π. Χ.Β.
Γαλ. 2.16-20
Ἀδελφοί εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. 18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός·
«Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2.19-20). Με αυτή την φράση συνοψίζει ο Απόστολος Παύλος όλα όσα εξηγεί στην επιστολή του προς τους Γαλάτες, η οποία αποτελεί απάντηση στο ερώτημα εάν οι χριστιανοί πρέπει να τηρούν τις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. Η αφορμή βέβαια είχε δοθεί από το ζήτημα που είχε προκύψει την εποχή εκείνη, αν δηλαδή οι εξ εθνών χριστιανοί έπρεπε να περιτέμνονται ή όχι. Ο Απόστολος Παύλος δίνει με την επιστολή αυτή μία σαφή και κατηγορηματική απάντηση, η σπουδαιότητα της οποίας οδήγησε την Εκκλησία ώστε να ορίσει αποσπάσματα της προς Γαλάτας επιστολής να διαβάζονται την Κυριακή πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και την Κυριακή μετά την Ύψωση.
Και γιατί λέει ότι έχει πεθάνει για τον νόμο, προκειμένου να ζήσει για τον Χριστό; Την απάντηση μάς δίνει ο ίδιος ο απόστολος Παύλος. Εμείς, λέει, που είμαστε από τη φύση μας Ιουδαίοι, γαλουχημένοι από μικρή ηλικία στην διδασκαλία του νόμου, αφήσαμε την πρότερη πολιτεία και καταφύγαμε στον Χριστό. Επειδή είδαμε ότι δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου, αλλά με την πίστη στον Χριστό, γι αυτό και πιστέψαμε στον Χριστό, ούτως ώστε να δικαιωθούμε εξαιτίας της πίστεως στον Χριστό και όχι από τα έργα του νόμου, γιατί κανείς δεν θα δικαιωθεί από τα έργα του νόμου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί ότι αφήνουμε τον νόμο όχι ως κακό ή πονηρό, αλλά ως ασθενή και ατελή, και εφόσον ο νόμος δεν παρέχει δικαιοσύνη, τα έργα του νόμου είναι πλέον περιττά. Και για να δείξει ότι δεν είναι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, προσθέτει ο Παύλος τα εξής: γιατί εάν ζητώντας να δικαιωθούμε εν Χριστώ βρεθήκαμε οι ίδιοι αμαρτωλοί – και έχουμε ανάγκη και πάλι τον νόμο – άρα ο Χριστός είναι διάκονος της αμαρτίας; Γιατί εάν αφήσαμε τον νόμο για τον Χριστό και δεν αρκεί η άφεση και η λύτρωση που παρέσχε με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, τότε ο ίδιος γίνεται για εμάς αιτία κατακρίσεως και ουσιαστικά δεν έχει την δύναμη να μάς λυτρώσει. Ομοίως και εγώ, εάν άφησα τον νόμο για την πίστη στον Χριστό και τώρα επιστρέφω στα έργα του νόμου, καθιστώ τον εαυτό μου παραβάτη, και μάλιστα διπλό, εφόσον από τη μια άφησα τον νόμο και από την άλλη απιστώ στον Χριστό.
Επομένως, «τό Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεται διά τῆς παρατηρήσεως τοῦ νόμου»*. Γιατί εκείνος που θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμόζεται έστω και μία εντολή από τον Μωσαϊκό νόμο, θεωρεί την συγγνώμη και την λύτρωση που παρέσχε ο Χριστός στον κόσμο διά της πίστεως και της μετανοίας ως κάτι το ατελές και ανίσχυρο. Και επιπλέον, εάν ισχύει έστω και μία από τις εντολές του νόμου, τότε θα πρέπει να ισχύουν όλες ανεξαιρέτως. Αυτό όμως δεν είναι Ευαγγέλιο εν Χριστώ αλλά ιουδαϊσμός.
Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος τέμνει κατηγορηματικά κάθε σχέση με τον Μωσαϊκό νόμο λέγοντας: «εγώ με τον νόμο πέθανα για τον νόμο, ώστε να ζήσω για τον Θεό» Εννοεί δηλαδή είτε ότι εφόσον εφαρμόζει τον νόμο της χάριτος του Χριστού, ο παλαιός νόμος είναι πλέον ανενεργός, είτε ότι εφόσον δεν τηρεί έστω και μία εντολή του νόμου εκείνου, είναι σύμφωνα με τον νόμο νεκρός. Και συνεχίζει: «Σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό και δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και αυτό που ζω τώρα με την σάρκα μου, το ζω με πίστη στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό του θυσία για μένα». Μεταθέτει δηλαδή την προσοχή των ακροατών του από τα έργα του νόμου στην εν Χριστώ ζωή.
