσαν έτοιμαι να έξέλθωσι  διά την εκκληοίαν. Με εν βλέμμα ή Σεράίνα έννόησεν, άμα εϊδε τόν Κουμπήν. Ούτος έσήκωσεν ήδη τήν χονδρήν καί σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας.

- Παληοβρώμα!

Ή Σεράϊνα επεσεν επάνω είς την ράβδον, είς τα γόνατα του, είς τους πόδας του.

- Ελεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καημένη. Λάθος έκαμε... Σχώρεσέ την...

Ο  Κουμπής έκάμφθη.

Η Σεράίνα επέζησε δέκα η δώδεκα έτη, δσα ήρκουν δια ν' αναθρέψη τά τέκνα του Κουμπή. Άνεπαύθη καί ετάφη έξωθεν του ναϊσκου του Αγίου Δημητρίου...

Οταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την άνακομιδήν των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού, μόσχου καί ρόδου άμα, άνήλθεν είς τους μυκτήρας του ίερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.

Τα κόκκαλά της είχον εύωδιάσει.