Τα στοιχεία πάλι της εν Χριστώ ζωής είναι πρώτο, να συσταυρωθούμε με τον Χριστό, να ταπεινωθούμε δηλαδή και να νεκρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο με τις επιθυμίες και με τα πάθη του. Δεύτερο, να γίνουμε μιμητές του Χριστού στην αγάπη, στην φιλανθρωπία, στην θυσία υπέρ των αδελφών μας. Και τέλος, να συναναστηθούμε με τον Χριστό στο φως της Αναστάσεώς Του και να ζήσουμε την εντός ημών Βασιλεία του Θεού, προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Ακόμη και σήμερα πολλοί από εμάς προσπαθούν να μετρήσουν την ζωή των χριστιανών με γνώμονα τις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. Πολλές φορές μάλιστα επιχειρούν να επιβάλλουν την τήρηση κάποιων από αυτές, επικαλούμενοι τις τιμωρίες και τις απειλές που διατυπώνονται στην Παλαιά Διαθήκη. Η Εκκλησία με την σημερινή αποστολική περικοπή μάς υπενθυμίζει την πληρότητα και την υπεροχή της αγάπης και της χάριτος του Χριστού, την υπεροχή του Σταυρού απέναντι σε ολόκληρο τον νόμο. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση χάρισε ο Θεός στον κόσμο την άφεση και την λύτρωση, η οποία παρέχεται διά της πίστεως και διά της μετανοίας. Το ζητούμενο δεν είναι να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, ούτε καν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, ούτε ακόμη να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αλλά να ζει μέσα μας ο Χριστός, όπως διατείνεται ο απόστολος Παύλος.
Και ο Χριστός ζει μέσα μας όταν αποβάλλουμε τόσο το κοσμικό όσο και το ιουδαϊκό φρόνημα, όταν νεκρώσουμε δηλαδή τον παλαιό άνθρωπο του νόμου και της αμαρτίας και όταν γευτούμε την άπειρη ευεργεσία του Θεού και την χάρη της απολυτρώσεως και όταν, αφού αντιληφθούμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας και της αγάπης του Θεού, γίνουμε και εμείς φιλάνθρωποι και πρόθυμοι να θυσιάσουμε ακόμα και την ζωή μας για τον αδελφό και τον πλησίον μας. Αμήν.
«Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2.19-20). Με αυτή την φράση συνοψίζει ο Απόστολος Παύλος όλα όσα εξηγεί στην επιστολή του προς τους Γαλάτες, η οποία αποτελεί απάντηση στο ερώτημα εάν οι χριστιανοί πρέπει να τηρούν τις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. Η αφορμή βέβαια είχε δοθεί από το ζήτημα που είχε προκύψει την εποχή εκείνη, αν δηλαδή οι εξ εθνών χριστιανοί έπρεπε να περιτέμνονται ή όχι. Ο Απόστολος Παύλος δίνει με την επιστολή αυτή μία σαφή και κατηγορηματική απάντηση, η σπουδαιότητα της οποίας οδήγησε την Εκκλησία ώστε να ορίσει αποσπάσματα της προς Γαλάτας επιστολής να διαβάζονται την Κυριακή πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και την Κυριακή μετά την Ύψωση.
Και γιατί λέει ότι έχει πεθάνει για τον νόμο, προκειμένου να ζήσει για τον Χριστό; Την απάντηση μάς δίνει ο ίδιος ο απόστολος Παύλος. Εμείς, λέει, που είμαστε από τη φύση μας Ιουδαίοι, γαλουχημένοι από μικρή ηλικία στην διδασκαλία του νόμου, αφήσαμε την πρότερη πολιτεία και καταφύγαμε στον Χριστό. Επειδή είδαμε ότι δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου, αλλά με την πίστη στον Χριστό, γι αυτό και πιστέψαμε στον Χριστό, ούτως ώστε να δικαιωθούμε εξαιτίας της πίστεως στον Χριστό και όχι από τα έργα του νόμου, γιατί κανείς δεν θα δικαιωθεί από τα έργα του νόμου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί ότι αφήνουμε τον νόμο όχι ως κακό ή πονηρό, αλλά ως ασθενή και ατελή, και εφόσον ο νόμος δεν παρέχει δικαιοσύνη, τα έργα του νόμου είναι πλέον περιττά. Και για να δείξει ότι δεν είναι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, προσθέτει ο Παύλος τα εξής: γιατί εάν ζητώντας να δικαιωθούμε εν Χριστώ βρεθήκαμε οι ίδιοι αμαρτωλοί – και έχουμε ανάγκη και πάλι τον νόμο – άρα ο Χριστός είναι διάκονος της αμαρτίας; Γιατί εάν αφήσαμε τον νόμο για τον Χριστό και δεν αρκεί η άφεση και η λύτρωση που παρέσχε με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, τότε ο ίδιος γίνεται για εμάς αιτία κατακρίσεως και ουσιαστικά δεν έχει την δύναμη να μάς λυτρώσει. Ομοίως και εγώ, εάν άφησα τον νόμο για την πίστη στον Χριστό και τώρα επιστρέφω στα έργα του νόμου, καθιστώ τον εαυτό μου παραβάτη, και μάλιστα διπλό, εφόσον από τη μια άφησα τον νόμο και από την άλλη απιστώ στον Χριστό.
Επομένως, «τό Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεται διά τῆς παρατηρήσεως τοῦ νόμου»*. Γιατί εκείνος που θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμόζεται έστω και μία εντολή από τον Μωσαϊκό νόμο, θεωρεί την συγγνώμη και την λύτρωση που παρέσχε ο Χριστός στον κόσμο διά της πίστεως και της μετανοίας ως κάτι το ατελές και ανίσχυρο. Και επιπλέον, εάν ισχύει έστω και μία από τις εντολές του νόμου, τότε θα πρέπει να ισχύουν όλες ανεξαιρέτως. Αυτό όμως δεν είναι Ευαγγέλιο εν Χριστώ αλλά ιουδαϊσμός.
Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος τέμνει κατηγορηματικά κάθε σχέση με τον Μωσαϊκό νόμο λέγοντας: «εγώ με τον νόμο πέθανα για τον νόμο, ώστε να ζήσω για τον Θεό» Εννοεί δηλαδή είτε ότι εφόσον εφαρμόζει τον νόμο της χάριτος του Χριστού, ο παλαιός νόμος είναι πλέον ανενεργός, είτε ότι εφόσον δεν τηρεί έστω και μία εντολή του νόμου εκείνου, είναι σύμφωνα με τον νόμο νεκρός. Και συνεχίζει: «Σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό και δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και αυτό που ζω τώρα με την σάρκα μου, το ζω με πίστη στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό του θυσία για μένα». Μεταθέτει δηλαδή την προσοχή των ακροατών του από τα έργα του νόμου στην εν Χριστώ ζωή.
Τα στοιχεία πάλι της εν Χριστώ ζωής είναι πρώτο, να συσταυρωθούμε με τον Χριστό, να ταπεινωθούμε δηλαδή και να νεκρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο με τις επιθυμίες και με τα πάθη του. Δεύτερο, να γίνουμε μιμητές του Χριστού στην αγάπη, στην φιλανθρωπία, στην θυσία υπέρ των αδελφών μας. Και τέλος, να συναναστηθούμε με τον Χριστό στο φως της Αναστάσεώς Του και να ζήσουμε την εντός ημών Βασιλεία του Θεού, προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Ακόμη και σήμερα πολλοί από εμάς προσπαθούν να μετρήσουν την ζωή των χριστιανών με γνώμονα τις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. Πολλές φορές μάλιστα επιχειρούν να επιβάλλουν την τήρηση κάποιων από αυτές, επικαλούμενοι τις τιμωρίες και τις απειλές που διατυπώνονται στην Παλαιά Διαθήκη. Η Εκκλησία με την σημερινή αποστολική περικοπή μάς υπενθυμίζει την πληρότητα και την υπεροχή της αγάπης και της χάριτος του Χριστού, την υπεροχή του Σταυρού απέναντι σε ολόκληρο τον νόμο. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση χάρισε ο Θεός στον κόσμο την άφεση και την λύτρωση, η οποία παρέχεται διά της πίστεως και διά της μετανοίας. Το ζητούμενο δεν είναι να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, ούτε καν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, ούτε ακόμη να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αλλά να ζει μέσα μας ο Χριστός, όπως διατείνεται ο απόστολος Παύλος.
Και ο Χριστός ζει μέσα μας όταν αποβάλλουμε τόσο το κοσμικό όσο και το ιουδαϊκό φρόνημα, όταν νεκρώσουμε δηλαδή τον παλαιό άνθρωπο του νόμου και της αμαρτίας και όταν γευτούμε την άπειρη ευεργεσία του Θεού και την χάρη της απολυτρώσεως και όταν, αφού αντιληφθούμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας και της αγάπης του Θεού, γίνουμε και εμείς φιλάνθρωποι και πρόθυμοι να θυσιάσουμε ακόμα και την ζωή μας για τον αδελφό και τον πλησίον μας. Αμήν.
πηγή:http://xerouveim.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου